Διαβάζοντας το βιβλίο, ουσιαστικά επιβεβαίωσα αυτό που πάντα ένιωθα μέσα μου, τον λόγο για τον οποίο αφιερώνω κάθε μήνα τόσες ώρες για να αναγνώσω ένα καινούριο βιβλίο και να γράψω ένα άρθρο πάνω σε αυτό, αλλά και τις εντυπώσεις και ιδέες που διατυπώθηκαν στην αίθουσα της βιβλιοθήκης από τις αναγνώσεις των μελών της λέσχης ανάγνωσης. Βιβλία σαν αυτό, δικαιολογούν τον λόγο ύπαρξής μας και την ενασχόλησή μας με την λογοτεχνία. Είναι η απάντηση σε όσους αναρωτιούνται γιατί ταλαιπωρούμαστε διαβάζοντας κάθε μήνα τόσες σελίδες σε μια πιεστική από υποχρεώσεις καθημερινότητα.
Η συγγραφέας κατάφερε να με κάνει να χαμογελάω συνέχεια, διαβάζοντας ακόμη και τις πιο σκοτεινές σελίδες της ζωής μιας οικογένειας, να συγκινηθώ όταν το μεγαλείο της αγάπης και του έρωτα βγαίνουν νικητές… Το χιούμορ και η αισιοδοξία είναι διάχυτα παντού. Η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα από τα μάτια και τις σκέψεις ενός δεκάχρονου κοριτσιού, που είναι χαρισματικό και ώριμο σαν ενήλικας, ενώ δεν λείπει η σκανταλιάρικη διάθεση του νεαρού της ηλικίας της και κυρίως η αστεία δεξιότητα της να κρυφακούει. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί γραμματοσειρά με πλάγια γράμματα για να σχολιάσει τα τεκταινόμενα μέσα από την ματιά της ενήλικης ηρωίδας και καταφέρνει να δημιουργεί εικόνες και να αποδίδει με σχολαστική λεπτομέρεια έμψυχα και άψυχα αντικείμενα. Έχει επιμονή και αγάπη στο έργο της, το οποίο κάνει τον αναγνώστη να οικειοποιηθεί την ιστορία η οποία αν και είναι προϊόν μυθοπλασίας είναι τόσο αληθοφανής που ταυτίζεσαι και δεν θέλεις κυριολεκτικά να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου. Εγώ είχα τέτοια χαρά και αγωνία να το τελειώσω που το διάβαζα αδιαλείπτως και όσο μου επιτρέπουν οι οικογενειακές, επαγγελματικές, ακαδημαϊκές και εκκλησιαστικές μου υποχρεώσεις να μην το αφήνω από τα χέρια μου (γιατί είναι και 565 σελίδες).
Ένα βιβλίο που εξυμνεί την δύναμη της αγάπης, καταδικάζει τον καθωσπρεπισμό των κοινωνιών όταν αυτός εγκλωβίζει την ελευθερία των ανθρώπων και την βούλησή τους και τους περιορίζει σε παθολογικά στεγανά που υποθάλπουν μια φαινομενική ασφάλεια που γίνεται ομπρέλα για τις αδυναμίες τους. Ένα βιβλίο που ανασύρει από το ξεχασμένο ντουλάπι τις σκονισμένες παιδικές αναμνήσεις, μας θυμίζει ότι υπήρξαμε παιδιά αφού η συγγραφέας καταφέρνει θαυμαστά να εντρυφήσει και να διεισδύσει στα άδυτα της παιδικής ψυχοσύνθεσης και αποδίδει όλη τη νεανική φρεσκάδα, τον αυθορμητισμό, τον ρομαντισμό, το πείσμα και την ανάγκη για το καλό και το ωραίο που μπορεί να έχει ένα δεκάχρονο παιδί, αλλά και το ένστικτο ή τη διαίσθηση που μπορεί μερικές φορές να υποτιμάται από τους ενήλικες.
