Π.Κ.: Όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, στις ζωές μας και στον κόσμο. Η καθημερινότητα... Άλλοτε άχαρη και άλλοτε με μία γκροτέσκα αισιοδοξία, που σε γεμίζει με δύναμη για τη συνέχεια. Άλλωστε, το βιβλίο αναφέρεται στα επτά χρόνια, από το 2010 μέχρι το 2017, τα επτά χρόνια της κρίσης, που αποτελούν συνώνυμο «μίας εποχής που άφησε ανεξίτηλο το στίγμα της στις ζωές μας και στον τόπο μας».
Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Π.Κ.: Δικαιοσύνη… Γι’ αυτήν παλεύουν -άλλοι περισσότερο κι άλλοι λιγότερο- οι χαρακτήρες του βιβλίου, με τις μεταλλάξεις τους, τα πισωγυρίσματά τους και τις αμφιβολίες τους.
Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
Π.Κ.: Ο Μενέλαος Λουντέμης είχε πει: «αν ο Παρθενώνας δεν ξεχάστηκε, δεν πρέπει να ξεχαστεί ούτε το Μακρονήσι γιατί οι χτίστες του ακόμα δεν ξανάσαναν». Αυτό που θα συμβούλευα, λοιπόν, αυτόν που θα το διαβάσει είναι να θέλει να μην ξεχάσει την εποχή που διανύουμε από το 2010 μέχρι σήμερα, να θέλει να κάνει μία αναδρομή στο κοντινό παρελθόν και να δει μία διαφορετική οπτική του παρόντος και του μέλλοντος.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, που θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Π.Κ.: Θα αρχίζαμε από το «πολιτικό υποκείμενο» της Ευρώπης, τη Γαλλία, θα συνεχίζαμε με τον «περιθωριοποιημένο» Νότο (Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία) και θα καταλήγαμε στην Κούβα, που μυρίζει ακόμα επανάσταση… Χρειάζεται χρόνος γι’ αυτό το ταξίδι, προκειμένου να κατακάτσουν οι εμπειρίες και να βγουν τα συμπεράσματα. Ας πούμε πέντε μήνες, ένας μήνας για κάθε χώρα που θα επισκεφτούμε, κι ας αρχίσουμε να ετοιμάζουμε τις βαλίτσες μας!
Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μία φράση/παράγραφο από το βιβλίο
Π.Κ.: «Ο σερβιτόρος κοίταξε έξω από το τζάμι. Σε ένα γωνιακό μπαρ, νέοι στην ηλικία του έπιναν και χόρευαν χωρίς σταματημό. Ό,τι έκαναν και πριν από μερικούς μήνες, πριν από μερικά χρόνια. Κι ας μίλαγαν τώρα στις ειδήσεις για πόλεμο, κι ας πύκνωναν τα οικονομικά συμφέροντα στην περιοχή μας. τα κορμιά συνέχιζαν να λικνίζονται, το αλκοόλ συνέχιζε να ρέει. Έτσι προετοιμάζεται ο κόσμος μπροστά στις μεγάλες συμφορές».
Το βιβλίο του Παναγιώτη Κολέλη, Επτά χρόνια στο αμόνι, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εντύποις.
Στην περίληψη λέει μεταξύ άλλων:
Για μια στιγμή σκέφτηκα να τα παρατήσω όλα και να εξαφανιστώ. Δεν άντεχα άλλο τα νεκρά βλέμματα, τις ψυχρές αγκαλιές, τα σκυμμένα κεφάλια. Άρχισα να ψάχνω για νέα ζωή. Μα τρίμματα αναμνήσεων μου ’φράζαν τον δρόμο. Είπα στην οικογένειά μου πώς ένιωθα. Κοντινά συναισθήματα, κοντινές σκέψεις, κοντινά πεταρίσματα μπερδεμένων ψυχών.
Να φύγω, σκέφτηκα ξανά. Μα οι χαραμάδες άρπαξαν τις σκέψεις μου γρήγορα και τα θέλω μου τρέξανε να με πιάσουν. Σαν άοπλος στρατιώτης στα χέρια τους έπεσα.
Να μείνω, έπρεπε, για ν’ αποκρούσω τις παγίδες τους και ν’ αποδείξω πως υπήρχε εναλλακτική.
Δεν νίκησαν, τώρα το βλέπω ξεκάθαρα. Τώρα που από τα μάτια μου στερεότυπα κι αυταπάτες έφυγαν. Τώρα που ο ήλιος μεσουρανεί ξανά και τα πουλιά κελαηδούν. Τώρα που στόχο μας κάναμε τα λουλούδια ν’ ανθίσουν και πάλι.
Από το επίμετρο του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη:
Ο Παναγιώτης Κολέλης […] επιμένει να δημιουργεί μετά-μυθοπλασίες που ακροβατούν μεταξύ της καταγγελίας και της προσωπικής κραυγής. Η λογοτεχνία άλλωστε ποτέ δεν αποτελούσε αποκλειστικό πεδίο έκφρασης εκείνων που ενδιαφέρονται κυρίως για την αισθητική ή τη γλώσσα. Είναι μία τέχνη που προσφέρεται για παρέμβαση, χώρος δράσης τολμηρών αμφισβητιών που πιστεύουν πως κάθε λέξη που γράφεται οφείλει να εκκινεί, μυστικά έστω, υποσυνείδητα, όπως θέλετε πείτε το, από την επιθυμία πως αυτός ο κόσμος μπορεί και πρέπει να γίνει λίγο καλύτερος. Ναι, ξέρω, μεγάλες κουβέντες… τι χάνουμε όμως να συνεχίσουμε να προσπαθούμε;