Γράφει η Τζωρτζίνα Κουριαντάκη
Ένα δέμα βρισκόταν στο πλατύσκαλο, κάτι που υπό άλλες συνθήκες θα την έκανε να πετάξει στα ουράνια. Πόσα και πόσα πρωινά δεν είχε τρέξει γεμάτη λαχτάρα προς τη βαριά, ξύλινη πόρτα… Πόσες και πόσες φορές στο παρελθόν δεν είχε ρίξει πάνω της όλο της το βάρος, προσπαθώντας να την ανοίξει, μικρό κοριτσάκι ακόμα, ενώ εκείνη στεκόταν εμπόδιο… Και όλα αυτά, πριν να ξυπνήσει η μαμά γιατί αλλιώς…
Σήκωσε το προς έκπληξή της πανάλαφρο κουτί και το πήρε μέσα στην ασφάλεια του σπιτιού της. Αν κάποιος τής έκανε πλάκα, δεν θα ήταν η Ασημίνα εκείνη που θα του χάριζε τόσο απλόχερα το αίσθημα της νίκης εις βάρος της. Αλλά και πάλι, ποιος να ήθελε να παίξει τόσο ύπουλα με τη γαλήνη του μυαλού της; Απ’ την άλλη, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι κάποιος ήξερε. Ποιος όμως; Μόνο μ’ εκείνον είχε αυτόν τον τρόπο επικοινωνίας. Μα, εκείνος δεν θα μπορούσε να τον χρησιμοποιήσει τώρα. Όχι πια…
Ο πατέρας της είχε φύγει για έναν άλλο κόσμο, ανεξήγητο και μυστήριο. Έναν κόσμο που του ταίριαζε όσο κανένας άλλος, έναν κόσμο που θα καλωσόριζε με ευκολία τη μοναδική ιδιοσυγκρασία του. Η μητέρα της τής είχε ανακοινώσει έξι μήνες πριν, όταν εκείνη είχε μόλις κλείσει τα είκοσι τρία, ότι ο μπαμπάς είχε πεθάνει. Της το είχε πει απότομα, δίχως καν να προσπαθήσει να την προετοιμάσει για τα δυσάρεστα νέα. Βέβαια, δεν γνώριζε πόσο δεμένοι ήταν οι δυο τους ακόμα, ούτε και ότι είχαν συναντηθεί μόλις… έξι μέρες πρωτύτερα.
Με εξαίρεση την ημέρα της κηδείας, δεν είχε γίνει έκτοτε καμία αναφορά στο πρόσωπό του, καμία προσέγγιση από την άλλη του οικογένεια, ενώ η μητέρα της, ακλόνητη και κατά γενική ομολογία του κύκλου της πεισματάρα, δεν επέτρεπε να γίνεται κουβέντα μπροστά της για τον συγκεκριμένο από την ημέρα της ακύρωσης του γάμου τους.
Άνοιξε με τρεμάμενα χέρια το κουτί. Ένα μικρό κομμάτι χαρτί, λερωμένο με ψιλή άμμο. Δακρυσμένη, έπιασε το αινιγματικό σημείωμα παραμερίζοντας τους τελευταίους κόκκους άμμου.
«Ιούνιος»
Μια ξαφνική σκοτοδίνη την έκανε να πιαστεί όπως-όπως από το σκαμπό που ήταν κοντά της, με αποτέλεσμα να πέσει φαρδιά πλατιά στο πάτωμα, με εκείνο από πάνω της. Όχι, σίγουρα δεν το είχε χειριστεί καλά και τώρα ανησυχούσε πραγματικά ότι δεν θα χειριζόταν όπως του άξιζε ούτε το δώρο του πατέρα της και το μυστήριο περιεχόμενό του.
