Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Το ωτοστόπ του τρόμου


ΗΜαίρυ ταξιδεύει με το αυτοκίνητό της.
Τα παράτησε όλα πίσω και τώρα κοιτά το δρόμο να ξετυλίγεται μπροστά της.
Άφησε τα προβλήματα και τις σκοτούρες πίσω της σαν μαύρα σύννεφα που περίμεναν να ρίξουν την όξινη βροχή τους πάνω της.
Τώρα ήταν μια υπέροχη, ηλιόλουστη μέρα, με γεμάτο ντεπόζιτο θα πήγαινε μέχρι να τελειώσει και η τελευταία σταγόνα βενζίνης.
Στο τέρμα του κόσμου.
Χαμογελούσε και τίποτα δε θα την έκανε να σταματήσει εκτός από αυτό που είδε.

Ένας νεαρός, στεκόταν στην άκρη του δρόμου και της έκανε νόημα με το χέρι του για ωτοστόπ.
Αυτή τον προσπέρασε μερικά μέτρα και μετά σταμάτησε.
Πάτησε την κόρνα σαν να του έλεγε έλα.
Τον παρατηρούσε από τον καθρέφτη και δε της φάνηκε κακός, ένας άντρας στην ηλικία των 35 περίπου ντυμένος με ένα τζιν και ένα δερμάτινο ροκ τζάκετ.
Σχεδόν σαν ροκ σταρ, σκέφτηκε και του άνοιξε την πόρτα του αμαξιού της.

Πού πας;
Αυτό είναι μεγάλη ερώτηση, όσο πιο μακρυά μπορείς.
Εκεί πηγαίνω κι εγώ, μπες μέσα.
Πάμε λοιπόν.
Πάτησε το γκάζι και το αμάξι έκανε μια κίνηση προς τα μπρος μουγκρίζοντας λίγο, σα παράπονο, αλλά συνέχισε στον ατελείωτο δρόμο την κίνησή του.

Πώς και βρέθηκες εδώ στην ερημιά, χωρίς μεταφορικό μέσο;
Το αμάξι μου χάλασε λίγο πιο κάτω στον παράδρομο της κεντρικής λεωφόρου και αναγκάστηκα να το παρατήσω, ελπίζω να βρω βοήθεια παρακάτω σε κάποιο συνεργείο.
Ναι το ελπίζω κι εγώ, του απάντησε η Μαίρυ και τον κοίταζε κλεφτά.
Ήταν όμορφος με ξανθά μαλλιά και στυλάκι ροκά, λίγο ατίθασο στυλ. Το ένστικτό της της έλεγε ότι ήταν καλό παιδί.

Λοιπόν, πού θα ήθελες να σε αφήσω;
Όπου βρούμε κάποιο συνεργείο σε κάποια πόλη, οτιδήποτε θα ήταν καλό.

Λίγη αμηχανία υπήρξε στην ατμόσφαιρα καθώς οι διάλογοι ήταν απλά τυπικοί.
Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν για ένα μικρό κλάσμα δευτερολέπτου, κάτι που φανέρωνε και από τους δυο μια αμοιβαία αίσθηση, στην αρχή ανιχνευτικά και μετά μια ντροπαλή κίνηση του κεφαλιού σαν άρνηση μη θέλοντας να παραδεχτούν το πραγματικό συναίσθημα που ξαφνικά φανερώθηκε.
Η Μαίρυ άφησε ένα γελάκι να της ξεφύγει και αμήχανα κοίταξε τον καθρέφτη διορθώνοντας τα χείλη της από το αν είχε φύγει το κραγιόν της.
Ο νεαρός έκανε και αυτός μια παρόμοια κίνηση φτιάχνοντας τη φράντζα από το μαλλί του κοιτώντας έξω από το παράθυρο του.
Η επόμενη στιγμή φάνηκε ατελείωτη καθώς και οι δυο τους δε μιλάγανε· όταν βρήκαν το θάρρος να μιλήσουν τότε το έκαναν και οι δυο μαζί, σκεπάζοντας ο ένας τον άλλο στην ομιλία.
Κοιτάξανε ο ένας τον άλλο συνειδητοποιώντας τη χαζομάρα και σκάσανε στα γέλια.
Μετά πάλι αποτράβηξαν το βλέμμα τους σα μικρά παιδιά.

Λοιπόν δε μου είπες το όνομά σου, εγώ είμαι η Μαίρυ.
Εμένα με λένε Τζόν.