Ο χρόνος στον οποίο αναφέρεται το διήγημα είναι μετά το 1970 σε ένα χωριό της Καβάλας, παραμονές ενός διαφορετικού Πάσχα, το οποίο υπόσχεται να διαταράξει τα ήρεμα νερά της οικογένειας και να φέρει στο φως ξεχασμένες υποθέσεις. Η Δήμητρα, η κεντρική ηρωίδα στο λογοτεχνικό έργο κατανοεί περισσότερα απ’ όσα οι ενήλικες που βρίσκονται σε πνευματική τύφλωση με τη δύναμη της καρδιάς που γεφυρώνει το ηλικιακό χάσμα των εικοσιεφτά χρόνων που την χωρίζουν από τη θεία της την Ελευθερία ή Τετερία, το άλλο κεντρικό πρόσωπο του διηγήματος, το οποίο έχει και μια συμβολική σημασία.
Η συγγραφέας μας εμπιστεύτηκε και τον ευρύτερο συμβολισμό της απελευθέρωσης από το καθεστώς της χούντας, και το δίπολο ελευθερία-χούντα που μπορεί να εκφράζεται σε μια ευρύτερη ερμηνεία. Ο δίδυμος αδερφός της Δήμητρας, ο Μάριος, είναι ένα καλό και έξυπνο παιδί, αλλά βέβαια όπως λέει και η ίδια τι να το κάνουμε να είσαι πρώτος στην αριθμητική, πρέπει να πιάνεις και τα βαθύτερα νοήματα… Η μαμά της Δήμητρας είναι προοδευτική, δυναμική, δεν είναι συναισθηματική αρχικά με τα παιδιά της, τα μεγαλώνει όμως με ηθικές αξίες και αρχές και φροντίζει για την πνευματική τους κατάρτιση· τη δε Δήμητρα της κοκκινίζει και το γραπτό εφιστώντας της την προσοχή ότι στις εκθέσεις δεν γράφουμε όλη την αλήθεια, πράγμα που πυροδοτεί την φαντασία της Δήμητρας να γράψει έκθεση ριζικά διαφορετική από την αλήθεια της ανατρεπτικής πραγματικότητας που βιώνει, δηλαδή βουτηγμένη στο ψέμα. Η ίδια αφουγκράζεται καταστάσεις πριν αποκαλυφθούν, όπως το προξενιό με τον χήρο ή χοίρο όπως της αρέσει να τον λέει, που καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να εκφράζει μια τέτοια σχέση την Τετερία της που της περιέγραφε τον έρωτα σαν μια μελωδία ή το κύμα μιας θάλασσας. Βεβαίως η γραφή συνάδει με την ηλικία της αφηγήτριας καθώς υπάρχουν στοιχεία που διακόπτουν την ροή της αφήγησης, π.χ. όταν μιλάει για τον βηματισμό της Τετερίας μεταπηδάει στις ανησυχίες της για την αγορά παπουτσιών αφού η θεία της έχει εκ γενετής ένα κουτσό πόδι. Ή άλλες φορές με αφοπλιστική παιδική ειλικρίνεια αναρωτιέται τι σημαίνει μοσχοανάθρεψε, αν η γιαγιά της έκανε τα παιδιά μοσχάρια, έτσι απλοποιεί τις έννοιες και τις προσαρμόζει στις δυνατότητες του παιδικού μυαλού της ή όταν δεν καταλαβαίνει τί σημαίνει γόνιμο χωράφι αναφερόμενος ο μπαμπάκης της στη γυναίκα του, αποδίδει ότι φαίνεται δεν το έχει ακούσει για τη γιαγιά της γιατί αυτή έχει να κάνει με τη θάλασσα… Η Δήμητρα είναι στην καρδιά των γεγονότων, το κρυφακούειν