Απ’ όταν η μητέρα της έμαθε από τύχη -αν και αυτό, μάλλον ατυχία το θεωρούσε ανέκαθεν η Ασημίνα- ότι ο μπαμπάς είχε διαπράξει το έγκλημα της διγαμίας, προσπαθούσε αρχικά να καταλάβει με την αθωότητα του νεαρού της ηλικίας των επτά της χρόνων, τι ήταν αυτό, πώς του είχε έρθει να κάνει κάτι τέτοιο, γιατί είχε νιώσει την ανάγκη για δημιουργία δυο σπιτικών ταυτόχρονα, με δύο γυναίκες και ίσως και κάποιο άλλο παιδί εκτός εκείνης και το πιο σημαντικό… γιατί η μαμά δεν περιόρισε το μίσος και την αποστροφή της προς εκείνον μετά την ατυχή αυτή ανακάλυψη σε δική της χρήση. Γιατί έπρεπε να της απαγορεύσει να τον ξαναδεί; Γιατί εκείνος είχε δεχτεί το βέτο της μαμάς και έκτοτε την πλησίαζε μόνο κρυφά;
Κάθε φορά που ο μπαμπάς ήθελε να την δει, ένα δέμα με οδηγίες για το πώς να φτάσει σ’ εκείνον την έκανε να πετάει στα σύννεφα. Η Ασημίνα είχε αποδείξει απ’ τη νηπιακή ακόμα ηλικία τον υψηλό δείκτη ευφυίας της, κάτι που είχε αδιαμφισβήτητα κληρονομήσει απ’ τον πατέρα της, κατά τα λεγόμενα συγγενών, γνωστών και φίλων της οικογένειας. Ναι, είχαν τον ίδιο τρόπο σκέψης. Από παιδί, θυμάται, έφτανε μόνο να κοιτιούνται στα μάτια και ο ένας διάβαζε τον άλλον. Πόσο της είχε λείψει ο μπαμπάς…
Γιατί της το έκανε τώρα αυτό; Και σαν πού την έστελνε ετούτη τη φορά; Να δει ποιον; Αφού εκείνος είχε φύγει για πάντα. Να ήταν ένα δέμα που είχε παραπέσει σε κάποια γωνιά, κάποιο σκοτεινό υπόγειο της μεταφορικής εταιρείας; Να της το είχαν πάει τώρα, έξι μήνες αργότερα, μην αναλογιζόμενοι τις επιπτώσεις που θα είχε ένα ετεροχρονισμένα σταλμένο δέμα στην ψυχολογία του παραλήπτη;
Προσπαθώντας να σηκωθεί απ’ το πάτωμα, με την άκρη του ματιού της είδε το χαρτάκι δίπλα στο πόδι του τραπεζιού. Το γύρισε απ’ την άλλη μεριά. Κάποιος είχε γράψει κάτι και μετά το έσβησε. Διόρθωσε τον εαυτό της. Ο μπαμπάς είχε γράψει κάτι και μετά αποφάσισε να το σβήσει, προσδίδοντας ένα παραπάνω μυστήριο στο ήδη αινιγματικό εγχειρίδιο οδηγιών του. Ναι, μόνο ο πατέρας μπορούσε να στείλει έναν τόσο δύσκολο γρίφο.
Τινάχτηκε μονομιάς επάνω και έτρεξε προς το μικρό γραφειάκι δίπλα στην είσοδο. Ένα μολύβι με απαλή μύτη είχε γίνει τώρα ο τέλειος σύμμαχος. Τα χνάρια απ’ τη σκληρή μύτη του μολυβιού που είχε χρησιμοποιήσει εκείνος, έδιναν αβίαστα το μήνυμα.
«Αυτά τα δύο που συζητήσαμε εκεί»
Τίναξε κάποιους κόκκους άμμου που είχαν κολλήσει πάνω της κατά την πτώση της προηγουμένως και άρπαξε τη βαλίτσα απ’ την ντουλάπα.