Πάλι αμηχανία που μοιάζει με αιωνιότητα.
Ένοιωθαν και οι δυο το ίδιο, σαν να ήξεραν ο ένας τον άλλο πάρα πολλά χρόνια.
Και αυτή η αίσθηση έσπαγε τη μονοτονία της Μαίρυς που τα άφηνε όλα πίσω στο δρόμο που χανόταν.

Ο νεαρός είχε ένα σακίδιο ανάμεσα στα πόδια του και η Μάιρυ του είπε να το αφήσει στο πίσω κάθισμα.
Έτσι και έκανε.
Γύρισε το άφησε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και την ακούμπησε για λίγο στον ώμο.
Αν και κρύο το άγγιγμά του, η Μάιρυ ένοιωσε μια μικρή ρίγη να διαπερνά το σώμα της και έκανε προσπάθεια να μη ρίξει το αμάξι έξω από τον δρόμο.

Σε ευχαριστώ που με πήρες, δε ξέρω τι θα έκανα χωρίς τη βοήθειά σου, μπορεί και να πέθαινα εδώ έξω στην ερημιά.
Κάποιος θα βρισκόταν να σε πάρει Τζόν, τόσα αμάξια περνάνε.
Εσύ όμως πέρασες, κανείς άλλος δε σταμάτησε.
Τι αμάξι έχεις και σε άφησε,  καμιά παλιαντζούρα;
Έχω ένα παλιό αλλά καλοδιατηρημένο, μια chevrolet του 1956, σκέτη ομορφιά. Αλλά δυστυχώς με άφησε στη μέση του πουθενά Μαίρυ.

Υπήρχε μια απογοήτευση στα λόγια του καθώς μίλαγε για το αμάξι λες και ήταν ερωμένη του, κάτι που συχνά οι άντρες το έκαναν.

Μην ανησυχείς Τζόν θα πας το αμάξι σου στο συνεργείο και θα το πάρεις πίσω διορθωμένο, μην ανησυχείς στην εποχή μας όλα φτιάχνονται.
Σε ευχαριστώ Μαίρυ αλλά νομίζω ότι με έχει ανησυχήσει λίγο παραπάνω το θέμα, νομίζω ότι δεν έχω χρόνο.
Να τα βλέπεις θετικά τα πράγματα, να τώρα έτυχε να σε βρω εδώ στην ερημιά και να σε πάω κατευθείαν σε ένα συνεργείο.
Δεν έχεις άδικο Μαίρυ, μάλλον το παρατραβάω κι εγώ και αγχώνομαι λίγο παραπάνω.
Λοιπόν θα μου πεις με τι ασχολείσαι;
Είμαι τραγουδιστής σε ένα ροκ συγκρότημα και μόλις έβγαλα τον πρώτο μου δίσκο.
Α, θα ήθελα πολύ να τον ακούσω Τζόν, άλλωστε μου αρέσει η ροκ μουσική.
Άνοιξε το ράδιο, μπορεί να το ακούσουμε, βάλε τον 96.2.

Εκείνη τη στιγμή έπαιζε ένα κομμάτι από το ράδιο και η φωνή του έμοιαζε πολύ με του ταξιδιώτη που είχε πάρει η Μαίρυ ωτοστόπ. Η φωνή του ήταν πολύ όμορφη και την γοήτευε ακόμα περισσότερο πλαισιωμένη από τη μουσική επένδυση.
Το τραγούδι μίλαγε για τον τύπο που γνώρισε μια κοπέλα και πήγανε μια βόλτα μαζί και ερωτεύτηκαν για πάντα, όμως ο νεαρός στο τέλος έφυγε μακρυά και δε ξαναγύρισε.
Εκείνη τη στιγμή το αμάξι πέταγε στο δρόμο με τη μουσική ενός ροκ συγκροτήματος να μιλά για ένα όνειρο καθώς ο απογευματινός ήλιος έπεφτε στο βάθος του δρόμου, μαζεύοντας μοβ αποχρώσεις από τον καμβά των συννέφων και του ουρανού.

Ωραίο κομμάτι, πολύ νοσταλγικό, εσύ είσαι στα αλήθεια;
Ναι Μαίρυ, εγώ είμαι και το κομμάτι ονομάζεται «Το όνειρο της».

