Γράφει η Μαίρη Τσίλη
Βρέχει απόψε. Σιγά το παράξενο! Εδώ σε αυτή την μικρή πόλη που ζούμε όλο βρέχει. Επαρχία στην Δυτική Ελλάδα όλο βροχή είμαστε με το παραμικρό. Μούσκεμα οι καθημερινές μας μέρες και τα Σαββατοκύριακα επίσης. Μούσκεμα και τα κορμιά μας κι οι ψυχές μας. Να τα στύβεις όλα δυνατά για να στραγγίξουν κάπως και να τα βάζεις δίπλα στην σόμπα για να ζεσταθούν. Και να κάνεις τον σταυρό σου για να ξημερώσει λιακάδα και να τρέξεις σαν τρελός να μαζέψεις ήλιο μέσα σου κι επάνω σου.
Συνηθισμένες μαλακίες. Χέστηκα. Για λίγο ήρθα εξάλλου εδώ και σύντομα θα φύγω. Και όχι δεν θα πιω τσίπουρο της περιοχής. Ουίσκι θα πιω με πάγο και βροχόνερο. Χαχαχα! Είμαι... ο... η... αχχχχ μπερδεύτηκα τώρα. Ποιος ή ποια είμαι άραγε; Τρέμουν τα λόγια μου και τρεκλίζω στο περπάτημα μου. Γαμημένο σπίτι πατρικό πώς βρέθηκα ξανά εδώ και γλιστράω στα πατάκια της μάνας μου και σκοντάφτω στα παπούτσια του πατέρα μου;
Θα βγω έστω στα τέσσερα και μπουσουλώντας από εδώ και θα πάω στην Αστυνομία για εξακρίβωση στοιχείων.
«Εγώ θα γίνω γιατρός είπε ο Γιάννης. Εγώ θα γίνω δασκάλα είπε η Χαρά. Εγώ θα γίνω πιλότος είπε ο Άγγελος. Κι εγώ θα γίνω πουτάνα είπε η Ζωή.»
Και πέρασαν τα χρόνια. Ο Γιάννης έγινε ασθενής και γιατρός στον ίδιο του τον εαυτό. Η Χαρά έγινε δασκάλα σε παιδιά με ειδικές ανάγκες. Ο Άγγελος έγινε πιλότος της ψυχής του έτσι όπως κρεμάστηκε στην αμυγδαλιά και αυτοκτόνησε σαν τον πατέρα του. Και η Ζωή ήταν η μόνη που έγινε αυτό που τότε είχε πει. Πουτάνα με επιτυχία μεγάλη. Ίσα ανταλλάγματα. Αμοιβαία ξεφτίλα και νωποί οργασμοί.
Είμαι στο αστυνομικό τμήμα τώρα κάπου στην περιοχή εκεί. Με κοιτάνε στα μάτια και στα βυζιά μου. Ανοίγω τα πόδια μου και βάζω το χέρι μου ανάμεσα στα σκέλια μου. Μαλακίζομαι μπροστά στους αστυνομικούς. Με κοιτάνε, με ρωτάνε διάφορα.
Μαλάκες όλοι. Ευτυχώς η βροχή εκεί απέξω δυναμώνει. Φεύγουν για να προστατέψουν τον κόσμο στην μικρή μας πόλη. Πέφτω κάτω από την καρέκλα και λυγίζω τα γόνατα μου. Πονάω πολύ και δεν ξέρω που ακριβώς πονάω. Στο μυαλό, στο κορμί ή στην καρδιά.
Γίνομαι έμβρυο και στάζει βροχή η φυλακή.
Νομίζω ότι πεθαίνω απόψε και απλώνουν τα χέρια τους οι νεκροί μου γονείς για να με υποδεχτούν. Κι όμως νιώθω ότι θα βγάλω κραυγή σαν κλάμα λες και γεννιέμαι τώρα και με διώχνουν από μια μήτρα δύο γονείς που με μαλώνουν και για να ζήσω χωρίς αυτούς!
Κι όμως το αύριο άγνωστο και αδιάφορο για μένα τώρα πια. Μόνο το παρελθόν μου με ρημάζει ακόμα σαν μια αλήτισσα βροχή.
Κι όμως το αύριο άγνωστο και αδιάφορο για μένα τώρα πια. Μόνο το παρελθόν μου με ρημάζει ακόμα σαν μια αλήτισσα βροχή.
🍃
Copyright © Μαίρη Τσίλη All rights reserved
Το συνοδευτικό κολάζ δημιουργήθηκε από φωτογραφία του καλλιτέχνη Arvanitis Photography. Πηγή
Της ίδιας: