Οι πιο όμορφες παιδικές μου αναμνήσεις συνδέονται άμεσα με τον παππού μου. Τον θυμάμαι πάντα με μια εγκυκλοπαίδεια στο χέρι, να μελετάει ιστορία και γεωγραφία, να διψάει ακόρεστα για γνώση. Αυτή του τη λατρεμένη συνήθεια την κληρονόμησα κι εγώ, μιας και τα παιδιά έχουν την τάση να μιμούνται. Διψώντας κι εγώ ακόρεστα για γνώση ταξίδεψα στα πέρατα της γης, αλλά πριν ταξιδέψω για να ανακαλύψω νέα μέρη και κουλτούρες, διάβασα λογοτεχνία και ιστορία, και ταξίδεψα με τη φαντασία μου μέσα στους φανταστικούς κόσμους των συγγραφέων.
Τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες τον λάτρεψα με πάθος. Κι έχουμε ένα κοινό: κι εκείνος θαύμαζε τους παππούδες του που του έμαθαν να ονειρεύεται και να δημιουργεί φανταστικούς κόσμους. Οι αφηγήσεις της γιαγιάς του τον βοήθησαν αργότερα να γράψει τα «Εκατό χρόνια μοναξιά», την ιστορία που χωράει τη μοναξιά του χωριού του Αρακατάκα,τη μοναξιά της Κολομβίας, τη μοναξιά του κόσμου ολάκερου, τη δική μου, τη δική σου...
Μια φορά κι έναν καιρό, διακόσια περίπου χρόνια πριν, η Ούρσουλα και ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία αποφασίζουν να αναζητήσουν την τύχη τους παίρνοντας τη ζωή στα χέρια τους. Με περισσή τόλμη περιπλανιούνται ψάχνοντας διέξοδο προς τη θάλασσα αλλά κυρίως διέξοδο από διεφθαρμένα καθεστώτα, μακριά από νόρμες και κανόνες. Οι περιπλανήσεις τους, τους έφεραν στο χωριό Μακόντο, όπου αποφάσισαν να στεγάσουν τη ζωή τους μέχρι να μπορέσουν κι εκείνοι να πεθάνουν. Διότι κανείς πεθαίνει όταν μπορεί και όχι όταν πρέπει. Το χωριό αυτό, το μυθικό Μακόντο, πήρε το όνομά του από μια φυτεία μπανάνας από κάποια τυχαία ταμπέλα που είχε δει ο συγγραφέας.
Ο Μάρκες είναι ένας ρεαλιστής μάγος που αναλαμβάνει να δημιουργήσει μια νέα βίβλο, με αρχή και τέλος, που καταλήγει στο ίδιο σημείο και να εξηγήσει το ενδιάμεσο διάστημα της ζωής. Τολμά να μιλήσει για το φόβο του θανάτου, εκεί όπου κανείς πηγαίνει πραγματικά ολομόναχος.
Το Μακόντο όμως είναι και κάθε χωριό της Κολομβίας που παλεύει με τη φτώχεια και την αδικία να κρατηθεί στη ζωή, σε μια αέναη μάχη καλού και κακού, σε έναν αγώνα που μπορεί να υποκινείται είτε από ιδανικά είτε και από προσωπική περηφάνια, είτε από καπρίτσιο, είτε για να ξεχάσει κανείς τη μοναξιά του. Πώς να την ξεχάσει όμως όταν αυτή υπάρχει παντού;
Το λεωφορείο της γραμμής, όπου είμαι η μόνη μη Κολομβιανή, με μεταφέρει στην Αρακατάκα, γενέτειρα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, και με αφήνει πάνω στον κεντρικό δρόμο. Μια ντόπια απλώνει το χέρι της και μου δείχνει προς τα πού να κατευθυνθώ, μιας και εδώ που είμαι δεν έχει τίποτα άλλο πέρα από το σπίτι όπου γεννήθηκε ο συγγραφέας.
Μέσα στα πάμφτωχα καλυβάκια αυτό ξεχωρίζει ως το μόνο φρεσκοβαμμένο. Στην είσοδο, μια μόνο υπάλληλος με καλωσορίζει. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και μπαίνω. Η καρδιά μου προς στιγμή πετάρισε. Στέκομαι αποσβολωμένη στο πρώτο δωμάτιο. Η συγκίνηση είναι τεράστια. Ο χώρος είναι μεν διαμορφωμένος έτσι ώστε να θυμίζει το σπίτι του αλλά τα αντικείμενα είναι όλα ψεύτικα, μουσειακά εκθέματα. Αυτό βοηθάει όμως τη φαντασία μου να λειτουργήσει. Βλέπω το μικρό Γκάμπο στα πόδια της γιαγιάς του να του λέει ιστορίες, τον βλέπω με την καφετιά τσαντούλα του να γυρίζει από το σχολείο, ύστερα τον είδα έφηβο να τρώει στη μεγάλη τραπεζαρία και μια ιθαγενής υπηρέτρια να του σερβίρει το φαγητό του. Περιπλανήθηκα στα υπόλοιπα δωμάτια ώσπου έφτασα σε εκείνο, και απευθείας έσβησε ο Γκάμπο από τα μάτια μου και είδα τότε το συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία να κάθεται μόνος μες τη μοναξιά του και να φτιάχνει τα ψαράκια του. Είδα την Ούρσουλα σκυφτή, το Μελκίαδες να φέρνει τον πάγο και την ωραία Ρεμέδιος να περνά με το λευκό της φόρεμα ανάμεσα από τα δωμάτια.
Δε θέλω να φύγω από εδώ. Έπρεπε όμως. Κι όταν τελικά έφυγα ένιωσα ένα κομμάτι της καρδιάς μου να αποκολλάται και να μένει για πάντα εκεί, δίπλα στα ψαράκια του Αουρελιάνο.
«Ήταν αναπόφευκτο: η μυρωδιά από πικραμύγδαλα του θύμιζε άτυχους έρωτες». Με τα λόγια αυτά ξεκινάει ένα άλλο αριστούργημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας».
Θυμάμαι, σε όλη τη χώρα να πλανιέται η μυρωδιά του πικραμύγδαλου. Έντονη, στυφή, διαπεραστική. Την οσμιζόσουν στην ατμόσφαιρα, την ανέδυε ο ιδρώτας των ανδρών, υπήρχε ακόμα και στα χαρτονομίσματα. Καμιά άλλη χώρα δε μυρίζει πικραμύγδαλο τόσο έντονα. Ακόμα πιο έντονα την είχα νιώσει τότε, στο Μακόντο, όταν φεύγοντας από το σπίτι του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες προθυμοποιήθηκε ένας αστυνομικός να με πάει μέχρι τη στάση του λεωφορείου με τη μηχανή του. Ήταν η μόνη φορά που ήρθα τόσο κοντά με έναν Κολομβιανό. Αποχαιρέτισα τότε για πάντα το Μακόντο με μια έντονη στη μύτη μυρωδιά πικραμύγδαλου που θυμίζει άτυχους έρωτες, και με μια βαριά καρδιά, τόσο βαριά που να σηκώνει το βάρος ενός ανεκπλήρωτου έρωτα.
Από όλα τα είδη μοναξιάς, η πιο βαριά μοναξιά είναι αυτή που σου αφήνει πίσω του ένας ανεκπλήρωτος έρωτας.
Οι συνοδευτικές φωτογραφίες είναι επιλογές της Φένιας Τσαγανάκη και ανήκουν στην ίδια.