Τότε ήταν που κοίταξαν ο ένας τον άλλο σα να ταξίδευαν σταματημένοι στο χρόνο.
Σαν το αμάξι να υπάκουσε στο χρόνο και σταμάτησε ξαφνικά.
Το κοντέρ του έγραφε τα 80 χιλιόμετρα αλλά παρέμενε σταματημένο· όλα γύρω να μοιάζουν χωρίς κίνηση.
Μέσα από το βλέμμα τους ταξίδευαν ο ένας στον κόσμο του άλλου και αυτό που έβλεπαν ήταν κοινό.
Φιλιόντουσαν και έκαναν έρωτα με απόλυτο πάθος. Λες και ήξεραν ο ένας τον άλλο χρόνια, τα σώματά τους ακουμπούσαν και άγγιζαν το ένα το άλλο χωρίς φόβο.
Δεν υπήρχε η ροή του χρόνου.
Εκείνου του παράδοξου που δημιουργήθηκε εγκλωβισμένου μέσα στην αιώνια ματιά τους.
Ο χρόνος αιώνια στάσιμος.

Όταν τελείωσε το τραγούδι ο χρόνος πήρε τη φυσική ροή του και το αμάξι φάνηκε να ξανακυλά στο οδόστρωμα.
Η Μαίρυ ένοιωθε τα χαλίκια να χτυπάνε το κάτω μέρος του αμαξιού και γύρισε να μιλήσει στον επιβάτη δίπλα της.
Όμως ο Τζόν δεν ήταν εκεί.
Σταμάτησε απότομα το αυτοκίνητο τρομαγμένη και το έψαξε μη μπορώντας να πιστέψει ότι ο τύπος που είχε πάρει ωτοστόπ, είχε εξαφανιστεί.
Θυμήθηκε ότι είχε πετάξει στο πίσω κάθισμα ένα σάκο και γύρισε να δει αν υπήρχε.
Πράγματι ο σάκος ήταν εκεί.
Τον πήρε μπροστά της και έψαξε μέσα.
Βρήκε ένα δίσκο με εξώφυλλο τη φωτογραφία του Τζόν και με τίτλο «Το όνειρο της».

«Μα πώς είναι δυνατόν;» αναρωτήθηκε, και γύρισε το αμάξι ανάποδα στο δρόμο προς τα πίσω από εκεί που είχε αρχικά ξεκινήσει.
Η μέρα είχε φύγει πια και είχε δώσει τη θέση της στη νύχτα με τους προβολείς να ακολουθούν τα αραιά φώτα από τις κολόνες που όριζαν τη χαμένη λεωφόρο.

Μετά από αρκετή ώρα οδήγησης σταμάτησε έξω από το σπίτι της και μπήκε μέσα φουριόζα. Έκλεισε την πόρτα του σπιτιού με δύναμη, άναψε τα φώτα και άνοιξε τον ενισχυτή και το πικάπ.
Έβγαλε από το σάκο το δίσκο και τον έβαλε να παίξει.
Ο δίσκος έπαιξε μερικά δευτερόλεπτα κενά που της φάνηκαν αιώνια περιμένοντας να δει αν πραγματικά ήταν η φωνή του Τζόν και μήπως βρει κάποια δικαιολογία για την εξαφάνισή του.
Το πρόσωπό της ήταν άσπρο σαν πανί όταν άκουσε εκείνη τη φράση.

Στην αρχή του δίσκου ο Τζόν μίλαγε και έλεγε εκείνη τη φράση που θα την ακούει για πάντα μέσα στο μυαλό της.
Το τραγούδι ονομάζεται το «Το Όνειρο της Μαίρυς» και μετά έλεγε, «αυτό είναι για σένα, ευχαριστώ για το ωτοστόπ»…
Έπειτα έπαιξε το τραγούδι εκείνο που είχε ακούσει από το ράδιο και είχε μείνει άναυδη γιατί ήταν σίγουρη ότι είχε δει ένα φάντασμα.

Δε μπορεί, πρέπει να με κορόιδεψε και κάπως να έφυγε από το αμάξι. Αλλά και πάλι, πού πήγε;
Δε μπορούσε να πάει πουθενά στην ερημιά και άλλωστε θα ήταν τρελό κάτι τέτοιο καθώς εκεί έξω είναι επικίνδυνα και εχθρικά αφού το σημείο εκείνο που εξαφανίστηκε απέχει πολύ μακρυά από την πόλη και δεν μπορεί να επιβιώσει κάποιος χωρίς προμήθειες.