Η μελαχρινή, ψηλόλιγνη ντετέκτιβ με τα μαύρα, μακριά, ίσια μαλλιά και τα λεπτά χαρακτηριστικά ήταν τώρα στο καράβι για την όμορφη Σαντορίνη, το τελευταίο σημείο συνάντησης με τον πατέρα της, λίγες μέρες πριν πεθάνει. Είχε λύσει τον μισό γρίφο και τώρα, αγναντεύοντας τα κύματα, έσπαγε το μυαλό της για το δεύτερο θέμα για το οποίο είχαν προφανώς μιλήσει με τον πατέρα της τότε, την τελευταία φορά που τον είχε δει.
Η ψιλή, μαύρη άμμος την είχε οδηγήσει στο αγαπημένο νησί των Κυκλάδων, ενώ το μόνο θέμα για το οποίο θυμάται να είχαν μιλήσει εκεί με τον πατέρα της ήταν μια υπόθεση που η ίδια είχε αναλάβει εδώ και εννέα μήνες και δεν είχε καταφέρει να διαλευκάνει ακόμα. Ένα μικρό παιδί έντεκα χρονών είχε βρεθεί νεκρό, αιμόφυρτο μέσα στον δρόμο. Ο ανεύθυνος οδηγός που όχι μόνο το χτύπησε με το αμάξι, αλλά το παράτησε και εντελώς αβοήθητο, στερώντας του την όποια ελπίδα είχε, κυκλοφορούσε ακόμα ελεύθερος. Οι γονείς του άτυχου αγοριού, δυσαρεστημένοι με την αδιαφορία της πολιτείας μετά το πέρας των πρώτων ημερών, είχαν εμπιστευτεί την έρευνα και τις ελπίδες τους σ’ εκείνη, λίγες μέρες μετά το συμβάν. Αλίμονο όμως, και οι δικές της έρευνες είχαν βρεθεί σε αδιέξοδο.
Στο λιμάνι, ένας οδηγός ταξί, θαρρείς μιλημένος από κάποιον για την άφιξή της, πήγε κατευθείαν προς το μέρος της. Μάλιστα, της πρότεινε ένα μικρό συγκρότημα διαμερισμάτων που, όπως εκείνος υποστήριζε, θα μετάνιωνε αν δεν επισκεπτόταν. Γνώριμος τρόπος προσέγγισης, σκέφτηκε. Παρόλα αυτά δεν τον ρώτησε αν κι εκείνος ακολουθούσε οδηγίες του πατέρα της. Εξάλλου, η ίδια γνώριζε πόσο πειστικός ήταν ο μπαμπάς της. Αν του είχε ζητήσει να αρκεστεί σε αυτά που ήδη της είπε, δεν θα του έπαιρνε ούτε λέξη παραπάνω. Ακόμα και από τον τάφο, ακόμα και από εκεί, εκείνος είχε τα ηνία.
Στον φιλόξενο χώρο υποδοχής, και ενώ είχε ζητήσει ένα μονόκλινο δωμάτιο, το κλειδί του οποίου της είχε μόλις δοθεί, στο άκουσμα του επιθέτου της ο υπάλληλος άλλαξε γνώμη, δίνοντάς της κάποιο άλλο δωμάτιο που, παρότι δίκλινο, θα της το άφηνε στην ίδια τιμή. Εξάλλου, αυτό ήταν το δωμάτιο που θα την άφηνε απόλυτα ικανοποιημένη. Για ακόμα μία φορά επέλεξε να μην κάνει ερωτήσεις. Πήρε το κλειδί αφήνοντας έναν αναστεναγμό και χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο στον πιστό υπάλληλο…
Πριν καν τακτοποιήσει τα λιγοστά υπάρχοντά της, σκάναρε με τα αμυγδαλωτά της μάτια όλο το δωμάτιο. Πού θα μπορούσε να είχε κρύψει ο πατέρας της αυτό το κάτι που θα την οδηγούσε στα χνάρια του θύτη; Και αν, αν όντως είχε ερμηνεύσει σωστά τον γρίφο, πώς εκείνος είχε καταφέρει να βρει κάτι; Συνταξιούχος μεν, πρώην αστυνομικός δε, θα μπορούσε κάλλιστα να της είχε πει κάτι νωρίτερα. Είχε φάει με τα μάτια της όλες τις γωνιές του δωματίου, συμπεριλαμβανομένης της μικρής βεράντας. Είχε λοιπόν, βρεθεί σε αδιέξοδο;
Καθώς το νερό της ντουζιέρας έπεφτε πάνω της, φαντάστηκε τη λυτρωτική ροή του να παίρνει μαζί της όλες τις έγνοιες, απομακρύνοντας κάθε αναπάντητο ερώτημα, κάθε γιατί που είχε στρογγυλοκαθίσει στον νου της. Μάταια όμως. Το ομολογουμένως αναζωογονητικό ντους είχε καταφέρει να χαλαρώσει μόνο τους σφιγμένους μύες του σώματός της.
Άναψε ένα τσιγάρο και κάθισε στη βεράντα. Μια πασχαλίτσα είχε βάλει στόχο να διανύσει ένα φύλλο λεμονιάς, όμως για κακή της τύχη, ένα απαλό αεράκι την πέταξε μακριά. Η Ασημίνα κατέβηκε τα σκαλοπάτια, την βρήκε και την άφησε να περπατήσει πάνω της. Για καλή τύχη, σκέφτηκε. Στ’ αλήθεια όμως, θα μπορούσε κανείς να εκβιάσει την τύχη του; Και αν ο πατέρας της είχε βρει τον υπεύθυνο για τον θάνατο του αγοριού, γιατί να έπαιρνε εκείνη τα εύσημα; Δεν ήταν καν τυχερή με την έρευνά της. Τώρα, θα της τα έδινε όλα έτοιμα ο πατέρας της; Η μικρή πασχαλίτσα είχε βρει καταφύγιο σε έναν περήφανο, λυγερόκορμο ιβίσκο. Διέσχιζε το μακρύ, ατέλειωτο κλωνάρι, κάνοντας μικρά διαλείμματα δροσιάς πάνω στα φιλόξενα πράσινα φύλλα. Όταν η ανάπαυλα τής φαινόταν αρκετή, έβαζε πλώρη για το επόμενο φύλλο, την επόμενη όαση που θα την δεχόταν απλόχερα στην αγκαλιά της. Το όμορφο λουλούδι, έτσι όπως έγερνε τα κλαδιά του στο μικρό βεραντάκι, έδινε ελπίδες στην Ασημίνα. Μπορεί και να έπεφτε πάνω της η νέα της γνωριμία με το επόμενο αεράκι…
Πάνω στη βιασύνη της να φύγει για το νησί, δεν είχε πάρει ούτε ένα βιβλίο να διαβάσει, ούτε καν τα στοιχεία της υπόθεσης. Είχαν καταθέσει τρεις μάρτυρες που δυστυχώς διαφωνούσαν μεταξύ τους ως προς τη μάρκα του αυτοκινήτου, το χρώμα αλλά και την ταχύτητα αυτού. Για την ώρα, έπρεπε να χαλαρώσει διαβάζοντας κάτι μέχρι να συνεχίσει το ψάξιμο. Θυμήθηκε τη συνήθεια που είχαν με τον πατέρα της, όταν μικρή ακόμα, ήθελε να της διαβάσει κάτι και εκείνος δεν είχε εύκαιρο κανένα παραμύθι. Έπιαναν ό,τι βρισκόταν μπροστά τους, ένα διαφημιστικό φυλλάδιο, μια εφημερίδα, μια επαγγελματική κάρτα, ακόμα και μια συσκευασία ενός αφρόλουτρου, μιας κονσέρβας, ενός αναψυκτικού και προσπαθούσαν να βρουν ορθογραφικά ή συντακτικά λάθη. Έπιασε το τετράδιο των πελατών. Διαβάζοντάς το θα χαλάρωνε και θα ξεχνιόταν για λίγο.
