H ταινία της εβδομάδας
Summer of 84 (2018)
Directed by François Simard, Anouk Whissell, Yoann-Karl Whissell
To Summer of 84 πέρασε απαρατήρητο και κάτω από τα ραντάρ, δυστυχώς. Μπήκε στον κύκλο των «νοσταλγικών» ταινιών των 80ς coming of age πουλήθηκε ως τέτοιο και τελικά δεν βρήκε το κοινό του να γίνει μεγάλη επιτυχία. Δεν μου κάνει εντύπωση με την τροπή που έχει πάρει η παραφιλολογία και το ξεζούμισμα της 80s και 90s ποπ κουλτούρας που αναπόφευκτα δημιουργεί ερωτήματα για το πώς λειτουργεί σήμερα η βιομηχανία του θεάματος και η ψυχολογία μας ως κοινό στις επιλογές μας.
Η επίκληση στις εμπειρίες εφηβικές και παιδικές έχουν γίνει σημείο αναφοράς σήμερα, μιας γενιάς που δείχνει να δυσκολεύεται να απαλλαχτεί από την αφέλεια και την ανεμελιά της παιδικότητας, αρνείται να δημιουργήσει κάτι καινούριο και αντιμετωπίζει την καινοτομία συντηρητικά. Ταινίες με κόμικ, ριμέικ ταινιών, ξεθάψιμο παλιών «τρας» τραγουδιών χάριν διασκέδασης και απενοχοποιημένου χαβαλέ ακόμα και μόδες που φέρνουν άρωμα άλλης εποχής είναι η αρχή μόνο στο κουβάρι του σημερινού τοπίου της βιομηχανίας της ψυχαγωγίας. Αυτά είναι συμπτώματα μιας γενιάς που καταφέρνει να έχει κρίση μέσης ηλικίας πριν ακόμα φτάσει στα μισά της και «δυναστεύει» νεότερες γενιές που μπορεί να έχουν νοσταλγία για κάτι που δεν έχουν ζήσει.
Δεν είναι κάτι απόλυτα καινούριο σίγουρα, όλοι μας μεγαλώσαμε με τα πρότυπα των μεγαλύτερων, από τις τρυφερές ηλικίες που ο πατέρας μας ή κάποιος μεγαλύτερος φίλος θα μας έδειχνε ποια είναι η σωστή μουσική, η καλή ταινία, το σωστό ντύσιμο…
Η ένταση όμως στο σήμερα αυτού είναι που κάνει τη διαφορά. Θα περίμενε κανείς ότι μέσα από τα μεταμοντέρνα κινήματα, ιδεολογικά αλλά και πρακτικά, λόγω τεχνολογίας και των πρωτοφανών μέσων αυτής, θα είχαμε αποκοπεί από το παρελθόν μας και τις συνήθειές του, αλλά εντέλει βγήκε αντιδραστικότητα. Μένει μόνο να δούμε αν αυτό είναι ένα σύμπτωμα πριν μια μεγάλη αλλαγή ή μια διάθεση, που θα φέρει νέες ζυμώσεις.
Στις όλες αυτές σκέψεις δεν έχει ορισμούς καλού και κακού· είναι μόνο μια γενική παρατήρηση σε μια από τις τάσεις του σήμερα. Σε ένα όμως επίπεδο δημιουργίας και τέχνης μπορούμε να δούμε την αποτύπωση των παραπάνω και αν γίνεται σωστά ή όχι. Και στο Summer of 84 πολλά πράγματα γίνονται σωστά: οι χαρακτήρες του είναι πραγματικοί, είναι μία καλή ανάπλαση εφήβων με τις σεξουαλικές εμμονές τους, την εφηβική ασχήμια τους, την «ατσουμπαλoσύνη» τους, που ακόμα και σε προσεγμένες μεταφορές όπως το Stranger things δεν το αγγίζουν τόσο βαθιά και απλά βλέπουμε μικρά παιδιά όπως θα θέλαμε να είναι και όχι όπως πραγματικά ήταν. Τα παιδιά-ηθοποιοί παίζουν εξαιρετικά τους ρόλους τους, το στόρι είναι «βραδυφλεγές», το ίδιο και η σκηνοθεσία, αν κάπου μπορείς να πεις χωλαίνει είναι στο ρυθμό που είναι αργός και σχεδόν νωχελικά δεν σου δείχνει τις διαθέσεις τις ταινίας μέχρι το τέλος. Το στόρι μέσα από την φαινομενική απλότητα του στην οποία δεν περιλαμβάνει παράλληλα σύμπαντα, εξωγήινους ή παγκόσμια απειλή, φροντίζει να σκιαγραφήσει την δυσκολία στη μετάβαση, στην ενηλικίωση και εντέλει στην βίαιη απώλεια της αθωότητας με ένα τέλος που δεν χαϊδεύει αλλά δείχνει συνοπτικά και χωρίς πολυλογία τις συνέπειες των παραπάνω.