Το μυαλό της Μαίρυς πήγε να τρελαθεί. Τον είχε δει, τον θυμόταν και του είχε μιλήσει και ήταν απόλυτα σίγουρη για αυτό.
Άλλωστε κρατούσε το σάκο με το δίσκο του στα χέρια της.

Βγήκε πάλι έξω και μπήκε στο αυτοκίνητό της. Ήταν αποφασισμένη να ταξιδέψει πάλι στο σημείο που τον βρήκε.
Δε τη φόβιζε μέσα στο σκοτάδι να πάει να ψάξει στην ερημιά.
Κάτι μέσα της, της έλεγε να μην κάνει πίσω.
Ο δρόμος του γυρισμού φαινόταν ατελείωτος καθώς πήγαινε ξανά στο πουθενά. Μέσα από το μαύρο σκοτάδι το αμάξι της με τους προβολείς φώτιζε το οδόστρωμα και τα αραιά φώτα του δρόμου, έριχναν το φως τους στη μοναχική λεωφόρο.
Σκεφτόταν τα προβλήματά της και ότι αυτά μπορεί να την είχαν επηρεάσει σε σημείο που να έβλεπε και να μίλαγε με ανύπαρκτους άντρες που έκαναν ωτοστόπ…

Είμαι ρεαλίστρια είπε και θα βρω τη λύση, που θα πάει, πάντα τη βρίσκω.
Πήγε στο σημείο όπου βρήκε τον περίεργο ταξιδιώτη και σταμάτησε το αμάξι με τους προβολείς αναμμένους.
Περίμενε να δει κάποιο σημείο από τον τύπο, να πετάγεται ξαφνικά πίσω από τους θάμνους και να λέει «Τσα... σου έκανα πλάκα».
Αλλά τίποτα από αυτά δεν έγινε. Το μόνο που άκουγε ήταν η ησυχία του τόπου της εξοχής.
Το ένστικτό της μίλαγε μέσα της και σκέφτηκε ότι δε μπορεί κάπου θα υπήρχε λογική εξήγηση για όλο αυτό και αμέσως βγήκε έξω από το αυτοκίνητο.

Σκέφτηκε τους θάμνους και της φάνηκε λογικό να ψάξει λίγο.
Στο ντουλαπάκι είχε ένα φακό που λειτουργούσε ακόμα. Τον πήρε και βγήκε να ψάξει.
Πήγε από την αντίθετη μεριά του δρόμου και έψαξε κατά μήκος για κάποιο σημάδι.
Σκεφτόταν τι πραγματικά έγινε και πώς βρέθηκε ο τύπος εδώ κάτω στην ερημιά.
Κάπου θυμήθηκε να της λέει για ένα αμάξι, ότι τον είχε αφήσει;

Λίγο παρακάτω στο δρόμο είδε ίχνη από λάστιχα αυτοκινήτου τα οποία προχωρούσαν εκτός οδοστρώματος.
Τα ακολούθησε και συνειδητοποίησε ότι κάτι μεγάλο είχε πάει προς τα χωράφια εκτός δρόμου παραμερίζοντας τους θάμνους και αφήνοντας ένα μεγάλο κενό ανάμεσα.
Ήταν φανερό ότι κάποιο αμάξι είχε περάσει από εκεί.
Θα πήγαινε να μάθει.
Όσο κατέβαινε στο σκοτεινό χωράφι δίπλα από το δρόμο και έψαχνε το αυτοκίνητό τόσο χανόταν μακρυά από το δικό της κόσμο όπως και οι προβολείς που έμεναν άσκοπα να φωτίζουν μια χαμένη λεωφόρο σαν μάτια που μάταια ψάχνουν στο σκοτάδι.
Λίγο παρακάτω ο φακός χτύπησε σε κάτι που γυάλισε και η Μάιρυ αντίκρυσε ένα αμάξι στο σκοτάδι.
Ήταν το μισό στραπατσαρισμένο και παρατημένο από πολύ καιρό.
Σχεδόν δε φαινόταν το χρώμα του από τη σκουριά που το κατέτρωγε.
Πήγε πιο κοντά, από τη μεριά του οδηγού και κοίταξε μέσα σαν κάποιος που έψαχνε θησαυρό και μόλις τον ανακάλυψε.
Στη θέση του οδηγού υπήρχε ένας σκελετός με ένα τζίν και ένα ροκ στυλ μπουφάν.
Δίπλα του ένας σάκος παρατημένος.
Αποτραβήχτηκε καθώς το θέαμα την τρόμαξε. Φόραγε τα ίδια ρούχα με τον ταξιδιώτη.
Αυτό όμως που την έκανε να φοβηθεί πιο πολύ δεν ήταν ο σκελετός στο σκοτάδι αλλά η ομοιότητα με τον τύπο που είχε πριν λίγες ώρες πάρει με το αυτοκίνητο της.
Ξανάβαλε το κεφάλι της μέσα στο αυτοκίνητο να κοιτάξει καλύτερα και τράβηξε το σάκο που είχε παρατηρήσει νωρίτερα.
Η αίσθηση αυτή τη φορά ήταν η ίδια με το σάκο καθώς είχε ένα δίσκο μέσα μόνο.
Τον φώτισε με τρεμάμενο χέρι καθώς ήταν σαν να το χε ξαναζήσει αυτό.
Έβγαλε το δίσκο από το σάκο και στο εξώφυλλο αντίκρυσε τον εαυτό της να ποζάρει με ρόκ μπουφάν και ένα τίτλο να φιγουράρει μαζί με ένα υπότιτλο. «Μέγα χίτ της χρονιάς».
Ο τίτλος έγραφε «Το όνειρο του Τζόν».

