Στις 17/01/2019 η λέσχη ανάγνωσης της βιβλιοθήκης Ορέστου συναντήθηκε για να συζητήσει για το βιβλίο «Της τύχης το μαχαίρι» της Αθηνάς Κακούρη. Στο τέλος της συνάντησης έγινε η κοπή της βασιλόπιτας με τυχερή την βιβλιοθηκονόμο μας Ελένη Τίκη. Στα του βιβλίου…
Ο χρόνος αφήγησης του ιστορικού μυθιστορήματος είναι στα 1783, στην αναρχούμενη Οθωμανική Αυτοκρατορία της εποχής του Ναπολέοντα. Ο κεντρικός ήρωας είναι ο Δήμος Μανιάκης με καταγωγή από την Πρέβεζα, ο οποίος έχει τρία αδέρφια, τον Γρηγόρη, τον Αποστόλη και την Ρόζα. Όταν γεννιέται η μικρή του αδερφή νιώθει αισθήματα ζήλιας απέναντί της, τα οποία όμως ξεπερνιούνται όσο μεγαλώνει και ωριμάζει ο ίδιος και σύντομα αναλαμβάνει προστατευτικό ρόλο. Υπάρχει η φωνή του ιερέα, ο οποίος σε μια πουριτανική κοινωνία παρεξηγημένων και αυστηρών αρχών δηλητηριάζει την ψυχή του ήρωα με την ιδέα ότι τα αισθήματα αγάπης για την αδελφή του πιθανόν να μην είναι τόσο αθώα και να ενέχουν και ένα άλλο είδος αγάπης ερωτικής. Ο νεαρός Δήμος αναγκάζεται λόγω της οικονομικής εξαθλίωσης και των κοινωνικών συνθηκών της εποχής να μπει σε ένα καράβι αμούστακο κι όμως ξεβγαλμένο παλικαράκι όπως είναι ακόμη και να απομακρυνθεί από την οικογένειά του για βιοποριστικούς λόγους.
Αυτή η περιπλάνηση θέτει τη ζωή του σε πολλούς και απροσδόκητους κινδύνους. Στήριγμά του ένας Βενετσιάνος, ο προστάτης του, ο οποίος με τον βοηθό του περιπλανώνται από Βουθρωτό μέχρι Ναύπακτο, πουλώντας υφάσματα και όπλα. Σε αυτή την ενασχόληση με το εμπόριο διασυνδέονται με ληστές και μπλέκονται συχνά σε περιπέτειες. Περιγράφονται οι δολοπλοκίες και ο ανταγωνισμός Οθωμανών και Ρωμιών στην Πόλη για τα ανώτερα διοικητικά αξιώματα στα Γιάννενα, οι φιλοδοξίες των πασάδων, τα πρώτα βήματα του Αλή Τεπελενλή.
Παράλληλα εκτυλίσσεται ένα άγριο παιχνίδι της τοπικής πολιτικής μπλεγμένο με το ακόμη σκληρότερο ανάμεσα στην Ρωσία και την Αυστρία για τη διεκδίκηση μεριδίου εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε αυτό το πολιτικό παιχνίδι η Βενετία αδυνατεί να υπερασπιστεί τις κτήσεις της. Οι Μεγάλοι υπόσχονται μυστικά χρήματα και εξουσία και οι Ρωμιοί παρασύρονται στο κυνήγι μεγαλόπνοων σχεδίων που όμως καταλήγουν σε προδοσίες. Σε αυτόν τον κυκεώνα δολοπλοκιών εμπλέκεται ο Δήμος με μοναδικό εφόδιο την ευστροφία του και με οδηγό του την αφοσίωση στον Βενετσιάνο. Ενώ ο ίδιος έρχεται αντιμέτωπος με την διαχείριση της σφοδρής ερωτικής επιθυμίας για την τροφαντή και ψεύτρα Ροδούλα, τον καταχθόνιο Ζερζούλη, τον αμείλικτο Μπατίστα και τα μυστικά που όλοι τους κρύβουν, τελικά ο μεγαλύτερος κίνδυνος που απειλεί την ζωή του θα έρθει από το υπόδειγμα και το είδωλό του τον μεγάλο του αδερφό, τον Σίμο και το μαχαίρι που κρατά στα χέρια του. Οι Αγάπιος Μοναχός και ο Ηγούμενος Κύριλλος στο μοναστήρι που βρέθηκε τον περιέθαλψαν και έμαθε κοντά τους πολλές γνώσεις και απόκτησε εμπειρίες.