Ώστε είχε ξαναέρθει λίγο πριν πεθάνει, λίγες μόλις μέρες μετά από όταν τον είχε δει για τελευταία φορά και είχε μείνει σ’ αυτό το δωμάτιο με κάποιον Δημήτρη. Χαμογέλασε και η ίδια με τη ζήλεια που έβγαλε άθελά της για αυτόν τον Δημήτρη που είχε τη χαρά να δει πιο μετά και από την ίδια τον πατέρα της. Ξαναδιάβασε τα τόσο αγαπημένα της γράμματα πάνω στην κόλλα του τετραδίου.
«Όλα ήταν υπέροχα, όπως κάθε φορά άλλωστε. Λυπήθηκα για ιδιαίτερα τα ευρήματά μου από πάνω».
Περικλής Στεφανόπουλος
Ο πατέρας της είχε κάνει συντακτικό λάθος; Εννοούσε… «Λυπήθηκα ιδιαίτερα για τα ευρήματά μου από πάνω» ή «Λυπήθηκα για τα ιδιαίτερα ευρήματά μου από πάνω». Μα ο πατέρας δεν έκανε ποτέ λάθη, πόσο μάλλον τόσο ανόητα, που ούτε παιδάκι στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού δεν θα έκανε. Σαν να ήθελε να τραβήξει την προσοχή της. Και τι εννοούσε… από πάνω;
Μισή ώρα αργότερα, λουσμένη στον ιδρώτα και εντελώς δυσαρεστημένη για άλλη μια έρευνα που έληξε άδοξα, κατέβαινε τη σκάλα από την ταράτσα. Μια αποθήκη, ένας ηλιακός θερμοσίφωνας και κάθε λογής γλαστράκια είχαν ψαχτεί τόσο εξονυχιστικά, που τώρα ένιωθε όλους τους ενοίκους των γύρω δωματίων να την κοιτούν με εύλογη περιέργεια. Άρπαξε αμήχανη το τετράδιο πάνω απ’ το τραπέζι της βεράντας και μπήκε στην ασφάλεια του δωματίου της. Ήταν τώρα ακόμα πιο αποφασισμένη να λύσει τον γρίφο. Συνέχισε να διαβάζει.
«Η Σαντορίνη είναι ένας παράδεισος που γαληνεύει την ψυχή. Θα τα ξαναπούμε τον Ιούνιο».
Δημήτρης Σ.
Τον Ιούνιο λοιπόν… Ώστε γι’ αυτό την είχε φέρει ο πατέρας της εκεί τώρα… Δεν είχαν περάσει ούτε πέντε λεπτά και είχε βρεθεί μπροστά στον αινιγματικό υπάλληλο υποδοχής. Ναι, είχε έρθει ο κύριος Δημήτρης και ενώ ήταν σίγουρος για το σε ποιον αναφερόταν, δεν μπορούσε να της αποκαλύψει ο ίδιος το επίθετό του. Δεν του το επέτρεπαν οι οδηγίες και από σεβασμό στη μνήμη του πατέρα της…
Μάλιστα… Ο μπαμπάς και οι γρίφοι του… Ένας νεαρός, που ήταν δεν ήταν συνομήλικός της, ζήτησε το κλειδί του. Για κάποια δευτερόλεπτα που της φάνηκαν αιώνας, μια ενοχλητική αφωνία από τη μεριά του λαλίστατου ως πριν λίγο υπαλλήλου, έκανε τα αυτιά της να σφυρίζουν, ενώ ο νεαρός που ακόμα περίμενε το κλειδί του την κοίταζε σαν να ήθελε να διαβάσει μέσα στην ψυχή της. Παραδόξως, ένιωσε να έλκεται από την παράξενα γνώριμη ματιά του. Όχι ερωτικά, απλά… περίεργα. Ενοχλημένη με το όλο συμβάν, έφυγε για το δωμάτιό της. Ίσως σκεφτόταν παραπάνω απ’ όσο έπρεπε. Ίσως ήταν ώρα ν’ αφεθεί στα όνειρά της. Αχ μπαμπά, σκέφτηκε, μακάρι να μ’ επισκεφτείς και να μου δώσεις ένα σημάδι…
Τι μπερδεμένο όνειρο! Σκόρπιες εικόνες αυτού ερχόταν τώρα στη μνήμη της. Μια παραλία, χειροπέδες, ένα αγόρι να της πιάνει το χέρι και… κενό. Τίποτα άλλο δεν μπόρεσε ν’ ανακαλέσει απ’ τα σκοτεινά μονοπάτια του μυαλού της, εκεί που είχε τώρα κρυφτεί το μεσημεριανό της όνειρο.
Ένα σημείωμα στο πάτωμα του δωματίου, ακριβώς μπροστά από τη χαραμάδα της πόρτας, έλεγε:
«Στη Μαύρη Παραλία στις 7 μ.μ.»
Δημήτρης Στεφανόπουλος
Οι τοίχοι του δωματίου, λες και ήταν μέρος μιας μυστικής εισόδου, σαν να είχαν πάρει άξαφνα ζωή, είχαν τώρα στήσει έναν τρελό χορό. Το φωτιστικό έμοιαζε να θέλει να βγει από τη θέση του, έτσι όπως λικνιζόταν στον ρυθμό τους και η Ισμήνη… σωριάστηκε για άλλη μια φορά στο πάτωμα.
Ο ήλιος ήταν τώρα ακόμα πιο ανελέητος και η αποπνικτική ζέστη την επανέφερε στην πραγματικότητα. Ώστε είχε αδερφό; Ο μπαμπάς, αυτός ο ερωτύλος στα νιάτα του Δον Ζουάν, τής είχε κάνει το πιο σπάνιο δώρο! Και γιατί δεν της το είχε πει τότε, την τελευταία φορά που τον είδε; Τότε που επιτέλους είχε βρει το θάρρος να τον ρωτήσει αν είχε κάνει παιδιά με την άλλη του γυναίκα; Θυμάται, εκείνος είχε απλά παραμείνει σιωπηλός. Ώστε αυτό ήταν το δεύτερο ζητούμενο του γρίφου. Να γνώριζε τον αδερφό της!
Η απρόσμενη χαρά, αγκαλιασμένη τώρα με την αγωνία της πρώτης συνάντησης, έκανε απίστευτη φασαρία μες στο μυαλό της. Και πώς θα τον αναγνώριζε; Θα την πλησίαζε εκείνος, το δίχως άλλο. Και αν… αν εκείνος τελικά δεν την πλησίαζε; Αν το μετάνιωνε; Ε, θα τον έψαχνε, σκέφτηκε και χαμογέλασε με αυτοπεποίθηση. Μπορεί να μην είχε καταφέρει να βρει εκείνον τον ασυνείδητο οδηγό που στέρησε από ένα νεαρό, άβγαλτο ακόμα αγόρι, τη ζωή σε ένα σκοτεινό δρομάκι της Ίου, αλλά έναν άνθρωπο του οποίου το ονοματεπώνυμο τής ήταν γνωστό, μπορούσε να τον βρει πριν η ίδια ανοιγοκλείσει τα βλέφαρά της. Η υπόθεση που την βασάνιζε τόσο καιρό παράμενε άλυτη, είχε βρει όμως έναν αδερφό, και αυτό δεν ήταν καθόλου λίγο, σκέφτηκε και χαμογέλασε νιώθοντας ταυτόχρονα μια άγρια ενοχή για τη χαρά της.
Ο πατέρας της, ακόμα και από τον τάφο, συνέχιζε να την εκπλήσσει, σκέφτηκε μετά και ξαναχαμογέλασε. Μέχρι να πάει επτά, θα σκότωνε την ώρα της διαβάζοντας εμπειρίες περασμένων επισκεπτών. Είχε φτάσει έως και εννέα μήνες πριν, όταν το είδε.
«Η διαμονή μου εδώ μού χάρισε γαλήνη. Συγγνώμη, Σταμάτη.»