Νοσταλγία στις εφηβικές 80ς παρέες -ναι- η ταινία έχει, αναφορές σε παιχνίδια και 80s συνήθειες έχει, στιλιζάρισμα και ανάπλαση εποχής έχει, αλλά όλα αυτά δεν γίνονται αυτοσκοπός, να κάνουμε μια στείρα ανακύκλωση συναισθημάτων, αλλά είναι τα εργαλεία για να πει ο δημιουργός μια ιστορία που εντέλει ξεχωρίζει από το σορό της παρελθοντολαγνείας, δίνει ανανεωτικά χαρακτηριστικά στη φόρμουλα, άσχετα αν πετυχαίνει ή όχι απόλυτα, άσχετα αν γίνει αρεστή ή όχι.
🎬 🎶
Ο δίσκος της εβδομάδας
Artist: Witchcraft
LP: Alchemist (2007)
Και ο δίσκος της βδομάδας κινείται στο προβληματισμό της ταινίας που αναλύσαμε παραπάνω. Η μουσική κάνει και αυτή τους κύκλους της στον ήχο· νοσταλγοί των 70s, νοσταλγοί των 80s πάντα ξεπετιόντουσαν και δημιουργούσαν ρεύματα, κάποιοι πετυχημένα κάποιοι αποτυχημένα, εκμεταλλευόμενοι τη σημειολογία και τους τρόπους του παρελθόντος. Στα συγκροτήματα ανοίγονται δρόμοι μπροστά τους, για παράδειγμα μπορούν απλά να πιθηκίζουν και να εκμεταλλευτούν πρόσκαιρα τη γενική αυτή τάση που μπορεί να σε φτάσει μέχρι ένα σημείο μουσικά και να τους ξεχάσουν όλοι όταν τα λεφτά από το εμπορικό προμοτάρισμα σταματήσουν (όπως π.χ. οι Wolfmother), μπορούν όμως να είναι ειλικρινείς σε αυτό που τους αρέσει να φτιάχνουν και σε πείσμα των καιρών, αν ακόμα αλλάξουν όλα, να συνεχίσουν να παίζουν όπως νιώθουν, είτε είναι κάτι μοντέρνο είτε όχι, απευθυνόμενοι σε ένα κοινό άλλοτε περιορισμένο άλλοτε όχι.
Στην αδιαφορία για τη πραγματικότητα στη μουσική βιομηχανία εντάσσεται ο εγκέφαλος των Witchcraft, Magus Pelander. Πολύ πριν την μοδάτη αναγέννηση του 70s ήχου οι Witchcraft δημιουργούσαν, έπαιζαν με όλους τους 70ς όρους, αλλά παρόλα αυτά δεν υπάρχει καμία ευθεία αναφορά· δεν θα ακούσεις Zeppelin καρικατουρίστικες μούτες όπως στους (Greta Van fleet) παρά μόνο ένα χοροχρονικό παράδοξο που ενώ ζει και αναπνέει 60s-70s είναι αυτόφωτο, με προσωπικότητα και χαρακτήρα που δεν μπορείς να μπερδέψεις με κάτι άλλο.
Έχουν περάσει 12 χρόνια από τη δημιουργία του αλλά ακόμα κάθε ακρόαση του είναι μια νέα εμπειρία. Από το καλαίσθητο εξώφυλλο, τους μυσταγωγικούς και σκοτεινούς στίχους, τη μεστή και «ζεστή» παραγωγή, τα riffs που έχουν εξέλιξη και απλώνονται όποτε πρέπει αλλά δεν πλατειάζουν και δεν φλυαρούν, αισθαντικά και συνάμα σκοτεινά, όλα καθρέφτισμα της περίεργης προσωπικότητας του Pelander, ένα καλωσόρισμα στον κόσμο του και στην μη συμβατική ιδιοφυΐα του.