Εκείνη τη στιγμή το μυαλό της έλεγε να τα παρατήσει όλα και να φύγει· ότι κάποιος εφιάλτης ήταν που τη στοίχειωνε.
Ανασυγκρότησε τις δυνάμεις της και σκέφτηκε ότι είναι μεγάλη κοπέλα και πρέπει να σκεφτεί λογικά.
Όμως όταν κοίταξε για άλλη μια τελευταία φορά το εσωτερικό του αυτοκινήτου ο σκελετός δεν ήταν εκεί.
Άκουσε κάποιον ήχο και πίσω από το σκουριασμένο αμάξι κάτι κινήθηκε.
Φώτισε προς τα κεί και αντίκρυσε κάποιον να περπατά.

Είναι κανείς εκεί; ρώτησε χωρίς να πάρει απάντηση.

Κάτι συνέχιζε να κινείται και σε λίγο θα άρχιζε να ξεπροβάλλει από το πίσω μέρος του αυτοκινήτου.
Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει τώρα σαν τρελή καθώς είδε τον σκελετό από το αμάξι να περπατάει και να πηγαίνει προς το μέρος της.
Παγωμένη για όση ώρα έβλεπε το πτώμα να έρχεται προς τα πάνω της... Χρόνος που φάνταζε αιώνιος.
Όταν έφτασε κοντά της, σε απόσταση αναπνοής και άπλωσε το χέρι να την αγγίξει, τότε κατάφερε να γυρίσει την πλάτη της και να τρέξει προς το δρόμο, εκεί που ήταν το αμάξι της, το καταφύγιο της μικρής ζωής της.

Την είχε κυριεύσει ο τρόμος και τώρα έτρεχε μέσα στο σκοτάδι. Ο φακός της είχε πέσει από τα χέρια και κάποια στιγμή κατάφερε να βγει στο δρόμο με τα μούτρα.
Σκόνταψε στην άκρη της ασφάλτου και βρέθηκε με τη μούρη της να κοιτά το έδαφος.
Σηκώθηκε μεμιάς και κοίταξε πίσω της λέγοντας στον εαυτό της ότι δε μπορεί να συμβαίνει αυτό, πως είναι δυνατόν να την κυνηγά ένας σκελετός. Πώς;
Ησύχασε γιατί μερικά λεπτά πέρασαν κοιτώντας μέσα από το σκοτάδι τους θάμνους που φωτίζονταν αμυδρά από το φως του φεγγαριού και το μόνο τρομακτικό ήταν η ηρεμία που υπήρχε στη φύση και οι διάφοροι ήχοι από τα ζωάκια που τριγυρνούσαν εκεί στην προστασία του σκοταδιού.

