Γράφει ο Πέτρος Λυγίζος
Στο καφενείο
κάθονται σκορπισμένα τα βλέμματα των ανθρώπων.
Με θέα το παρελθόν.
Στα παλιά, ξύλινα τραπέζια
ξετυλίγονται οι μνήμες ανόθευτες.
Περισυλλογή, χαρτιά, παιχνίδια της τύχης,
σαν τη ζωή που γλιστρά
αιχμάλωτη στην Κυριακάτικη καταιγίδα.
Ο σερβιτόρος πηγαινοέρχεται,
αφηρημένος, αμήχανος, σιωπηλός.
Φωνές, φασαρία, τίποτα.
Μονάχα στον τοίχο απέναντι,
ακίνητη, αδιάφορη, σκονισμένη,
η φωτογραφία του παλιού ιδιοκτήτη,
να διακόπτει τόσο αδιάκριτα
τα γέλια και τις βρισιές των θαμώνων
με την απόλυτη αλήθεια του αναπόφευκτου.
Στο καφενείο
κουρνιάζουν φοβισμένα τα σώματα των ανθρώπων.
Με θέα το τέλος που έρχεται.
Πιο πέρα, γύρω απ’ το σιντριβάνι,
τα παιδιά ονειρεύονται.
Μεσημέριασε πια.
Στα γκρίζα διαμερίσματα καραδοκεί η ανία.
Κρέας στο φούρνο, παντόφλες υπομονετικές, τσαλακωμένη εφημερίδα.
Κι εγώ, τρομαγμένος απ’ την τόση σιωπή,
ιχνηλάτης του παιδικού μου ονείρου,
κολυμπώ στο σιντριβάνι αδέξια
ψάχνοντας απεγνωσμένα εκείνο το πρώτο μου παιχνίδι
που –ποτέ δεν έμαθα πώς-
έδιωχνε το χρόνο μακριά μου…
🌸
Copyright © Πέτρος Λυγίζος
All rights reserved
Από τη συλλογή «Η αφηρημένη ταχύτητα της ζωής»
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα του Edgar Degas, At the cafe
Του ίδιου: