Η δικιά μου αγάπη λέγεται Πόλυ. Η μελαχρινή νοσοκόμα με τη ροζ στολή και τα μπλε μάτια.
Με κοιτάζει με την εμπιστοσύνη και την αγάπη μικρού παιδιού. Το λατρεύω αυτό το βλέμμα, μου έχει λείψει όσο τίποτα.
«Εσύ είσαι ο σκαντζόχοιρος; Πάντα είχες αχτένιστα μαλλιά;»
Αλλά σήμερα ο κυρ-Ηλίας δεν θα ανοίξει κουβέντα μαζί του για κανένα ιατρικό θέμα, πάω στοίχημα.
Παρατώ τα πλαστικά μπουκάλια μέσα στη γούρνα του νεροχύτη από μωσαϊκό και γυρίζω στη θέση μου, στο σκαμνί μπροστά από τη φωτιά.
Έχει αποδειχθεί στην πράξη πως η ελευθερία απαιτεί τόλμη. Να είσαι άφοβος σημαίνει να είσαι τρελός!
Περπατώ σαν ο βασιλιάς της αταξίας και του χάους –αυτός ο τίτλος ταιριάζει στη μεγαλειότητά μου και δεν σκοπεύω να τον απεκδυθώ!– πλάθοντας εικόνες με τον γυρολόγο στους δρόμους του Λονδίνου και γελώ δυνατά, χωρίς προφυλάξεις.
Ονειρεύομαι ένα μεγάλο καρπούζι. Να το τρώω και να λερώνομαι.
Ο Παύλος με βαρέθηκε. Ρίχνει το βλέμμα του στο τραπέζι με το καρό πλαστικό τραπεζομάντιλο.
Κάθομαι πάνω στο χώμα και απολαμβάνω τον παράδεισό μου, με τα μάτια ανοιχτά. Στην πόλη, όταν ήθελα να απολαύσω κάτι, έκλεινα τα μάτια μου.
Θα τρέχω τις Τούλες σε γιατρούς, σε θέατρα, σε εκδρομές, σε νεκροταφεία... ΦΥΓΕ ΝΑ ΣΩΘΕΙΣ, ΘΩΜΑ. ΤΩΡΑ!
Καλοκαίρι πια, Αύγουστος. Νύχτα μυρωδάτη κι ένας αέρας που γεμίζει τα πνευμόνια σου με ό,τι νομίζουμε ότι περιγράφει αποκλειστικά το ελληνικό καλοκαίρι.[1]
Το μυθιστόρημα της Ελένης Μπεντίλλα, Κρασί με βότανα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανίδα.
Περισσότερα από/για την Ελένη Μπεντίλλα:
[1] Η Ελένη Μπεντίλλα συμπληρώνει την ακροστιχίδα του τίτλου του βιβλίου της. Η ακροστιχίδα είναι ένα παλαιό ποιητικό παιχνίδι στο οποίο τα αρχικά γράμματα των στίχων αν διαβαστούν από πάνω προς τα κάτω δίνουν μια λέξη ή φράση. Στην δική μου εκδοχή τα αρχικά γράμματα δίνουν τον τίτλο του έργου εκείνου που γράφει το παζλ και, εφόσον είναι ελεύθερος να συμπληρώσει τα αρχιγράμματα με όποιον τρόπο θέλει (μονολεκτικά, ποιητικά, περιγραφικά, κ.ο.κ. ακόμα και μονοσύλλαβα) ονόμασα την στήλη Ακρότιτλο. Περισσότερα σαν κι αυτό εδώ.