Καθώς σηκώθηκε άκουσε ένα ήχο και ακόμα ένα μετά ακολουθούμενο από ένα τρίτο.
Σαν κάποιος να πατούσε κλαδιά ή να τα παραμέριζε για να περάσει ανάμεσα.
Τότε ήταν που τον αντίκρυσε ξανά.
Ο σκελετός ντυμένος με το τζινάκι και το μαύρο δερμάτινο είχαν χάσει προ πολλού την αίγλη τους μα παρόλα αυτά είχε όρεξη για ζωή, έστω μια σπίθα, ό,τι είχε απομείνει.
Η Μαίρυ έτρεξε προς το μέρος του αμαξιού καθώς οι προβολείς την προσκαλούσαν ακόμα αναμμένοι.
Στα μισά σχεδόν του δρόμου άρχισαν να τρεμοσβήνουν, σημάδι της μπαταρίας που τελείωνε.
«Όχι τώρα» σκέφτηκε, «ας κρατήσεις λίγο ακόμα».
Κρύος ιδρώτας έτρεξε από το πρόσωπό της καθώς σκέφτηκε ότι μπορεί να μην έπαιρνε μπρος το αμάξι της και θα έμενε στην ερημιά, στο σκοτάδι παρέα με αυτό που την κυνηγούσε.
Κάποια στιγμή και αφού της φάνηκε ο δρόμος προς το αμάξι μια αιωνιότητα κατάφερε να ανοίξει την πόρτα.

Τότε η καρδιά της κόντεψε να σταματήσει καθώς τα φώτα έσβησαν.
Γύρισε και κοίταξε το μέρος του δρόμου από όπου είχε έρθει και είδε κάτι να κινείται προς το μέρος της.
Το φως του φεγγαριού κάλυπτε αυτό το αποτρόπαιο πράγμα που είχε στοιχειώσει την πραγματικότητά της.
Και δε σταματούσε για κανένα λόγο.

Μπήκε φουριόζα στο αμάξι και έκλεισε την πόρτα δυνατά.
Προσπάθησε να βάλει μπρος, αλλά μάταια.
Μία, δυο, τρεις φορές, προσπαθούσε αλλά τίποτα.
Το αμάξι το είχε ρουφήξει η ερημιά και το σκοτάδι άρχιζε να το καταπίνει ενώ η υγρασία είχε και αυτή αρχίσει σιγά σιγά την εισβολή της στο αμάξωμα.
Και τώρα σαν φυματικός αγκομαχούσε να ξεκινήσει ξεμένοντας από ενέργεια στη μέση του πουθενά.

Τα φώτα άρχισαν να τρεμοσβήνουν μα η Μάιρυ δε το 'βαζε κάτω.
Θα πάρεις μπροστά όπως και να 'χει, φώναξε απεγνωσμένη και η κραυγή της ταξίδεψε λίγο πιο κάτω όπου εκείνο την έφτανε.
Όσο το αμάξι δεν έπαιρνε μπροστά και ο χρόνος πέρναγε τόσο την πλησιάζε που το έβλεπε μπροστά από το αμάξι της να στέκεται και να την κοιτά μέσα από τις κενές κόγχες του.
Την κοιτούσε επίμονα σα να της μίλαγε μέσα της να καταλάβει ποιος είναι, με την απαίτηση να δει πέρα από το νεκρικό και αλλοιωμένο σώμα του τον πραγματικό του εαυτό.
Απλά στεκόταν εκεί μπροστά της.
Τότε η Μαίρυ κατάφερε να βάλει μπρος το αμάξι με τα λάστιχα να ουρλιάξουν διαλύοντας το σκελετωμένο ανδρείκελο σε χίλια κομμάτια.

Το αμάξι πήρε το δρόμο του γυρισμού. Μέσα του καθόταν η Μάιρυ που σαν τρομαγμένο παιδάκι κούρνιαζε στο ζεστό εσωτερικό του αφήνοντας να περάσουν όλα σαν μέρος ενός κακού ονείρου.
Το αμάξι, αν και άψυχο, τη βοηθούσε να αφήσει πίσω όλα τα άσχημα που την κυνηγούσαν αυτή τη περίεργη μέρα.
Καθώς οι φωτισμένοι πυλώνες γίνονταν όλο και πιο συχνοί η πόλη την καλωσόριζε στην αγκαλιά της και κάποια στιγμή έφτασε σπίτι της.