ικανοποιεί εν μέρει την περιέργειά της και έχει γίνει εξπέρ σε αυτό, με αποτέλεσμα να μαθαίνει γεγονότα που αφενός δεν είναι για την ηλικία της, αφετέρου δεν τα ξέρουν οι υπόλοιποι στην οικογένεια, όπως το ότι η Τετερία δεν είναι παιδί του παππού της, αλλά του Θεόφιλου, του γιατρού που ζωγραφίζει συνέχεια τη θάλασσα και δεν αποκαλύπτει τα γυναικεία πρόσωπα στους πίνακές του. Η Τετερία λατρεύει τα παιδιά του αδερφού της και ιδιαίτερα την Δήμητρα, κάτι που όταν ακούει, ή πιο εύστοχα κρυφακούει, λέει θα με πάρουν τα ζουμιά. Ο πατέρας της ή μπαμπάκης όπως της αρέσει να τον αποκαλεί, δεν μπορεί να βγει από τον παθητικό του ρόλο και όταν καλείται να φανεί ο αρχηγός της υπόθεσης δεν το κάνει πειστικά και με σταθερότητα, κάτι που δεν αφήνει ασχολίαστο η Δήμητρα. Τελικά ο έρωτας έρχεται και κλέβει την Ελευθερία που φεύγει μαζί του δίνοντας ένα μάθημα σε όλους να μην καταπιέζουν τα συναισθήματά τους, να μην ντρέπονται για το διαφορετικό, να μην νοιάζονται για το τι θα πουν οι άλλοι, αλλά να ζουν με αγάπη, γιατί αυτή μένει και μεταμορφώνει τους πιο υπάκουους σε δυνατούς. Έτσι νοηματοδοτούνται με αυτή την υπέρτατη αξία και φωτίζονται οι ζωές όλων στην οικογένεια σε νέες βάσεις.
Η συγγραφέας κατάφερε να με κάνει να χαμογελάω συνέχεια, διαβάζοντας ακόμη και τις πιο σκοτεινές σελίδες της ζωής μιας οικογένειας, να συγκινηθώ όταν το μεγαλείο της αγάπης και του έρωτα βγαίνουν νικητές… Το χιούμορ και η αισιοδοξία είναι διάχυτα παντού. Η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα από τα μάτια και τις σκέψεις ενός δεκάχρονου κοριτσιού, που είναι χαρισματικό και ώριμο σαν ενήλικας, ενώ δεν λείπει η σκανταλιάρικη διάθεση του νεαρού της ηλικίας της και κυρίως η αστεία δεξιότητα της να κρυφακούει. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί γραμματοσειρά με πλάγια γράμματα για να σχολιάσει τα τεκταινόμενα μέσα από την ματιά της ενήλικης ηρωίδας και καταφέρνει να δημιουργεί εικόνες και να αποδίδει με σχολαστική λεπτομέρεια έμψυχα και άψυχα αντικείμενα. Έχει επιμονή και αγάπη στο έργο της, το οποίο κάνει τον αναγνώστη να οικειοποιηθεί την ιστορία η οποία αν και είναι προϊόν μυθοπλασίας είναι τόσο αληθοφανής που ταυτίζεσαι και δεν θέλεις κυριολεκτικά να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου. Εγώ είχα τέτοια χαρά και αγωνία να το τελειώσω που το διάβαζα αδιαλείπτως και όσο μου επιτρέπουν οι οικογενειακές, επαγγελματικές, ακαδημαϊκές και εκκλησιαστικές μου υποχρεώσεις να μην το αφήνω από τα χέρια μου (γιατί είναι και 565 σελίδες).
