Ο Μπύχνερ εμπνεύστηκε από μια αληθινή ιστορία εκείνης της εποχής: τον Ιούνιο του 1821 ένας στρατιώτης που λεγόταν Γιόχαν Κρίστιαν Βόυτσεκ σκότωσε την ερωμένη του από ζήλια.
Καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε στην Λειψία. Έτσι και στο θεατρικό έργο, ο στρατιώτης Βόυτσεκ είναι ένας συνηθισμένος, απλός στρατιώτης, που εκτελεί σε καθημερινή βάση τα καθήκοντά του: ξυρίζει τον λοχαγό του, συζητά με τον συνάδελφό του Αντρές, βοηθάει τον γιατρό στα πειράματά του... Γενικά είναι ένας άνθρωπος που ανήκει σε χαμηλή κοινωνική τάξη και ακολουθεί πάντα εντολές, είναι πιστός, πειθήνιος, υποτακτικός σε όλους και σε όλα. Έχει δεχτεί την θέση του αγόγγυστα. Δεν είναι επαναστάτης, δεν είναι πρωτοπόρος πουθενά.
Κάποια στιγμή μαθαίνει ότι η όμορφη γυναίκα του, Μαρία, τον απατά με τον Αρχιτυμπανιστή του στρατού. Ο Αρχιτυμπανιστής μάλιστα είναι αρκετά προσβλητικός απέναντί του. Αγοράζει ένα μαχαίρι και την σφάζει. Μετανιωμένος και ανήμπορος να δεχτεί την ίδια του την πράξη τριγυρίζει χαμένος.
Κάποια στιγμή μαθαίνει ότι η όμορφη γυναίκα του, Μαρία, τον απατά με τον Αρχιτυμπανιστή του στρατού. Ο Αρχιτυμπανιστής μάλιστα είναι αρκετά προσβλητικός απέναντί του. Αγοράζει ένα μαχαίρι και την σφάζει. Μετανιωμένος και ανήμπορος να δεχτεί την ίδια του την πράξη τριγυρίζει χαμένος.
Ο Βόυτσεκ είναι τόσο παραδομένος στην κοινωνική του τάξη, τόσο καταπιεσμένος από τον λοχαγό του, τον γιατρό (που στέκεται ανώτερα ταξικά και ως αξίωμα είναι πιο σοφός), από τους άξεστους φαντάρους, από την ηθική νόρμα της εποχής του και του τόπου του, που πλέον δεν πιστεύει σε τίποτα, ακολουθεί τυφλά εντολές. Όταν λοιπόν μαθαίνει την απιστία της γυναίκας του, πέφτει μέσα του και το τελευταίο του οχυρό. Το μυαλό του θολώνει και οδηγείται στο έγκλημα.
Όπως αναφέραμε και πιο πριν, το έργο έχει τριάντα σύντομες σκηνές-σκετσάκια, στα περισσότερα των οποίων βλέπουμε τον πρωταγωνιστή με τα πρόσωπα της κοινωνίας που τον περιβάλλουν, η υπόθεση χτίζεται κλιμακωτά σιγά σιγά και καταλήγει στο αναμενόμενο τέλος. Αυτή η αίσθηση του αναπόφευκτου κακού είναι διάχυτη από την αρχή του δράματος· αυτό άλλωστε είναι που μετατρέπει τη υπόθεση σε τραγωδία.
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου στέκεται πολύ σε αυτήν την τραγική πραγματικότητα του ήρωα και επιλέγει να τον ντύσει και να τον μεταχειριστεί ως κλόουν. Ο Βόυτσεκ σε αυτήν την παράσταση φοράει ρούχα γελωτοποιού, το μόνο που του λείπει είναι τα σύρματα που κρατάνε την μαριονέτα αφού άγεται και φέρεται σύμφωνα με τις επιθυμίες του ρόλου που του έχει δώσει η κοινωνία. Όλοι οι ηθοποιοί είναι υπερβολικά μακιγιαρισμένοι, το μέικ απ είναι τόσο έντονο δε που δεν φαίνονται πλέον τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους, σε μια προσπάθεια να μοιάζουν όλοι με χαρακτήρες μιας τραγικής κωμωδίας, όπως άλλωστε είναι η ίδια η ζωή μας.
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου μας κλείνει το μάτι και μας θυμίζει την ματαιότητα της ύπαρξής μας. Διαλέγει μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση από αυτήν που είχε επιλέξει ο πατέρας της πριν σχεδόν τριάντα χρόνια. Είχα δει τον Βόυτσεκ του Σπύρου Ευαγγελάτου με πρωταγωνιστή τον υπέροχο Γιάννη Φέρτη, και με σιγουριά λέω ότι είναι σαν να βλέπεις δυο διαφορετικά έργα. Και το λέω προς τιμήν της Κατερίνας Ευαγγελάτου που δεν ακολούθησε την πεπατημένη. Από την άλλη, θα συμβούλευα κάποιον θεατή που δεν γνωρίζει το κλασικό έργο να προτιμήσει ως πρώτη επαφή μαζί του μια πιο κλασική προσέγγιση. Το ίδιο το έργο δεν είναι ακριβώς συμβατικό και όλες αυτές οι μικρές σκηνές που κόβουν σε ασύνδετα κομμάτια την πλοκή δεν βοηθάνε στην κατανόηση της υπόθεσης. Για ανυποψίαστους θεατές θα συνιστούσα επίσης την παρακολούθηση της κλασικής ταινίας με τον Κλάους Κίνσκι πριν την επίσκεψή τους στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουν να ευχαριστηθούν πολύ περισσότερο το εγχείρημα της Κατερίνας Ευαγγελάτου, την οποία θαυμάζω ιδιαίτερα για την δημιουργική της κινηματογραφική και ρηξικέλευθη ματιά.
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου μας κλείνει το μάτι και μας θυμίζει την ματαιότητα της ύπαρξής μας. Διαλέγει μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση από αυτήν που είχε επιλέξει ο πατέρας της πριν σχεδόν τριάντα χρόνια. Είχα δει τον Βόυτσεκ του Σπύρου Ευαγγελάτου με πρωταγωνιστή τον υπέροχο Γιάννη Φέρτη, και με σιγουριά λέω ότι είναι σαν να βλέπεις δυο διαφορετικά έργα. Και το λέω προς τιμήν της Κατερίνας Ευαγγελάτου που δεν ακολούθησε την πεπατημένη. Από την άλλη, θα συμβούλευα κάποιον θεατή που δεν γνωρίζει το κλασικό έργο να προτιμήσει ως πρώτη επαφή μαζί του μια πιο κλασική προσέγγιση. Το ίδιο το έργο δεν είναι ακριβώς συμβατικό και όλες αυτές οι μικρές σκηνές που κόβουν σε ασύνδετα κομμάτια την πλοκή δεν βοηθάνε στην κατανόηση της υπόθεσης. Για ανυποψίαστους θεατές θα συνιστούσα επίσης την παρακολούθηση της κλασικής ταινίας με τον Κλάους Κίνσκι πριν την επίσκεψή τους στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουν να ευχαριστηθούν πολύ περισσότερο το εγχείρημα της Κατερίνας Ευαγγελάτου, την οποία θαυμάζω ιδιαίτερα για την δημιουργική της κινηματογραφική και ρηξικέλευθη ματιά.