Ενδοκειμενικά:
Σελ.18Απονήρευτα και ακριμάτιστα συνεχίζονταν τα παιχνίδια μας στο περιβόλι. Ο εξοβελισμός μου δεν ήταν τιμωρία. Μέσα από ενός άλλου τα μάτια με κοίταξε ξαφνικά η ψυχή μου και τότε έφριξε και ξετρόμαξε και λάκισε να σωθεί, σέρνοντας το σώμα μου μακριά απ’ την άβυσσο.Ωραίες περιγραφές με την ματιά ενός ενήλικα των παιδικών αναμνήσεων.
Σελ.23 Παπά-Θωμάς
Σε άκουγε και στο τέλος: «Έύγε, τέκνον μου λαμπρά», σου έλεγε στερεότυπα «σύρε τώρα, παιδάκι μου, να ‘χεις την ευχή μου, να πας ένα δεμάτι σανό στον κακομοίρη τον γαϊδαράκο μου ή τράβα γιόκα μου να πεις της Κωνσταντάκαινας…» και εσύ έτρεχες ελαφρύς, σα να ήταν το θέλημα που σου ζητούσε να του κάμεις η καλύτερη άφεση αμαρτιών.
Μας μεταφέρει αυτό το απόσπασμα στο θρησκευτικό κλίμα της εποχής, στον σεβασμό που έχαιραν τα ιερατικά πρόσωπα στην κοινωνία και βλέπουμε με πόση ευλάβεια και υπακοή αγκάλιαζαν οι πιστοί τα λόγια των ιερέων.
Σελ.24 Ο παπά Αμβρόσιος
Σου ξετρύπωνε την αμαρτία σου, στην σήκωνε ψηλά να την δεις καλά καλά, και μετά μπορεί να σε κράταγε μια ολόκληρη μέρα μέσα στην εκκλησία γονατιστόν.
Μεταφερόμαστε και πάλι στο κλίμα της θρησκευτικότητας που επικρατούσε στην εποχή του 18ου αιώνα, οι τιμωρίες που επιβάλλονταν από τους κληρικούς στους πιστούς και η αυστηρότητα στις ηθικές αρχές της τότε κλειστής κοινωνίας.
Σελ.41
Έπρεπε να σκεφτεί το μυαλό μου μπροστά, πούθε να γυρέψω την τύχη μου και πώς να ετοιμαστώ για την αυριανή μέρα. Τέτοιες προετοιμασίες είναι άχρηστες, γιατί ποτέ τα πράγματα δεν έρχονται όπως τα περιμέναμε, όσες εκδοχές και αν είχαμε προβλέψει. Προτιμότερο είναι να αφήνουμε την έμπνευση της στιγμής να μας οδηγήσει, επειδή έτσι γλιτώνουμε τον κόπο μας.
Το σημείο αυτό θυμίζει την παροιμία όταν εμείς οι άνθρωποι κάνουμε σχέδια, ο Θεός γελάει.
Σελ. 43
Ξέρω έναν αγά στο Μαργαρίτι που δίνει εκατό τσεκίνια μες στο νερό για τέτοιο τρυφερό παλικαράκι.[…] Χρόνια θα τον έχει να τον χαίρεται όποιος τουρκαλάς τον αγοράσει…
Βλέπουμε ότι υπήρχε και αντρικό χαρέμι και ότι οι Τούρκοι πασάδες διάλεγαν για ερωτικούς συντρόφους νεαρά παλικάρια.
Σελ.44
Είχα πληροφορηθεί ότι δόξα τω Θεώ ήμουνα εμπόρευμα, άρα η ζωή μου ήταν ασφαλής. Πάει να μου ρίξει την τιμή ετούτος εδώ, σκέφτηκα και μου κακοφάνηκε. Αν ήταν να με αγοράσουν, ας με ακριβοπλήρωναν τουλάχιστον!
Μέσα από το χιούμορ της φράσης, αναδύεται και η χαμηλή αυτοεκτίμηση του ήρωα, ένας άνθρωπος που δεν δικαιούται να έχει απαιτήσεις, αλλά συμβιβάζεται με την μοίρα της ανέχειας και αυτοσαρκάζεται θεωρώντας ότι είναι ένα ακριβό εμπόρευμα σα να έχει ταυτιστεί με τον κοινωνικό ρόλο που του έδωσαν.
Σελ.45
Δώσ’ του ο Μπατίστας δουλεύοντας επιδέξια το κάλλιο πέντε και στο χέρι… με αντάλλαξε στο τέλος μ’ ένα ζευγάρι πιστόλια, που δεν ήταν καν καινούρια.
Επιβεβαιώνεται η χαμηλή αξία του ανθρώπινου κεφαλαίου, η τιμή του οποίου συγκρίνεται με ένα ζευγάρι μεταχειρισμένα πιστόλια.
Σελ.54
Ερχόταν να παίξει μαζί μας στο περιβόλι μας κι εμείς, στο κρυφτό, τον ξεχνούσαμε στην κρυψώνα του αζήτητο. Κάπως μπερδεύτηκε τώρα στο νου μου το γειτονόπουλο, εγώ η χαντρούλα κι έγιναν ένα και μου έφεραν τα δάκρυα στα μάτια.
Παιδικές αναμνήσεις έρχονται στην επιφάνεια και αναστατώνουν τον ήρωα.
Σελ.69
Είχα να συνηθίσω να φοράω τα ρούχα που είχαν πρώτα βάλει τα αδέρφια μου, δεν μου κακοφαινόταν λοιπόν, αντίθετα αισθανόμουνα σα να αποκτούσα ένα σύνδεσμο, μια σχέση φιλική με τον προηγούμενο κάτοχό τους.
Βλέπουμε πόσο ταπεινός και καλοπροαίρετος ήταν ο ήρωας και δεχόταν με χαρά να φορέσει μεταχειρισμένα ρούχα, κάτι που δεν είναι αυτονόητο για τα σημερινά παιδιά που έχουν όλες τις ανέσεις.
Σελ.74
Ήταν παίδεμα η μαθητεία στον Φοσκαρίνι. Από τη Χαραυγή ως τη νύχτα, μέσα ή έξω από το σπίτι μαζί του ή μονάχος, ένταση, άσκηση. Με σαλαγούσε αλύπητα, κι εμένα η χαρά μου ήταν η ικανοποίηση που του έδινα πετυχαίνοντας. Ο μόνος μου φόβος ήταν μήπως τον απογοητεύσω και με εγκαταλείψει.
Στάθηκα στο ρήμα σαλαγώ που σημαίνει οδηγώ το κοπάδι και ο ήρωάς μας μεταφορικά δεν απέχει από αυτή τη θέση, καθώς καθοδηγείται και αφήνεται στα χέρια των δυνατών. Επίσης, εδώ εκφράζεται η ανασφάλεια, η αβεβαιότητα και ο φόβος μήπως απογοητεύσει τον Φοσκαρίνι και τον αφήσει.
Σελ.78
Ο Απόστολος Γεωργιάδης είχε φτιάξει μια ωραία εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, πληρώνοντας στους Τούρκους μια ολόκληρη περιουσία για να πάρει την άδεια. Το κοράνι τους δεν επιτρέπει να χτίζονται καινούριες εκκλησίες χριστιανικές, δέχεται μόνο να διορθώνονται και να συντηρούνται οι παλιές με τον όρο να χρησιμοποιηθούν τα παλαιά τους υλικά και να μην επεκταθεί ο ναός πέρα απ’ τον παλιό του τόπο.