Ένα βιβλίο που εξυμνεί την δύναμη της αγάπης, καταδικάζει τον καθωσπρεπισμό των κοινωνιών όταν αυτός εγκλωβίζει την ελευθερία των ανθρώπων και την βούλησή τους και τους περιορίζει σε παθολογικά στεγανά που υποθάλπουν μια φαινομενική ασφάλεια που γίνεται ομπρέλα για τις αδυναμίες τους. Ένα βιβλίο που ανασύρει από το ξεχασμένο ντουλάπι τις σκονισμένες παιδικές αναμνήσεις, μας θυμίζει ότι υπήρξαμε παιδιά αφού η συγγραφέας καταφέρνει θαυμαστά να εντρυφήσει και να διεισδύσει στα άδυτα της παιδικής ψυχοσύνθεσης και αποδίδει όλη τη νεανική φρεσκάδα, τον αυθορμητισμό, τον ρομαντισμό, το πείσμα και την ανάγκη για το καλό και το ωραίο που μπορεί να έχει ένα δεκάχρονο παιδί, αλλά και το ένστικτο ή τη διαίσθηση που μπορεί μερικές φορές να υποτιμάται από τους ενήλικες.
Ο χρόνος στον οποίο αναφέρεται το διήγημα είναι μετά το 1970 σε ένα χωριό της Καβάλας, παραμονές ενός διαφορετικού Πάσχα, το οποίο υπόσχεται να διαταράξει τα ήρεμα νερά της οικογένειας και να φέρει στο φως ξεχασμένες υποθέσεις. Η Δήμητρα, η κεντρική ηρωίδα στο λογοτεχνικό έργο κατανοεί περισσότερα απ’ όσα οι ενήλικες που βρίσκονται σε πνευματική τύφλωση με τη δύναμη της καρδιάς που γεφυρώνει το ηλικιακό χάσμα των εικοσιεφτά χρόνων που την χωρίζουν από τη θεία της την Ελευθερία ή Τετερία, το άλλο κεντρικό πρόσωπο του διηγήματος, το οποίο έχει και μια συμβολική σημασία.
Η συγγραφέας μας εμπιστεύτηκε και τον ευρύτερο συμβολισμό της απελευθέρωσης από το καθεστώς της χούντας, και το δίπολο ελευθερία-χούντα που μπορεί να εκφράζεται σε μια ευρύτερη ερμηνεία. Ο δίδυμος αδερφός της Δήμητρας, ο Μάριος, είναι ένα καλό και έξυπνο παιδί, αλλά βέβαια όπως λέει και η ίδια τι να το κάνουμε να είσαι πρώτος στην αριθμητική, πρέπει να πιάνεις και τα βαθύτερα νοήματα… Η μαμά της Δήμητρας είναι προοδευτική, δυναμική, δεν είναι συναισθηματική αρχικά με τα παιδιά της, τα μεγαλώνει όμως με ηθικές αξίες και αρχές και φροντίζει για την πνευματική τους κατάρτιση· τη δε Δήμητρα της κοκκινίζει και το γραπτό εφιστώντας της την προσοχή ότι στις εκθέσεις δεν γράφουμε όλη την αλήθεια, πράγμα που πυροδοτεί την φαντασία της Δήμητρας να γράψει έκθεση ριζικά διαφορετική από την αλήθεια της ανατρεπτικής πραγματικότητας που βιώνει, δηλαδή βουτηγμένη στο ψέμα. Η ίδια αφουγκράζεται καταστάσεις πριν αποκαλυφθούν, όπως το προξενιό με τον χήρο ή χοίρο όπως της αρέσει να τον λέει, που καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να εκφράζει μια τέτοια σχέση την Τετερία της που της περιέγραφε τον έρωτα σαν μια μελωδία ή το κύμα μιας θάλασσας. Βεβαίως η γραφή συνάδει με την ηλικία της αφηγήτριας καθώς υπάρχουν στοιχεία που διακόπτουν την ροή της αφήγησης, π.