Το προηγούμενο Σαββατόβραδο, δεν ήταν για τον Μάρκο ένα από τα πιο ευχάριστα. Καθώς επέστρεφε από ένα μπαρ, όπου διασκέδαζε με αγαπημένους φίλους διαπίστωσε ότι μπροστά σχεδόν απ' την είσοδο μιας κοντινής πολυκατοικίας έλειπε ένα πρόσωπο. Μια αγαπημένη φιγούρα, η οποία ήταν κομμάτι της καθημερινότητας του.
Δεν γνώριζε πώς τον έλεγαν. Ο ηλικιωμένος, με το απλόχερο χαμόγελο και την μεγάλη άσπρη γενειάδα, επί αρκετά χρόνια σκόρπιζε μελωδίες με την λατέρνα που χειριζόταν. Ο συμπαθής μουσικός, είτε με κρύο είτε με ζέστη, κάθε μέρα για ορισμένες ώρες επιχειρούσε να επικοινωνήσει με τις περιφερόμενες μοναξιές της πόλης που συνήθως τον προσπερνούσανε αδιάφορα προδομένοι στους φρενήρεις ρυθμούς μιας αποστεωμένης πραγματικότητας.
Ο Μάρκος, ως εσωστρεφής άνθρωπος, δεν συζήτησε ποτέ μαζί του αλλά βαθιά μέσα στα έγκατα της ψυχής τον ένιωθε σαν στενό φίλο. Έτσι ένιωσε την περιέργεια, να μάθει τον λόγο της απουσίας του. Ήταν δύσκολο βέβαια, γιατί δεν ήξερε που να αποταθεί. Για κακή του τύχη όμως, μια ηλικιωμένη εκείνη την στιγμή άφησε μερικά λουλούδια στην άδεια θέση του κλαίγοντας γοερά.
Το πρόσωπο του συνοφρυώθηκε. Δάγκωσε τα χείλη και τα βλέφαρα έκλεισαν μονομιάς. Κατάλαβε τι συνέβαινε. Γιατί η ζωή είναι μια διαδρομή που κανένας δεν μπορεί να προσπεράσει το αναπόφευκτο.
«Αντίο φίλε» και συνέχισε σκυφτός το βάδισμα του, προς το διαμέρισμα του.
Τα χρονογραφήματα του Νίκου συνοδεύει κολάζ από έργα της Elinore Schnurr.
Βρείτε τον Νίκο Βαρδάκα στη σελίδα του στο facebook.