Μαθαίνουμε για το καθεστώς που επικρατούσε όσον αφορά στην ανέγερση ορθοδόξων ναών και στους περιορισμούς που έθετε το οθωμανικό κράτος στις ελληνικές αρχές.
Σελ.242
Απ’ όλη τη συμπλοκή, το μόνο θύμα ήμουνα εγώ. Χαλάλι! Φαντάσου να ‘χε σκοτωθεί ο προστάτης μου ή ο αδερφός μου! Ευχαριστούσα το Θεό απ’ το βάθος της καρδιάς μου για τη σοφία του.
Το μεγαλείο της αυτοθυσίας και της ταπείνωσης, οι προστάτες του είναι για τον Δήμο πιο σημαντικοί και από τον ίδιο του τον εαυτό.
Σελ.250
Η εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού επί γης, σ’ Αυτόν πρέπει να μοιάζει. Τα δικαιώματα, τα προνόμια, τα καθήκοντα, η δικαιοσύνη, η ελευθερία, αυτά όλα αφορούν στο κράτος. Η δική μας η Εκκλησία, η σοφή ορθόδοξη εκκλησία μας, κρατήθηκε πάντα έξω και πάνω από το κράτος… τα του Κάισαρος τω Καίσαρι. Τα του Καίσαρος είναι τα εγκόσμια και φθαρτά. Τα του Θεού είναι τα αιώνια.
Εδώ διαχωρίζονται οι κοσμικές και οι θρησκευτικές εξουσίες και οι πρώτες ταυτίζονται με την ύλη, ενώ οι δεύτερες είναι άυλες, πνευματικές και αιώνιες.
Σελ.267
Η μαχαιριά του Σίμου είχε κόψει κάτι ζωτικό και έστεκα ξέχωρος απ’ όλα μου τα περασμένα..[…] όλα είχαν γίνει ένας σωρός, σαν τα παραμερισμένα ξηρά φύκια στο γυαλό, που δεν έχουν αρχή και τέλος και θρύβουν μόλις τα πιάσεις να τα ξεμπερδέψεις. Οι γέφυρες μόνο απ’ το μέλλον μπορούσαν να έρθουν, αυτό ήταν τώρα το μόνο χειροπιαστό, το μέλλον που κάθε στιγμή το βλέπεις και το πλάθεις όπως θέλεις. Φύλαξα προσεκτικά το μαχαίρι να μου θυμίζει τον όρκο μου και με χαρούμενη καρδιά στράφηκα και πήρα τον δρόμο κατά τη Θεσσαλονίκη.
Η μαχαιριά που του επιφύλασσε η μοίρα από τον ίδιο του τον αδερφό, τον βοήθησε να αναθεωρήσει την κοσμοθεωρία του να μείνει πιστός στους όρκους που έδωσε στον εαυτό του και να κοιτάζει μπροστά στο μέλλον με όνειρα και προσδοκίες.
Η Αθηνά Κακούρη γράφει ιστορική αφήγηση την οποία μπολιάζει με πολλά ιστορικά στοιχεία και αφήνει τον αναγνώστη να μεταφερθεί και να παρασυρθεί από το κλίμα της εποχής. Η συγγραφέας θέλει να μεταδώσει ιστορική γνώση και να αποτυπώσει τις συνθήκες, το ύφος, την ατμόσφαιρα της εποχής με σοβαρότητα και αίσθημα ευθύνης.
Η Αθηνά Κακούρη γεννήθηκε το 1928 στην Πάτρα και έζησε την Κατοχή στην Αθήνα. Μετά την απελευθέρωση εργάστηκε στο γραφείο πρακτόρευσης πλοίων και πετρελαιοειδών του πατέρα της και δημοσίευσε τα πρώτα της κείμενα που ήταν χρονογραφήματα και ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Βραβεύτηκε σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, έγραψε αστυνομικά μυθιστορήματα και το 2010 κυκλοφόρησε το αυτοβιογραφικό της βιβλίο με τίτλο Με τα χέρια σταυρωμένα.