χ. όταν μιλάει για τον βηματισμό της Τετερίας μεταπηδάει στις ανησυχίες της για την αγορά παπουτσιών αφού η θεία της έχει εκ γενετής ένα κουτσό πόδι. Ή άλλες φορές με αφοπλιστική παιδική ειλικρίνεια αναρωτιέται τι σημαίνει μοσχοανάθρεψε, αν η γιαγιά της έκανε τα παιδιά μοσχάρια, έτσι απλοποιεί τις έννοιες και τις προσαρμόζει στις δυνατότητες του παιδικού μυαλού της ή όταν δεν καταλαβαίνει τί σημαίνει γόνιμο χωράφι αναφερόμενος ο μπαμπάκης της στη γυναίκα του, αποδίδει ότι φαίνεται δεν το έχει ακούσει για τη γιαγιά της γιατί αυτή έχει να κάνει με τη θάλασσα… Η Δήμητρα είναι στην καρδιά των γεγονότων, το κρυφακούειν ικανοποιεί εν μέρει την περιέργειά της και έχει γίνει εξπέρ σε αυτό, με αποτέλεσμα να μαθαίνει γεγονότα που αφενός δεν είναι για την ηλικία της, αφετέρου δεν τα ξέρουν οι υπόλοιποι στην οικογένεια, όπως το ότι η Τετερία δεν είναι παιδί του παππού της, αλλά του Θεόφιλου, του γιατρού που ζωγραφίζει συνέχεια τη θάλασσα και δεν αποκαλύπτει τα γυναικεία πρόσωπα στους πίνακές του. Η Τετερία λατρεύει τα παιδιά του αδερφού της και ιδιαίτερα την Δήμητρα, κάτι που όταν ακούει, ή πιο εύστοχα κρυφακούει, λέει θα με πάρουν τα ζουμιά. Ο πατέρας της ή μπαμπάκης όπως της αρέσει να τον αποκαλεί, δεν μπορεί να βγει από τον παθητικό του ρόλο και όταν καλείται να φανεί ο αρχηγός της υπόθεσης δεν το κάνει πειστικά και με σταθερότητα, κάτι που δεν αφήνει ασχολίαστο η Δήμητρα. Τελικά ο έρωτας έρχεται και κλέβει την Ελευθερία που φεύγει μαζί του δίνοντας ένα μάθημα σε όλους να μην καταπιέζουν τα συναισθήματά τους, να μην ντρέπονται για το διαφορετικό, να μην νοιάζονται για το τι θα πουν οι άλλοι, αλλά να ζουν με αγάπη, γιατί αυτή μένει και μεταμορφώνει τους πιο υπάκουους σε δυνατούς. Έτσι νοηματοδοτούνται με αυτή την υπέρτατη αξία και φωτίζονται οι ζωές όλων στην οικογένεια σε νέες βάσεις.
Άλλα βιβλία της συγγραφέας είναι το Περπάτα με τον Άγγελό σου, η τριλογία Οι Μεσημβρινοί της ζωής (Στους ήλιους του έρωτα, Στα φεγγάρια της Αλήθειας, Στη Γη της Αγάπης,) εκδόσεις Λιβάνη, αλλά και τα Παλιά Ασήμια, Χίλιες Ζωές απόψε, οι Μαγεμένες. Το μέλι, το θαλασσινό εκδόθηκε το 2008.
Μερικές ενδοκειμενικές αναφορές:
Σελ.36: Δεν άκουσα ποτέ για αυτούς να λένε για χωράφια και τέτοια. Μάλλον επειδή η γιαγιά ήταν από νησί και πιο πολύ με τη θάλασσα είχε να κάνει…
Σελ.36: Δεν άκουσα ποτέ για αυτούς να λένε για χωράφια και τέτοια. Μάλλον επειδή η γιαγιά ήταν από νησί και πιο πολύ με τη θάλασσα είχε να κάνει…
Σελ.79: Πώς είναι δυνατόν μια κοπέλα σαν τη Τετερία να παντρευτεί έναν που ούτε σαν το χελιδόνι ήρθε ούτε σαν το κύμα την πλησίασε ούτε σαν τη μουσική την τύλιξε;
Σελ.82: Για τον Μάριο η μαμά διάλεξε ένα γαλάζιο κοστουμάκι με μπλε γραβάτα. Όταν τον είδα να το φοράει, έβαλα τέτοια γέλια, που νομίζω ότι τον θύμωσα πολύ.