Ο Γιώργος Γάλλος ως Βόυτσεκ είναι συγκλονιστικός, κινείται όντως ως μαριονέτα, ως ένα κουρδιστό παιχνίδι, ανήμπορος να ελέγξει τη ζωή του παρασύρεται στην οδυνηρή κατάληξη. Ο Χάρης Χαραλάμπους ως λοχαγός μας παρουσιάζει μια καρικατούρα της εξουσίας είτε αυτή αντιπροσωπεύει τον στρατό είτε την πολιτεία. Θαύμασα τα ακροβατικά της Έλενας Μαυρίδου ως Μαρίας, δεν γνωρίζω αν έχει κάνει σπουδές χορού ή κίνησης, αλλά η ηθοποιός στέκεται στην κυριολεξία επί αρκετή ώρα πάνω σε δυο κάθετες μεταλλικές μπάρες ερμηνεύοντας τον ρόλο της. Ο Σωτήρης Τσακομίδης καταφέρνει να μας δώσει έναν γελοίο γιατρό με κοντά παντελόνια και υστερικές εξάρσεις, διακωμωδώντας όλα τα επαγγέλματα της υψηλής κοινωνίας, ανατρέποντας όλα τα κατεστημένα. Ο Λευτέρης Πολυχρόνης γίνεται ένας πολύ ωμός εραστής, ένας αναιδής σύντροφος στον ρόλο του αρχιτυμπανιστή. Ο Γιώργος Ζυγούρης είναι ο φίλος του Βόυτσεκ, ο στρατιώτης Αντρές, ένας ήρεμος και μηδαμινός τύπος, ένας δεύτερος Βόυτσεκ.
Η μετάφραση είναι του αείμνηστου Σπύρου Ευαγγελάτου και οι χορογραφίες της Πατρίσια Απέργη. Ιδιαίτερα προσεγμένα τα χορογραφικά κομμάτια του πλήθους, σε κάθε σκηνή που απαιτούσε την συνδρομή πολλών ατόμων, η χορογραφία ήταν εξαιρετική. Τα σκηνικά της Εύας Μανιδάκη ήταν μινιμαλιστικά· δεν είμαι γενικά υπέρ των μινιμαλιστικών σκηνικών αλλά στην συγκεκριμένη παράσταση είχαν νόημα και λειτουργικότητα. Μέτρια τα κουστούμια της Βασιλικής Σύρμα, δεν με ενθουσίασαν και διέκρινα και μια επανάληψη στην στολή του γελωτοποιού.
Συντελεστές:
Μετάφραση: Σπύρος Α. Ευαγγελάτος
Δραματουργία-Σκηνοθεσία: Κατερίνα Ευαγγελάτου
Κίνηση-Χορογραφία: Πατρίσια Απέργη
Σκηνικό: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Μουσική Σύνθεση: Γιώργος Πούλιος
Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ
Δραματολογική έρευνα: Έρι Κύργια
Φωτογραφίες: Μιχάλης Κλουκίνας
Κατασκευή σκηνικού: Γιάννης Νίτσος
Βοηθός σκηνοθέτη: Αθηνά Σακαλή
Βοηθός χορογράφου: Εμμανουέλα Σακελλάρη
Βοηθός σκηνογράφου: ΦιλάνθηΜπουγάτσου
Βοηθός Παραγωγής: Πάνος Σβολάκης
Διεύθυνση Παραγωγής: Όλγα Μαυροειδή
Ερμηνεύουν:
Γιώργος Γάλλος-ΒΟΫΤΣΕΚ
Έλενα Μαυρίδου-ΜΑΡΙΑ
Σωτήρης Τσακομίδης-ΓΙΑΤΡΟΣ
Χάρης Χαραλάμπους-ΛΟΧΑΓΟΣ
Λευτέρης Πολυχρόνης-ΑΡΧΙΤΥΜΠΑΝΙΣΤΗΣ
Γιώργος Ζυγούρης-ΑΝΤΡΕΣ
Μιχάλης Μιχαλακίδης-ΤΕΛΑΛΗΣ,ΕΡΓΑΤΗΣ,ΕΒΡΑΙΟΣ
Στέλιος Θεοδώρου-Γκλίναβος-ΤΡΕΛΟΣ ΚΑΡΛ,ΘΕΑΤΡΙΝΟΣ
Μάνος Πετράκης-ΘΕΑΤΡΙΝΟΣ,ΕΡΓΑΤΗΣ,ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ
Αγγελική Αναργύρου-ΜΑΡΓΚΡΕΤ,ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΛΟΓΟ
και τα παιδιά: Ιάκωβος Δουλφής, Τζώρτζης Καθρέπτης, Αλέξανδρος Καραμούζης, Νίκος Μικελάκης, Πάμπλο Σότο
Στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, Ηρώων Πολυτεχνίου 32, Πειραιάς, 2104143310, ως 21 Απριλίου 2019