Μια χήρα δακτυλογράφος ζει μαζί με την κόρη και τον γιο της. Η κόρη εργάζεται στα αστικά λεωφορεία αλλά το μεγάλο της όνειρο είναι να γίνει σοπράνο στην όπερα. Ο γιος, ο οποίος είναι πολύ αδύναμος στα μαθήματα έχει ταλέντο στην ξυλογλυπτική αλλά η μητέρα του θέλει να τον μορφώσει και να τον δει… ποιητή. Για αυτόν το λόγο αποφασίζει να προσλάβει έναν δάσκαλο ως ιδιωτικό προγυμναστή. Χρήματα δεν υπάρχουν αφού όλη η οικογένεια ζει από την μικρή σύνταξη χηρείας και τους μικρούς μισθούς που λαμβάνουν η μητέρα και η κόρη. Η μητέρα έχει μια φαεινή ιδέα: προκειμένου να αποκτήσουν πιο πολλά χρήματα για να μπορέσουν να εκπληρώσουν τα όνειρά τους θα αγοράσουν μια αγελάδα, θα την αρμέγουν και θα πωλούν το γάλα, το γιαούρτι και το τυρί. Η οικογένεια αγοράζει όντως την αγελάδα και αφοσιώνονται όλοι στη φροντίδα της. Η κόρη αναγκάζεται να σταματήσει την εργασία της και να παρατήσει τα όνειρα για μια καριέρα στην κλασική μουσική για να έχει χρόνο να αρμέγει την αγελάδα. Ο αρραβωνιαστικός της κόρης την αφήνει αφού θεωρεί ότι είναι υποτιμητικό να έχει σχέση με την κόρη της γελαδάρισας. Ο γιος σταματά την ξυλογλυπτική και τα μαθήματα για να προσέχει τον στάβλο και για να πηγαίνει την αγελάδα για βοσκή. Η μητέρα αναγκάζεται να προβεί σε λαθρεμπόριο για να εξασφαλίσει το φαγητό της αγελάδας. Σιγά σιγά η ζωή τους μεταμορφώνεται σε μια κόλαση και μοναδικός τους πλέον σκοπός είναι η καλοζωία της αγελάδας.
Η μικροαστική οικογένεια αγόρασε την αγελάδα με σκοπό να καλυτερεύσει τη ζωή της και να πραγματοποιήσει τα όνειρά της. Στη σκέψη τους η αγελάδα ήταν το μέσο για να φτάσουν στους σκοπούς τους. Στην πράξη όμως, η αγελάδα μεταμορφώνεται στον αποκλειστικό σκοπό τους, τα αληθινά όνειρά τους μένουν πίσω, παραγκωνίζονται. Η έως τότε σχετικά ήρεμη ζωή τους, γεμίζει άγχος.
Στο τέλος του έργου η αγελάδα πεθαίνει και όλοι τους ανακουφίζονται αφού απαλλάσσονται από τον καθημερινό βραχνά της. Αλλά διστάζουν να εκφράσουν αυτή την χαρά τους ανοιχτά ο ένας στον άλλον. Η ζωή τους ξαναπαίρνει τους παλιότερους ρυθμούς της: ο αρραβωνιαστικός της κόρης επιστρέφει στον δεσμό τους, ο γιος ασχολείται πάλι με τις κατασκευές του και τα μαθήματά του, η μητέρα ηρεμεί και βρίσκει την συντροφικότητα στο πρόσωπο του δασκάλου.
Το έργο του Τούρκου Ναζίμ Χικμέτ γράφτηκε το 1956 στη Μόσχα και αναφέρεται σε μια απροσδιόριστη χώρα, σε ένα απροσδιόριστο μέρος και δεν είναι τυχαίο που οι ήρωές του δεν έχουν ονόματα: στο κοινό γίνονται γνωστοί ως η μητέρα, ο γιος, η κόρη, ο δάσκαλος, ο σοφέρ (ο αρραβωνιαστικός της κόρης) και η αγελάδα! Βαθιά αλληγορικό μας δίνει τη λαχτάρα του απλού, καθημερινού ανθρώπου να προσπαθεί να αποκτήσει τα πάντα μέσα από μια κυριολεκτική μανία καταναλωτισμού αλλά και ψεύτικου πολιτισμού. (Η μητέρα αναφέρεται στον γιο της ως ποιητή και ας μην έχει γράψει αυτός τίποτα! Τον φωνάζει όμως ποιητή για να το πιστέψει ακόμα και η ίδια, για να το πιστέψει ο κόσμος και αυτός. Ο αρραβωνιαστικός διακόπτει τη σχέση του με την κόρη επειδή αυτή πουλάει γάλα στην λαϊκή αγορά, αφού δεν είναι το κατάλληλο επάγγελμα για να αναδειχθεί κάποιος στην κοινωνία.) Η επιθυμία του ανθρώπου να αναδειχθεί μέσω της απόκτησης υλικών αγαθών και μέσω μιας ψεύτικης πραγματικότητας για το ποιόν του, τον αναγκάζει να υποστεί μια άλλου είδους σκλαβιά. Είναι κάτι που το έχουμε ζήσει όλοι μας λίγο πολύ: να εργαζόμαστε κάτω από σκληρές και καμιά φορά απάνθρωπες συνθήκες για να αγοράσουμε το ακριβό κινητό, για να ανακαινίσουμε τα σπίτια μας, για να πάρουμε το πιο ακριβό αυτοκίνητο. Δεν ζούμε για να χαιρόμαστε, δεν απολαμβάνουμε τα απλά και όλα όσα μας προσφέρονται δωρεάν. Επιθυμούμε συνέχεια τα πιο ακριβά, είτε αυτά είναι ρούχα είτε είναι έπιπλα είτε είναι ηλεκτρικές συσκευές. Τα νέα ζευγάρια που παντρεύονται κάνουν ένα φοβερό σόου γύρω από το γάμο τους και μοναδικό τους μέλημα είναι να δεξιωθούν τους καλεσμένους τους σε κτήματα στα Μεσόγεια με πανάκριβα (και άγευστα) μενού. Προωθείται ένας καταναλωτισμός αβίαστα και ανεξέλεγκτα, μια παγίδα που πέφτουμε όλοι μέσα. Διακατεχόμαστε επίσης από μια μανία να ξεχωρίσουμε, να νιώσουμε καλύτεροι των άλλων μέσω πνευματικών χαρισμάτων που δεν κατέχουμε: δεν είναι τυχαίο που ο μισός πληθυσμός γράφει, ζωγραφίζει, τραγουδάει κ.λ.π. Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο θεωρούμε ότι τα καλλιτεχνικά επαγγέλματα είναι ανώτερα των αγροτικών. Δεν είναι τυχαίο που μεγάλο μέρος των νέων παιδιών διαγωνίζεται σε ριάλιτι καλλιτεχνικής φύσης με την ελπίδα να αναδειχθεί σε αυτούς τους χώρους. Βέβαια, ο Ναζίμ Χικμέτ είχε καταλήξει σε αυτά τα συμπεράσματα εβδομήντα χρόνια πριν. Δυστυχώς, όσο περνούν τα χρόνια η κατάσταση δεν βελτιώνεται, το αντίθετο: χειροτερεύει. Γιατί προκειμένου να αποκτήσουν οι μικροαστοί όλα αυτά τα καλούδια, αναγκάζονται να δανείζονται συνεχώς και να γίνονται σκλάβοι μιας δυσοίωνης πραγματικότητας.
Ας μιλήσουμε όμως λίγο και για την συγκεκριμένη παράσταση στο θέατρο Altera pars. Η σκηνοθεσία είναι του Πέτρου Νάκου, ο οποίος αναλαμβάνει και τον ρόλο του αρραβωνιαστικού. Χρησιμοποιεί ημιδιάφανα παραβάν και τη μουσική (θα ακούσετε από τον Γαλάζιο Δούναβη έως αμανέδες) για να αλλάζει τις σκηνές, χρησιμοποιεί τον φωτισμό και τις σκιές που δημιουργούνται για να υποβάλει μια συγκεκριμένη ατμόσφαιρα. Χρησιμοποιεί τους ηθοποιούς του ως καρικατούρες, μαριονέτες: οι ηθοποιοί είναι όλοι έντονα βαμμένοι και λειτουργούν ως χαρακτήρες σε θεατρικό έργο. Σωστή αυτή η απόφαση: αναδεικνύει το παράλογο και το γκροτέσκο των χαρακτήρων του έργου. Ο ίδιος περιφέρεται στην σκηνή ως καρικατούρα με τα χέρια στις τσέπες και παράξενη στάση σώματος. Αναδεικνύει υπέροχα τη φιγούρα του άντρα μάγκα αυτοκινητιστή.
Η Μίνα Χειμώνα αναλαμβάνει τον ρόλο της μητέρας, καταφέρνει να δώσει την αγωνία που αισθάνεται για το μέλλον των παιδιών της σε αυτόν τον παράλογο και υπέρτατο βαθμό που στην πραγματικότητα τα χαντακώνει. Είναι μια τραγική φιγούρα κατά βάθος, αφού δεν συνειδητοποιεί ποτέ το κακό που έχει κάνει.
Η Αγγελική Κοντού αναλαμβάνει το ρόλο της κόρης αλλά και την μουσική επιμέλεια όλων όσων ακούμε: ένας παράξενος συνδυασμός από κλασσική και οριεντάλ.
Θέλω να κλείσω όμορφα και για αυτόν τον λόγο θα παραθέσω εδώ κάτι από τον Ναζίμ Χικμέτ, τον Τούρκο που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και που αγάπησε όλον τον κόσμο.
«Ας δώσουμε τον κόσμο στα παιδιά έστω για μια μονάχα μέρα...»
Στο δελτίο τύπου:
«Η Γελάδα», λαϊκή παραβολή, συμβολικό παραμύθι και ιδιότυπη κοινωνική σάτιρα μαζί, γράφεται στη Μόσχα το 1956, από τον πιο αγαπημένο στους Έλληνες Τούρκο ποιητή συγκεντρώνοντας όλα τα χαρακτηριστικά της πρωτότυπης και πρωτοπόρας δραματουργίας του. Με λόγια απλά, καθαρή ματιά και πνεύμα οξύ, ο μεγάλος ποιητής και τρυφερός παραμυθάς, μιλάει μέσα από το έργο του, στο σήμερα, θαρρείς και τίποτα δεν έχει αλλάξει στον κόσμο των ανθρώπων
«Η Γελάδα» είναι μια αλληγορία για την εξάρτηση του σύγχρονου ανθρώπου από τον καταναλωτισμό και την παράλογη πρόσδεση της ανθρώπινης ευτυχίας στην απόκτηση υλικών αγαθών. Αποτελεί μια βαθιά κοινωνική κριτική, για την εξώθηση των ανθρώπων σ’ ένα μάταιο κυνήγι, ένα αέναο και εξαντλητικό ανταγωνισμό για οικονομική και κοινωνική ανέλιξη. Τα πρόσωπα του Χικμέτ αναδύονται γλαφυρά, μέσα από το λυρικό συμβολισμό τους. Είναι ταυτοχρόνως αρχετυπικά σύμβολα και καθημερινοί άνθρωποι πλασμένοι με τρυφερότητα και στοργή, από έναν άνθρωπο που αγάπησε βαθιά τους ανθρώπους, αγωνίστηκε και αφιέρωσε τη ζωή του στην υπεράσπιση της ελευθερίας τους.
Ο Συγγραφέας:
Ο Ναζίμ Χικμέτ είναι ο μεγαλύτερος Τούρκος ποιητής του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε το 1902 στη Θεσσαλονίκη και απεβίωσε το 1963 στη Μόσχα. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη του γραπτού λόγου, έγινε όμως περισσότερο γνωστός ως ποιητής. Μέγας δάσκαλος και ανανεωτής της τουρκικής προοδευτικής ποίησης, γίνεται ίνδαλμα του τουρκικού λαού και αποκτά παγκόσμια αναγνώριση. Εκτός από ποιήματα, έγραψε μυθιστορήματα, παραμύθια, δοκίμια, κινηματογραφικά σενάρια και 30 περίπου θεατρικά έργα.
Η ποίησή του είναι απλή αλλά την ίδια στιγμή άκρως σαγηνευτική. Τα κείμενά του διαπνέονται από μουσικότητα και έντονο συμβολισμό και γεμίζουν τους αναγνώστες με αισθήματα αισιοδοξίας και πίστης για το μέλλον. Το ξεχωριστό του ύφος είναι απλό, ζεστό και τρυφερό. Ταυτόχρονα, όμως, γίνεται ανατρεπτικό, καταγγελτικό και κοφτερό σαν λεπίδι.
Τα θεατρικά έργα του Χικμέτ συνδυάζουν στοιχεία του ψυχολογικού θεάτρου των Στανισλάφσκι και Βαχτάνγκοφ αλλά και τεχνικές της Κομέντια ντελ άρτε. Λάτρης των Μαγιακόφσκι και Μέγιερχολντ, κατάφερε να συγκεράσει το σοβιετικό φουτουρισμό με τη λαϊκή παράδοση της πατρίδας του. Για τον Χικμέτ το παραστασιακό γεγονός θα πρέπει να αποτελεί για τους θεατές ένα συλλογικό, αισθητικό βίωμα.
Ταυτότητα:
Κείμενο: Ναζίμ Χικμέτ
Μετάφραση: Έρμος Αργαίος
Σκηνοθεσία: Πέτρος Νάκος
Βοηθός σκηνοθέτη: Αγγελική Κοντού
Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Σκηνικά/Φροντιστήριο: Τάσος Αμπατζής
Κοστούμια: Gaffer&Fluf / Frame up (Wardrobe)
Μουσική επιμέλεια: Αγγελική Κοντού
Σύνθεση ήχων: Γιώργος Αντωνόπουλος
Επιμέλεια κίνησης: Ελβίρα Μπαρτζώκα
Φωτογραφίες/video: Αντώνης Κυριτσάνης
Hair styling/περούκες: Κων/νος Σαββάκης
Make up artist: Δήμητρα Γιατράκου
Παίζουν:
Μίνα Χειμώνα, Πέτρος Νάκος, Αγγελική Κοντού, Σπύρος Σιδέρης, Ηλίας Τσούμπελης
Στο θέατρο Altera pars, Μεγάλου Αλεξάνδρου 123, Κεραμεικός, 2103410011 κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00 ως τις 4 Ιουνίου 2019
Περισσότερες παραστάσεις στο Altera Pars (για το ίδιο έτος)