Σελ.96: Αν η Δήμητρα δεν είναι παρανυφάκι μου, δεν πρόκειται να παντρευτώ! Μίλησε δυνατά κι αποφασιστικά η Τετερία, προκαλώντας σε όλους έκπληξη. Ούτε και εγώ να γίνω παράγαμπρος, δήλωσε ο Μάριος ήρεμα. Ε, ρε, ζήτω η Αγία Τριάδα μας! Η επανάσταση είχε αρχίσει.
Σελ.106: Η ζωή είναι πολύ όμορφη Δήμητρα και κάθε μέρα που φεύγει δεν ξαναγυρίζει. Μάθαμε όμως όλοι να τη ζούμε σαν να κάνουμε πρόβα. Δεν μαθαίνουμε τα πράγματα για να τα ζήσουμε την άλλη φορά καλύτερα ή σωστότερα. Σημασία έχει να χαιρόμαστε για αυτά που έχουμε σα να είχαμε τα πάντα. Και αν το πιστεύουμε αυτό, θα μας έρθουν όλα. Και αν δεν μας έρθουν όλα, θα έρθουν τα περισσότερα. Και θα τα χαιρόμαστε…
Σελ.141: Η περιέργειά μου είναι μεγαλύτερη από το αίσθημα δικαιοσύνης.
Σελ.148: Εμείς δεν θέλουμε να μας τρέμουν, πήρε το λόγο η Τετερία μπαίνοντας στο σαλόνι. Είχε καταλάβει ότι αρχίζαμε να ζοριζόμαστε.» Θέλουμε να μας αγαπούν και να μας σέβονται, και νομίζω ότι έτσι κάνουν».
Σελ.480: Τί είναι βρε Δήμητρα; Γιατί πιάνεις με τα μαλλιά σου; Τι συμβαίνει με τα παπούτσια; Γιατί μου δείχνεις τα άδεια συρτάρια; Έλα, ντε! Τί να το κάνω που είσαι πρώτος στην αριθμητική, άμα δεν πιάνεις τα βασικά; Ο Μάριος ξυπνάει για τα καλά και μου δίνει το χθεσινό τετράδιο. Γράφω απελπισμένη: ΕΦΥΓΕ! «Ποια, η Ελευθερία;» Όχι, η Σίσσυ η θλιμμένη πριγκίπισσα που ζούσε σ’ αυτό ακριβώς το δωμάτιο!
ΝΑΙ! ΈΦΥΓΕ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ! «Μήπως τα πήγε για πλύσιμο; Θα τον σκοτώσω… Γράφω απελπισμένη.
Σελ.485: Δεν ήταν κάτι καινούριο, ήταν τόσο φυσικό, όσο και η αναπνοή μας, όσο και η δίψα και η πείνα μας. Το καταλαβαίνεις; Προσπαθώ, Τετερία μου, προσπαθώ. Αν και ειδικά, αυτό με την πείνα με δυσκολεύει λίγο (επειδή η ίδια ήταν λιγόφαγη...)
Σελ.491: Σ’ αγαπώ πολύ, μην το ξεχνάς... Και θα έρθω να σε βρω. Ούτε αυτό να το ξεχάσεις. Θα παρακαλώ τον Θεό να σας έχει όλους καλά. Να διαβάζεις τα μαθήματά σου και να είσαι καλό κορίτσι. Και να θυμάσαι πάντα: Η μάχη είναι η λύση, όχι η φυγή! Σε φιλώ πολύ, πολύ, Ελευθερία.
Σελ.506: «Γεια σου Τετερία», λέω απογοητευμένη. «Γεια σου. Σε περιμένω…» Μένω με τη ζεστασιά της φωνής της στ΄αυτιά μου κι ένα γλυκόπικρο πόνο στην καρδιά. Η Τετερία έφυγε, μ΄άφησε, αλλά από εκεί που είναι μ΄ αγαπάει όπως και πριν, μην πω και παραπάνω… Αυτό το τελευταίο ήταν δικό μου αυθαίρετο συμπέρασμα. Γιατί έτσι ήθελα να είναι!
Σελ.509: Αυτός ξανασκύβει στα παπούτσια του, αλλά τα κορδόνια είναι δεμένα και στη θέση τους. Καημένε μπαμπά, να μην είσαι σαρανταποδαρούσα…
Σελ.522: Και εσύ τι του είπες; Τι είπες σ΄ αυτόν τον Θρασύβουλο που αν ξαναδεί δουλειά από εμάς να μου τρυπήσεις τη μύτη! του όρμηξε η γιαγιά! «Του είπα ότι πρώτα απ΄όλα η Ελευθερία πενθεί και δεν θα φορούσε ποτέ άσπρο φουστάνι! Ατράνταχτο επιχείρημα!»
Σελ.528: Πώς λένε στους μεγάλους τέτοια πράγματα; Χρειάζονται οι λεπτομέρειες ή όχι; Να πω όλη την αλήθεια ή μόνο ό,τι θέλω; Παίρνω θάρρος από τα γαλάζια μάτια του κυρίου γιατρού, που είναι τόσο λυπημένα όσο και οι θάλασσες που ζωγραφίζει.
Σελ.530: «Τον προικοθήρα!» Ενώ ο χήρος που ζητούσε το σπίτι, δεν ήταν προικοθήρας!
«Τον αλήτη!» Μα αφού δεν τον ξέρει!
«Τον μπατίρη!» Αυτό το συμπέρασμα από πού βγαίνει;
«Τον μουζικάντη, τον πανηγυρτζή…!» Α, ρε σοφέ Μάριε, όλα τα ξέρεις!
«Τον διαφθορέα των κοριτσιών!» Αυτό δεν το κατάλαβα.
Σελ.532: Και θα γυρίσει μαζί με τον άντρα της!» «Αλί και τρισαλί! Άκου ο άντρας της Βιολιτζής!, την κατάρα μου!» Αυτή ήταν η γιαγιά σε ρόλο κορυφαίας χορού.
Σελ.535: Εγώ, για να καθυστερήσω και να ακούσω περισσότερα, προφασίζομαι ότι πεινάω. Αυτό το κόλπο πάντα πιάνει!
Σελ.548: «Η ζωή όταν αποφασίζει να μεγαλώσουμε, δεν κοιτάζει την ημερομηνία γέννησης». Και η μαμά ποιήτρια; Οικογενειακό μας είναι;
Σελ.553: Υπερίσχυε η ντροπή από την αγάπη και εκεί έγινε το δεύτερο λάθος. Η αγάπη είναι πάνω απ' όλα και απ΄ όλους πέρα από τη γνώμη του κόσμου, πέρα από τα «πρέπει» και τα «μη».
Σελ.565: Δίνω έναν πήδο από το κριάρι μου και βρίσκομαι μέσα στη φυσαλίδα, που δε σκάει, όπως φοβόμουν. Τώρα είμαστε μέσα στον ίδιο σάκο, μέσα στον ίδιο κόσμο και θα ταξιδέψουμε παντού. Μέσα από εδώ θα προσπαθήσουμε να τον αλλάξουμε. Καλημέρα Κεμάλ. Αυτός ο κόσμος μπορεί ν΄αλλάξει, αν εμείς το θέλουμε πολύ… Φύγαμε!
Το μυθιστόρημα της Μαίρης Κόντζογλου, Το μέλι το θαλασσινό, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Λιβάνη όμως σήμερα θα το βρείτε στις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Περισσότερα από/για τη Μαίρη Κόντζογλου:
Η Μαίρη Κόντζογλου και Οι μαγεμένες
Τα παλιά ασήμια
Η Μαίρη Κόντζογλου και Μια προσευχή για τα παλιά ασήμια
Η Μαίρη Κόντζογλου Πέρα από τα παλιά ασήμια
Η τριλογία των Παλιών ασημιών
Χίλιες ζωές απόψε