Δ.Σ
Ναι, ήταν ο ίδιος γραφικός χαρακτήρας με εκείνον του αδερφού της. Αδερφού της… Θα συνήθιζε άραγε ποτέ στην ιδέα; Και σε ποιον ζητούσε συγγνώμη; Συγχώρεση από αυτόν τον… Σταμάτη, γιατί;
Δαγκώθηκε! Ο πατέρας της τελικά δεν της είχε κάνει δώρο μόνο τον αδερφό που πάντα ήθελε. Ο πολυμήχανος πρώην αστυνομικός είχε βρει, ή μάλλον ήξερε απ’ την αρχή, ποιος ήταν ο θύτης του άσχημου εκείνου τροχαίου που άφησε νεκρό τον άτυχο Σταμάτη απ’ το γειτονικό νησί. Ο φυγάς οδηγός ήταν ο αδερφός που η Ασημίνα θα γνώριζε σε λίγο.
Επτά πάρα είκοσι… Πώς θα οδηγούσε στη δικαιοσύνη τον ίδιο της τον αδερφό; Πώς θα φερόταν έτσι σε έναν άνθρωπο δικό της που μόλις θα γνώριζε; Πώς θα του το έλεγε, πώς;
Επτά παρά τέταρτο… Είχε όμως υποχρέωση στον Σταμάτη, στη δικαιοσύνη, στα δυο ζευγάρια μάτια εκείνων των γονιών που περίμεναν πια μόνο από την ίδια μια ηθική ικανοποίηση, στην αλήθεια την ίδια.
Επτά παρά δέκα… Μα γιατί της το είχε κάνει αυτό ο πατέρας της; Γιατί να την φορτώσει με αυτό το βάρος; Έριξε μια τελευταία ματιά στην ημερομηνία που υπέγραφε ο Δημήτρης, ζητώντας συγχώρεση. Μια μέρα μετά το κακό… Έκλεισε θυμωμένη την πόρτα πίσω της και κίνησε για την παραλία.
Η μαύρη άμμος ταίριαζε τόσο με τις βουτηγμένες στα χρώματα του Άδη σκέψεις της… Ένας νεαρός τής έγνεψε από μακριά. Ήταν εκείνος ο νεαρός με το έντονο βλέμμα, το γνώριμο βλέμμα του πατέρα τους. Τώρα πια δεν την κοιτούσε σαν να ήθελε να την διαβάσει. Τώρα είχε το βλέμμα χαμηλωμένο.
Τους βρήκε το ξημέρωμα αγκαλιασμένους. Είχε πια τελειώσει τις σπουδές του και ήθελε να παραδοθεί, έστω αργά, στη δικαιοσύνη. Λίγο αργότερα θα έπαιρναν το πλοίο για την Ίο. Λίγο πριν μπουν μαζί, πιασμένοι χέρι-χέρι, στο αστυνομικό τμήμα, μία πασχαλίτσα, ερχόμενη θαρρείς από το πουθενά, βρήκε καταφύγιο ακριβώς εκεί που ενώνονταν τα χέρια τους. Καλοτυχιά, είπαν ταυτόχρονα. Υποσχέθηκαν να μην χαθούν.
ΤΕΛΟΣ
Copyright © Τζωρτζίνα Κουριαντάκη All rights reserved, 2018
Το συνοδευτικό κολάζ δημιουργήθηκε από πίνακα της Caroline Atkinson (Afternoon Dunes, ακρυλικό σε καμβά).
Της ίδιας:
Αδυναμία
Μια μάνα που δεν αγαπούσε το παιδί της
Ακόμα περισσότερα έργα!
Το συνοδευτικό κολάζ δημιουργήθηκε από πίνακα της Caroline Atkinson (Afternoon Dunes, ακρυλικό σε καμβά).
Της ίδιας:
Αδυναμία
Μια μάνα που δεν αγαπούσε το παιδί της
Ακόμα περισσότερα έργα!