Μπήκε μέσα άνοιξε τα φώτα, ξάπλωσε στον καναπέ κι αποκοιμήθηκε.
Όταν ξύπνησε μια μουσική έπαιζε στο πικάπ και ήταν το τραγούδι που είχε ακούσει πιο πριν.
Με ένα ερωτηματικό στο πρόσωπό της για το ποιος έβαλε το δίσκο να παίζει σηκώθηκε και κοίταξε τριγύρω αλλά δεν είδε κανένα.
Κάθισε για μια στιγμή και άκουσε το τραγούδι. Ήταν όμορφο και μίλαγε για την ιστορία μιας κοπέλας και το αγόρι της που την έψαχνε μα πέθανε στη λεωφόρο και η ψυχή του έμενε μόνη να την αναζητά.
Ποτέ δε σταμάτησε να την ψάχνει.
Έπιασε τον εαυτό της σα να την αγκαλιάζει κάποιος, καθώς ένοιωσε μια ανάγκη για θαλπωρή και θυμήθηκε...

Τον Τζόν τον ήξερε από παλιά, από το λύκειο και είχαν βγει μαζί μια φορά.
Είχαν περάσει μια ολόκληρη μέρα τότε πηγαίνοντας βόλτα στη λίμνη με το υπέροχο με φτερά αμάξι του, έκαναν μπάνιο και εκεί έδωσαν το πρώτο τους φιλί.
Το βράδυ την πήγε σπίτι της και έφυγε για το δρόμο του γυρισμού.
Ήταν η τελευταία φορά που τον είδε.

Μέχρι την προηγούμενη βραδιά.
Ο τύπος που πήρε με ωτοστόπ έμοιαζε εκπληκτικά στον Τζόνυ, μα δεν ήταν δυνατόν, είχαν περάσει τόσα χρόνια από τότε.
Μα να είχαν και το ίδιο όνομα;

Το τραγούδι, που ήταν σα να της έλεγε την αλήθεια, κάποια στιγμή σταμάτησε απότομα και γύρισε να κοιτάξει τι έγινε.
Ο Τζονυ ήταν εκεί μαζί της, με κάποιο περίεργο τρόπο είχε μπει μέσα στο σπίτι και τη κοιτούσε.
Μα, πώς είναι δυνατόν;

Γεια σου Μαίρυ, είπε μια φωνή που από καιρό είχε να μιλήσει και τη διαπερνούσε με αισθήματα φόβου και ανατριχίλας καθώς έχανε το έδαφος κάτω από τα πόδια της.

Ο φόβος της Μαίρυς την έκανε να θυμηθεί αυτό από το οποίο έτρεχε να ξεφύγει, εκείνο που νεκρό την ακολουθούσε.
Το αλλόκοτο ταξίδι της στη λεωφόρο, από και προς το σπίτι της, την έκανε να θυμηθεί ότι έτρεχε σε ένα ατελείωτο επαναλαμβανόμενο κύκλο μνήμης. Κάθε μέρα με αυτή να ξεκινάει τη μέρα της φεύγοντας μακρυά και φτάνοντας στο ίδιο σημείο της λεωφόρου, βρίσκοντας τον παλιόφιλό της και μετά να τρέχει να ξεφύγει στη σκοτεινή λεωφόρο ενός εφιάλτη.
Σκέφτηκε τότε που είχαν βγει μαζί ραντεβού αλλά μετά τη λίμνη στο γυρισμό. Το αμάξι ξέφυγε από το δρόμο και ο Τζόνυ σκοτώθηκε ακαριαία.
Η Μαίρυ κατάφερε να σωθεί και να βγει στο δρόμο. Μα από τότε θυμήθηκε ότι κάνει το ίδιο πράγμα συνέχεια και τα χρόνια περνάνε από πάνω της.
Κάθε μέρα ξυπνά με νεύρα επειδή δεν αντέχει άλλο, παίρνει το αμάξι της και ταξιδεύει όσο μακρυά γίνεται, μέχρι να τελειώσει η βενζίνη και εκεί συναντά τον Τζόνυ να προσπαθεί να της μιλήσει.

Άκουσέ με.
Μαίρυ γιατί δε με ακούς; της είπε η φωνή.
Μαίρυ πέθανες μαζί μου και δε θες να το παραδεχτείς.
Ταξιδέψαμε μαζί εκείνη την ημέρα και χαθήκαμε στα χρώματα του βλέμματός μας.
Όμως η μοίρα παίρνει πίσω τα όμορφα πράγματα που δίνει μεμιάς και αντί οι δυο ψυχές μας να ενωθούν σε μια, εσύ έφυγες μακρυά.
Συνέχισες να ζεις στο δικό σου κόσμο ενώ εγώ σε έψαχνα στο χρόνο.
Ώσπου το ένστικτό σου σε οδήγησε πάλι σε μένα, σε εκείνο το σημείο που το αμάξι μας πέταξε στην ανυπαρξία της ζωής.
Και σε εκείνη τη μικρή στιγμή, ξαναβρεθήκαμε.

