Κάτι διαφορετικό διαδραματίζεται στον γνωστό και ως πολυχώρο των εκδόσεων Άγκυρα στην οδό Σόλωνος, σήμερα «Θέατρο στη Ρότα». Ένα θεατρικό δρώμενο ξεχωριστό και ιδιαίτερο μας ταξιδεύει στο παρελθόν και το παρόν, μας συστήνει άγνωστους χαρακτήρες που ζουν γνωστές στιγμές του ηπειρώτικου και γενικότερα ελληνικού ιστορικού υπόβαθρου. Φιγούρες που γίνονται μάρτυρες σημαντικών γεγονότων και αλλαγών χαρίζουν στο κοινό μια διαφορετική ματιά και αναβιώνουν με σωστή υποκριτική τέχνη προσωπικότητες που αγωνιούν, πονάνε, προδίδονται, ελπίζουν.
Ο Μιχάλης Σπέγγος γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1963 κι έχει γράψει πολλά ιστορικά και κοινωνικά μυθιστορήματα, με την «Τελευταία συγνώμη» και το «Ερωτευμένο αίμα», που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Διόπτρα, να έχει δείξει ένα μεγάλο μέρος των συγγραφικών ικανοτήτων και αρετών του. Ακάματος και αεικίνητος, στρέφεται για δεύτερη φορά στο θέατρο μετά την «Γκρέτα» (Θέατρο Τόπος Αλλού, 2016) κι είμαι σίγουρος πως θα κερδίσει και αυτό το εξίσου δυνατό στοίχημα.
Αυτήν τη φορά έχουμε έξι μονόπρακτα, έξι περιστατικά που ζωντανεύουν διαφορετικές ιστορικές περιόδους σε διάφορους τόπους, όλα δεμένα μεταξύ τους με τραγούδι κι έναν κοινό αφηγηματικό άξονα: τις ιστορίες του παππού της αφηγήτριας που δένει τα κείμενα μεταξύ τους.
Στην αρχή παρακολουθούμε τον μονομάχο Αχιλλέα, που ετοιμάζεται να βγει στην αρένα του πρώην μαντείου της Δωδώνης, γεμάτος αγωνία για το αν θα ζήσει ή αν θα πεθάνει. Είμαστε στην εποχή του Καίσαρα Αύγουστου Οκταβιανού, δυο χρόνια μετά τη ναυμαχία στο Άκτιο (31 π.Χ.), οπότε και ο αυτοκράτωρ έχει μετατρέψει το μαντείο σε χώρο μονομαχιών. Ο Αχιλλέας προσπαθεί να πάρει δύναμη από τα λόγια που έχει ακούσει σε Ιλιάδα και Οδύσσεια, κάνει μια σωστή ενδοσκόπηση, κοιτάει βαθιά μέσα του, στενοχωρημένος και απηυδισμένος που το θέατρο του ιερού άλλοτε χώρου κατάντησε ματωμένη αρένα. «Το θέατρο δεν είναι θέαμα. Το θέατρο είναι θέατρο», λέει και ορμάει! Θα επιβιώσει άραγε;
Τη σκυτάλη παίρνει μια συγγενής της κυρα-Φροσύνης, που εκμυστηρεύεται στο εικόνισμα της Παναγίας τους φόβους της για το μέλλον της αδάμαστης νύφης της αλλά και το δικό της, μιας και πιστεύει πως το όνομά της βρίσκεται επίσης στην περίφημη λίστα του αστυνομικού διευθυντή Ταχίρ Αμπάζη που συνέταξε κατ’ εντολή του Αλή Πασά. Είμαστε στο μοιραίο βράδυ της σύλληψης της Φροσύνης που μαζί με φίλες της πνίγηκαν από άντρες του Αλή Πασά στα νερά της λίμνης. Έχει δίκιο λοιπόν που αγωνιά αυτή η ταπεινή γυναίκα; Θα εισακουστούν οι προσευχές της να γλυτώσει;
Συνεχίζουμε με τη συγκινητική περιπέτεια του Παύλου και της Ελένης, παντρεμένων με δυο αδέλφια αλλά με έρωτα σφοδρό μεταξύ τους. Αποφασίζουν να παρατήσουν τις οικογένειές τους και ν’ ακολουθήσουν τον δρόμο της καρδιάς τους, αδιαφορώντας για όσα αφήσουν πίσω τους. Ο αγωγιάτης Κιρατζής, μαθητής του περίφημου στην Ήπειρο αγωγιάτη Ρόβα, θα βοηθήσει το ζευγάρι να φύγει από την Ελλάδα. Μέσα από όμορφα και βαθιά συναισθηματικά λόγια ένιωσα πολύ έντονα την αγάπη των δύο νέων, τον φόβο για το αύριο, τον πανικό για το κακό που προκάλεσαν... όμως όλα αυτά αλλάζουν δραματικά όσο πλησιάζουν στη Βιέννη, μιας και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης σήκωσε τη σημαία της επανάστασης στο Βουκουρέστι στις 17 Μαρτίου 1821! Τι μέλλει γενέσθαι από κει και πέρα; Θα τους κυνηγήσουν; Θα ζήσουν τη ζωή που ονειρεύονται;
Το επόμενο μονόπρακτο και πιο αγαπημένο μου είναι η Σίμκω, που υπήρξε αυτόπτης μάρτυς της σύλληψης των Εβραίων των Ιωαννίνων και της μεταγωγής τους. Μέσα από δραματικά λόγια, γεμάτα ηρωισμό και πατριωτισμό, σε αντιδιαστολή με διαρκή αγωνία και φόβο για το μέλλον των ομοφύλων της, η Σίμκω περιγράφει ρεαλιστικά και έντονα τις δύσκολες ώρες («Σάββατο, 25 Μαρτίου, που όλοι ήμαστε στα σπίτια μας γιορτάζοντας το Σαμπάτ»), τις απειλές και τις συνθήκες μεταφοράς τους! Όταν μάλιστα έγινε και η μεγάλη ανατροπή του κειμένου δεν μπόρεσα να σταματήσω να κλαίω.
Αμέσως μετά ακολουθεί το δεύτερο συγκινητικότερο κατ’ εμέ μονόπρακτο, με έναν ανακριτή και μια αιχμάλωτη, εκπροσώπους των δύο διαφορετικών πλευρών του αιματηρού Εμφυλίου πολέμου. Εδώ ο συγγραφέας φτάνει στο απόγειό του, χρησιμοποιώντας λέξεις-καρφιά, καταγράφοντας άγριες κόντρες, υπονοούμενα, ύβρεις. Η ένταση κορυφώνεται στιγμή προς στιγμή, το δίλημμα «να πολεμάς με τους Βούλγαρους ή με τους Γερμανοτσολιάδες και τις κουκούλες» είναι τραγικό εφόσον μιλάμε για κοινό αίμα, για την ίδια χώρα, κι ακόμη πιο δύσκολο είναι το γεγονός πως αυτοί οι δύο χαρακτήρες είναι αδέρφια. Για άλλη μια φορά κυριάρχησε το δάκρυ την ώρα που στη σκηνή κορυφωνόταν ο παραλογισμός. Πόσο τυφλωμένοι από τις ιδεοληψίες τους είναι αυτοί οι δύο χαρακτήρες; Είναι δυνατόν το κοινό αίμα να μην τους βοηθήσει ν’ αγαπηθούν;
Στο τέλος ακολουθεί ένα ανάλαφρο ξανασμίξιμο των περισσότερων από τους χαρακτήρες, μέσω των απογόνων τους. Γέλιο, αισιοδοξία, μια νέα αρχή, διασκεδαστικές αψιμαχίες, ερωτικά καβγαδάκια, εντελώς διαφορετικές εποχές και άνθρωποι δίνουν την ουσία και το πραγματικό νόημα που θέλει να δείξει η παράσταση. Η αφηγήτρια αναρωτιέται: «Η ελληνική ιστορία ένα ψυχοπλάκωμα είναι; Όχι, τέρμα οι ιστορίες τότε! Αρκετά με τους προγόνους. Το παρόν και το μέλλον θέλω να το φτιάξω εγώ!» Κι έτσι ο θεατής ηρεμεί, χαλαρώνει από την ένταση που του χάρισε η παράσταση ως τότε και αφήνεται να ζήσει και να βιώσει τις ελπίδες των νέων ανθρώπων που του συστήνονται μέσα από τρία ενδιαφέροντα ραντεβού.
Βέβαια, ανάμεσα στα ποικίλα νοήματα και ιδέες περί συμφιλίωσης, αγάπης, ελπιδοφόρας χάραξης ενός καλύτερου μέλλοντος, που αφειδώς χαρίζει ο συγγραφέας, υπάρχει και ένα οξύμωρο: «Σύμμαχοι, συμπατριώτες και συμπολεμιστές οι βαθιά διαφορετικοί Έλληνες που ο ένας θέλει να βγάλει το μάτι του άλλου;» Κι όμως, ούτε αυτό αποτελεί εμπόδιο στη φύσει θετική και αισιόδοξη φύση και ράτσα μας. Άλλωστε: «Πρέπει να επιστρέψουν. Όχι για μένα. Για τους ίδιους! … Έτσι κλείνει ο κύκλος. Με επιστροφή!»
Αυτή η συλλογή των έξι μονόπρακτων είναι γεμάτη αντιφατικά αισθήματα και ποικίλες ψυχικές διαθέσεις. Με τη βοήθεια τριών ταλαντούχων νέων παιδιών και μια καλή σκηνοθεσία του ίδιου του κυρίου Σπέγγου ο θεατής ταξιδεύει από το χτες ως το σήμερα και βλέπει να ζωντανεύουν μπροστά του άνθρωποι και γεγονότα περασμένα αλλά όχι λησμονημένα. Η Δήμητρα Χασιακή είναι η ιδανική αφηγήτρια. Με νεύρο, ένταση αλλά και χαμόγελο δίνει την κατάλληλη εισαγωγή για κάθε πράξη και με το μέταλλο της φωνής της εγείρει ακόμη περισσότερο το συγκινησιακό υπόβαθρο του θεατή. Ο Αλέξανδρος Κλημόπουλος έχει πάρα πολλά σωματικά, εκφραστικά και φωνητικά προσόντα που τα αξιοποιεί στο έπακρο. Από τη βροντώδη, στομφώδη φωνή του Αχιλλέα στην τρυφερή ματιά του ερωτευμένου Παύλου κι από κει στο οργισμένο βλέμμα και τη θυμωμένη κίνηση του ανακριτή (προσέξτε τον σε αυτό το μονόπρακτο!) έχουμε να κάνουμε μ’ έναν ηθοποιό που δεν έχει μελετήσει απλά τον ρόλο του αλλά έχει συμβιώσει μαζί του κι έχει ταυτιστεί σ’ ένα αδιαίρετο σύνολο. Τέλος, η Ηλέκτρα Τσακαλία έχει αφήσει πίσω της το τηλεοπτικό παρελθόν κι έχει αναδείξει ένα επίσης πολυποίκιλο ερμηνευτικό ταλέντο. Δε μου άρεσε πολύ ως συγγενής της Φροσύνης, στα υπόλοιπα μονόπρακτα όμως και κυρίως σαν Σίμκω με συνεπήρε και με κέρδισε.
Σκηνικά δεν υπάρχουν, μιας και η παράσταση παίζεται ανάμεσα στους θεατές. Τα κοστούμια είναι κυρίως μοντέρνα ρούχα ή κάποια κομμάτια που προσομοιάζουν με την αυθεντικότητα της εποχής, δε με ξένισαν όμως ούτε και τα θεώρησα αταίριαστα με το έργο. Η επιλογή των τραγουδιών που αγκαλιάζει με τη φωνή της η Δήμητρα Χασιακή είναι απόλυτα ταιριαστή με την ατμόσφαιρα των εκάστοτε σκηνών.
Είστε έτοιμοι λοιπόν για ένα «Ραντεβού με τους προγόνους»; Μια όμορφη, καλοδουλεμένη και προσεκτικά σκηνοθετημένη παράσταση, με ένα κείμενο που μου γέννησε μια σειρά από αντιφατικά συναισθήματα, με ταξίδεψε και μου έδειξε πόσο άρρηκτα δεμένο είναι το παρελθόν με το παρόν, το χτες με το σήμερα. Ταλαντούχα παιδιά, ζεστός χώρος, ενδιαφέρουσες ιστορίες. Μην το χάσετε!
Συντελούν:
Κείμενο και σκηνοθεσία: Μιχάλης Σπέγγος
Με τους:
Αλέξανδρο Κλημόπουλο
Ηλέκτρα Τσακαλία
Δήμητρα Χασιακή
Στο θέατρο Ρότα κάθε Δευτέρα στις 21.00 έως το Πάσχα