Στο πασίγνωστο μυθιστόρημα του Φραντς Κάφκα, ο Κ. (χωρίς επίθετο και χωρίς ολοκληρωμένο βαφτιστικό όνομα) είναι ένας τραπεζικός υπάλληλος χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο, ένας μέσος άνθρωπος. Μια ημέρα, δυο άντρες του ανακοινώνουν ότι κατηγορείται για ένα αδίκημα και τον οδηγούν στον ανακριτή για διευκρινίσεις. Ουδέποτε όμως διευκρινίζεται το αδίκημα που διέπραξε και ουδέποτε αποσαφηνίζεται αν τελικά το διέπραξε ή όχι. Ο Κ. στενοχωριέται πολύ με όλη αυτήν την κατάσταση, πιστεύει ότι είναι αθώος και προστρέχει στην βοήθεια ενός δικηγόρου, ο οποίος όμως δεν τον βοηθάει ουσιαστικά καθότι είναι αναπόσπαστο μέρος του συστήματος που τον κατηγορεί.
Απελπισμένος από την αδιαφορία του δικηγόρου ο Κ. προστρέχει σε έναν φίλο του ζωγράφο καθώς και σε έναν ιερέα για να ταχθούν υπέρ του στο επικείμενο δικαστήριο. Αλλά και αυτοί δεν τον βοηθάνε. Σιγά σιγά ο Κ. χάνει τα λογικά του αφού συνειδητοποιεί ότι κανείς δεν μπορεί να τον βοηθήσει (ούτε ο άνθρωπος της επιστήμης ούτε η τέχνη αλλά ούτε και η θρησκεία), η κοινωνία που ζει γίνεται όλο και πιο εχθρική απέναντί του, το κατηγορητήριο ποτέ δεν αποσαφηνίζεται και ο κάθε συμπολίτης του προβάλει στα μάτια του ως ο φυσικός δικαστής του.
Ο Φραντς Κάφκα άφησε ημιτελές το μυθιστόρημά του και δεν επιθυμούσε την έκδοσή του, το αντίθετο μάλιστα: έδωσε εντολές να καταστραφεί το χειρόγραφό του. Μετά τον θάνατο του Κάφκα, ο αδελφικός του φίλος, Μαξ Μπροντ, δεν σεβάστηκε την επιθυμία του και δημοσίευσε την Δίκη. Ο Μπροντ όμως πριν την δημοσιεύσει, φρόντισε να την λογοκρίνει και να την παραποιήσει. Το χειρόγραφο κατέληξε στα χέρια της γραμματέως και ερωμένης του Μπροντ που το πούλησε έναντι δύο εκατομμυρίων δολαρίων στην γερμανική κυβέρνηση. Μετά από έναν πολύχρονο δικαστικό αγώνα το κράτος του Ισραήλ διεκδικώντας το χειρόγραφο κατάφερε να κερδίσει την δίκη και να δημοσιεύσει το αρχικό κείμενο χωρίς τις μετατροπές του Μπροντ. Όλη αυτή η ιστορία είναι άκρως συμβολική και ειρωνική, αφού το πλέον συμβολικό κείμενο κατά της κάθε μορφής παρέμβασης έγινε το ίδιο θύμα της λογοκρισίας και της παρέμβασης.
Στην Δίκη του Κάφκα δεν μας ενδιαφέρει αν ο Κ. είναι ένοχος ή όχι κάποιας αδιευκρίνιστης παραβατικής πράξης. Μπορεί όντως και να είναι ένοχος. Ο Κ. δεν είναι ένας συμπαθητικός αλλά ούτε και ένας αντιπαθητικός χαρακτήρας. Μας είναι αδιάφορος, είναι ένας άνθρωπος μέσα στο πλήθος. Δεν υπάρχει συγκεκριμένο έγκλημα ούτε αιτία που το προκάλεσε. Υπάρχει μόνο η δύναμη της εξουσίας έναντι του απλού πολίτη και η αδυναμία αυτού να βρει το δίκιο του ή έστω να υπερασπιστεί τον εαυτό του (γιατί ακόμα και ο ένοχος δικαιούται υπεράσπισης και ελαφρυντικών της πράξεώς του).
Ο Πολωνός σκηνοθέτης Κρίστιαν Λούπα (γνωστός στο ελληνικό κοινό από τη συμμετοχή του το 2004 στο Φεστιβάλ Αθηνών με τον Ζαρατούστρα του Νίτσε), μας παρουσιάζει στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση έναν δεκαεπταμελή θίασο και μια Δίκη σύγχρονη· έχει αφαιρέσει όλα τα σημεία που παρέπεμπαν στον 19ο αιώνα. Δεν διστάζει να ονομάσει τον ήρωά του Φραντς Κάφκα, αφού ο Κ. είναι ο ίδιος ο Κάφκα που στην ίδια τη ζωή του δεν κατάφερε να ενταχθεί στα κοινωνικά πλαίσια: τον κυνηγούσε το στίγμα της θρησκείας του: Εβραίος, αγοραφοβικός, υπέφερε από κατάθλιψη και ημικρανίες. Με την ματιά του Λούπα ο Κ. είναι ένοχος, αφού όλοι οι άνθρωποι είμαστε κάπου ένοχοι και όλοι μας είμαστε ικανοί να πούμε ψέματα προκειμένου να γλιτώσουμε μια τιμωρία. Ο Λούπα δεν ασχολείται καν με την πιθανότητα της αθωότητας. Αυτό που τον ενδιαφέρει να θίξει κυρίως είναι η έλλειψη δύναμης του πολίτη να αντιταχθεί στην κρατική βία και η ευκολία που ένα δημοκρατικό πολίτευμα μετατρέπεται σε δικτατορικό. Σε μια σκηνή του έργου ανεβαίνει στη σκηνή όλος ο θίασος με καλυμμένα τα στόματα με κολλητική μαύρη ταινία.
Το έργο γράφτηκε το 1915 και παραμένει επίκαιρο όσο ποτέ. Ο πολίτης παραμένει έρμαιο μιας ζοφερής κυβέρνησης και ταυτόχρονα μιας ζοφερής κοινωνίας. Οι γυναίκες στη ζωή του Κ. είναι αδιάφορες, φλερτάρουν μαζί του αλλά δεν τον αγαπάνε, δεν του παραστέκονται. Ο δικηγόρος είναι μια γελοία καρικατούρα, όπως και ο δικαστής και οι ένορκοι. Δεν τους ενδιαφέρει η αλήθεια αλλά η καταδίκη. Ο περίγυρος είναι ανίκανος αλλά και αδιάφορος να βοηθήσει.
Η Δίκη ανέβαινε συχνά στα θέατρα της Πολωνίας κατά τη διάρκεια της κομμουνιστικής εποχής ως ένας υπαινιγμός. Στην σημερινή Πολωνία η Δίκη δεν μπορεί να ανέβει γιατί είναι απαγορευμένη από την ακροδεξιά κυβέρνηση, για αυτόν το λόγο ο Λούπα κάνει έκκληση στο ευρωπαϊκό κοινό και κάνει τουρνέ με την παράστασή του σε πολλές πόλεις της Ευρώπης. Μια από αυτές ήταν και η Αθήνα και συγκεκριμένα η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
Ο Λούπα μας εξηγεί ότι στην σημερινή Πολωνία, μια χώρα βασανισμένη ιστορικά στον 20ο αιώνα, το κυβερνών κόμμα "Νόμος και Δικαιοσύνη" ασκεί έλεγχο στον χώρο του πολιτισμού: απολύει ηθοποιούς και σκηνοθέτες, καταργεί και λογοκρίνει παραστάσεις. Η Δίκη δεν μπορεί να ανέβει αυτήν τη στιγμή στην Πολωνία. Και ο Λούπα έχει πάρει τους δρόμους της Ευρώπης ζητώντας βοήθεια. Προς το παρόν έχει μαζέψει 10.000 υπογραφές (ανάμεσά τους είναι η Ζυλιέτ Μπινός, η Ιζαμπέλ Ιπέρ, ο Πήτερ Μπρουκ κ.ά.) καταγγέλλοντας τη φίμωση του θεάτρου! Και μόνο για αυτόν τον λόγο αξίζει και πρέπει να δείτε την Δίκη. Γιατί όταν μια οποιαδήποτε κυβέρνηση (όπως κι αν ονομάζεται αυτή και ασχέτως ιδεολογίας) αρχίζει να απαγορεύει θεατρικές παραστάσεις και να καίει βιβλία, είναι επικίνδυνη. Και κανείς μας δεν θέλει να νιώσει όπως ο Κ.
Στην παράσταση, όπως είπαμε και πιο πριν, πρωταγωνιστεί δεκαεπταμελής θίασος Πολωνών ηθοποιών, υπάρχει εξαιρετική απόδοση κειμένου με υπέρτιτλους πάνω και κάτω από την σκηνή, οπότε ακόμα κι αν κάθεστε στην πρώτη σειρά της πλατείας μπορείτε εύκολα να τους διαβάσετε. Η σκηνοθεσία είναι εμπνευσμένη και γίνεται χρήση βίντεο και γιγαντοθονών για να παρακολουθεί κανείς καλύτερα τις λεπτομέρειες και τις εκφράσεις των ηθοποιών. Τα σκηνικά εναλλάσσονται έξυπνα χωρίς να είναι ιδιαίτερα πλούσια (η ίδια καρέκλα που υπάρχει στο δωμάτιο του Κ. μεταμορφώνεται σε έδρανο δικαστηρίου). Υπάρχουν λίγες σκηνές που εμφανίζονται κάποιοι ηθοποιοί γυμνοί. Εμένα προσωπικά δεν με ενόχλησε καθόλου και θεωρώ ότι ταιριάζει με την υπόθεση, αφού η έλλειψη ρούχων αφήνει ευάλωτο τον άνθρωπο απέναντι στην εξουσία. Η διάρκεια της παράστασης είναι σχεδόν πέντε ώρες με δύο διαλείμματα των είκοσι λεπτών το καθένα. Και αυτό το τελευταίο είναι το αρνητικό της παράστασης, οι ρυθμοί ειδικά στο πρώτο μέρος είναι αργοί και μετά από πέντε ώρες είναι λογικό να αποσπάται η προσοχή του θεατή. Πρέπει όμως να ομολογήσω ότι το κοινό χειροκρότησε θερμά στο τέλος και δεν έδειξε σημάδια κόπωσης.
Συντελεστές:
Σκηνοθεσία: KRYSTIAN LUPA
Σκηνικά: KRYSTIAN LUPA
Κοστούμια: PIOTR SKIBA
Μουσική: BOGUMIŁ MISALA
Φωτισμοί: KRYSTIAN LUPA
Παίζουν: BOŻENA BARANOWSKA, BARTOSZ BIELENIA, MACIEJ CHARYTON, MAŁGORZATA GOROL, ANNA ILCZUK, MIKOŁAJ JODLIŃSKI, ANDRZEJ KŁAK, DARIUSZ MAJ, MICHAŁ OPALIŃSKI, MARCIN PEMPUŚ, HALINA RASIAKÓWNA, PIOTR SKIBA, EWA SKIBIŃSKA, ADAM SZCZYSZCZAJ, ANDRZEJ SZEREMETA, WOJCIECH ZIEMIAŃSKI, MARTA ZIĘBA, EWELINA ŻAK