«Δε μπορώ να τα αντέξω όλα αυτά», σκέφτηκε, «το μυαλό μου κάνει παιχνίδια που ακουμπάνε τα όρια της τρέλας».

Ανοιγόκλεισε τα μάτια της και έπεσε λιπόθυμη.
Εκείνη τη στιγμή ο Τζόνυ πλησίασε κι άλλο και την έπιασε πριν πέσει και χτυπήσει στο πάτωμα.
Την κουβάλησε μέχρι την κρεβατοκάμαρά της και την έβαλε να κοιμηθεί.
Την σκέπασε με μια κουβέρτα και την φίλησε στα χείλη.
Μέχρι να ξαναβρεθούμε, είπε και εξαφανίστηκε.

Αύριο πάλι, ψιθύρισε και χάθηκε μακρυά.

Η Μαίρυ έβλεπε εφιάλτες και όνειρα ότι δεν ήταν αυτή που ήταν και ότι προσπαθούσε να πείσει τον κόσμο ότι όλα αυτά που είχε ζήσει είχαν γίνει πραγματικά.
Κάπου μέσα στο όνειρο συνειδητοποίησε ότι δε μπορούσε να ξεχωρίσει τί είναι πραγματικό για αυτήν και ποιο όνειρο είναι αληθινό.
Με τη φωνή του Τζόνυ να την καθοδηγεί έβρισκε κάποια αξία στο ονειρικό πέπλο που τη σκέπαζε κάθε βράδυ για να μαζέψει την ενέργεια και να ξαναζήσει εκείνο που επαναλαμβανόταν κάθε πρωί.
Το δρόμο προς την κόλαση.


Το επόμενο πρωί η Μάιρυ ξύπνησε και είχε όρεξη για ένα μακρύ ταξίδι.
Μπήκε στο αυτοκίνητό της και γύρισε το κλειδί να πάρει μπρος η μηχανή.
Το αμάξι μούγκρισε και ένα χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπό της.
Τα παράτησε όλα πίσω και τώρα κοιτά το δρόμο να ξετυλίγεται μπροστά της.
Άφησε τα προβλήματα και τις σκοτούρες πίσω της σαν μαύρα σύννεφα που περίμεναν να ρίξουν την όξινη βροχή τους πάνω της.
Τώρα ήταν μια υπέροχη, ηλιόλουστη μέρα. Είχε γεμίσει το ντεπόζιτο και θα πήγαινε μέχρι να τελειώσει και η τελευταία σταγόνα βενζίνης.
Στο τέρμα του κόσμου.
Χαμογελούσε και τίποτα δε θα την έκανε να σταματήσει εκτός από αυτό που είδε.

Ένας νεαρός, στεκόταν στην άκρη του δρόμου και της έκανε νόημα με το χέρι του για ωτοστόπ.
Αυτή τον προσπέρασε μερικά μέτρα και μετά σταμάτησε.
Σκέφτηκε αν ήταν σωστό να τον μάζευε από το δρόμο... το σκέφτηκε αρκετά.
Το ένστικτό της έλεγε ότι κάνει λάθος μα αυτή του έκανε νόημα να πλησιάσει.
Άλλωστε αισθανόταν και αυτή περίπου το ίδιο με αυτόν όπως τον έβλεπε, μόνο και έρημο να περιπλανιέται σε μια ατελείωτη λεωφόρο.
Και εκεί κάπου ένοιωθε ότι το χει ξαναζήσει όλο αυτό τόσες πολλές φορές που νόμιζε ότι ζούσε σε ένα επαναλαμβανόμενο όνειρο.

Σε ευχαριστώ που σταμάτησες το όνομά μου είναι…
Τζόνυ του απάντησε.
Μα, πώς το ξέρεις;
Απλή διαίσθηση, μπες μέσα.

Ο Ταξιδιώτης μπήκε στο αμάξι, έκλεισε την πόρτα και δεν είπε πολλά.
Οι δυο τους συνέχισαν το ταξίδι τους που δεν ήταν πλέον μοναχικό.
Κάθε μέρα και πάλι από την αρχή.
Η Μαίρυ, ο Τζόνυ και η ατελείωτη λεωφόρος.


Πέτρος Βαζακόπουλος
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο του Πέτρου Βαζακόπουλου, Digitalscapes.

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα