Ο Θαλής ο Μιλήσιος είναι γνωστός όχι μόνο για τα μαθηματικά του θεωρήματα αλλά και ως ένας από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας και προσωκρατικός φιλόσοφος. Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι φημίζονται για τις ιδέες που είχαν αναπτύξει όσον αφορά στη δημιουργία του κόσμου. Για το Θαλή λοιπόν τα πάντα ξεκινούν από το νερό. Ο άνθρωπος ξεκίνησε την ύπαρξή του ως αμφίβιο ον και κάποτε, για άγνωστους λόγους έχασε την ιδιότητά του να μπορεί να αναπνέει κάτω από το νερό. Όσο παράλογο και να ακούγεται, έχει μια βάση, αφού όλοι μας κάποτε για εννιά μήνες ζούσαμε και αναπνέαμε σε ένα υγρό φιλόξενο ήσυχο περιβάλλον ακούγοντας μόνο την αναπνοή της μητέρας μας.
Αυτά αναλογιζόμουν τις δυο ολόκληρες ώρες που πέρασα κάτω από το νερό της Καραϊβικής, εξερευνώντας τα ψάρια και τα κοράλλια του βυθού, στην απόλυτη ηρεμία, ακούγοντας μόνο τη δική μου αναπνοή. Παραδόθηκα στην τεράστια μήτρα της θάλασσας και αφέθηκα απόλυτα, και μόνο όταν ήρθε ο βαρκάρης που με συνόδευε, κατάλαβα πως είχαν περάσει δυο ολόκληρες ώρες σιωπής.
Η Καρταχένα δε φημίζεται για τις παραλίες της και όποιος ονειρεύεται λευκή άμμο, πεντακάθαρα γαλανά νερά και snorkeling δεν έχει παρά να πάρει το πλοιάριο της γραμμής και να περάσει στο απέναντι νησί. Η Playa blanca υπόσχεται μια καλή γεύση εξωτικής θάλασσας, αρκεί να κινηθεί κανείς μακριά από τη μάζα των τουριστών. Το snorkeling λοιπόν, φάνταζε ιδανικό για την περίπτωσή μου, που επιδίωκα την απομόνωση. Με 40.000 πέσος νοίκιασα το κρις κραφτ που θα με πήγαινε σε έναν ύφαλο, πολύ μακριά από οποιαδήποτε ανθρώπινη παρουσία.
Αφού πέρασαν οι δυο ώρες και επέστρεψα, βρήκα ένα μικρό καλυβάκι κι έφαγα το ταπεινό μου ψάρι με πλαστικό μαχαιροπίρουνο, χωρίς χαρτοπετσέτες και άλλες χλιδές, και απόλαυσα τόσο πολύ αυτή μου την ελευθερία που δεν ένιωσα καν να παραβιάζονται τα όρια του comfort zone μου -εγώ που και την πίτσα την τρώω με μαχαιροπίρουνο.
Αργά το απόγευμα, και αφού είχα απολαύσει μια πίνια κολάντα σε ανανά, πήρα το δρόμο της επιστροφής, λιγάκι κουρασμένη. Γύρισα στο ξενοδοχείο για ένα μπάνιο και παρά την κούραση της θάλασσας είχα όρεξη να βγω έξω.
Πήγα να δω το ηλιοβασίλεμα στο λιμάνι πίνοντας έναν αποτυχημένο καφέ, και αφού βάφτηκε ο ουρανός με μενεξεδιά χρώματα αποφάσισα να κάνω μια βόλτα στα σοκάκια της πόλης που είναι πανέμορφα φωτισμένα.
Από μακριά ακούω φωνές, κροτίδες, ουρλιαχτά χαράς, πανηγυρισμούς. Και τότε θυμάμαι πως η πόλη γιορτάζει την ανεξαρτησία της. Ο Βενεζουελάνος Σιμόν ντε Μπολίβαρ που είχε όραμα μια ενωμένη χώρα, μακριά από Ισπανούς κατακτητές, με λίγο πείσμα και πολύ συγκυριακή τύχη τα κατάφερε. Η Καρταχένα είναι μια από τις πρώτες πόλεις της Λατινικής Αμερικής που ανεξαρτοποιήθηκαν. Σήμερα σχεδόν κάθε κεντρική πλατεία στη λατινική Αμερική φέρει το όνομά του Λιμπερταδόρ, παρόλο που στα τελευταία χρόνια της ζωής του υποτιμήθηκε από το λαό και πέθανε μόνος και ξεχασμένος.
Φυσικά οι Καρταχένιοι τιμούν τη συμβολή του και το γιορτάζουν με το χαρακτηριστικό τους τρόπο: με χορό και καρναβάλι.
Το πλήθος με παρασέρνει και πλησιάζω όλο και περισσότερο να δω από κοντά τους εορτασμούς και να γίνω κι εγώ κομμάτι αυτής της χαράς.
Παιδιά τρέχουν γύρω γύρω ανέμελα, μικροπωλητές διαλαλούν την πραμάτεια τους, μπαλόνια, κομφετί, μαλλί της γριάς παντού, κροτίδες σκάνε από το πουθενά και στο βάθος μια χρωματιστή λαοθάλασσα από καρναβαλιστές με τεράστια χαμόγελα και εκτυφλωτική λάμψη στο βλέμμα. Ακολουθώ την πομπή εκστασιασμένη, χαμογελάω μόνη μου, γίνομαι ένα με το πλήθος, σπρώχνω και σπρώχνομαι κι εγώ για να αποτυπώσω για πάντα στο φακό μου τις εικόνες που ακόρεστα προσπαθώ να ρουφήξω. Σε κάποια στιγμή βλέπω ένα μεγάλο άνοιγμα και αποφασίζω να σταθώ εκεί για να τραβήξω καθαρότερο βίντεο και φωτογραφίες. Έχω σταθεί δίπλα σε μια κυρία που παρακολουθεί κι εκείνη εκστασιασμένη. Η καρδιά μου νιώθει πληρότητα με τόση χαρά γύρω μου. Και τότε, εντελώς ξαφνικά και απροειδοποίητα, η διπλανή κυρία βουτάει ουρλιάζοντας σα τρελή στην πομπή και αγκαλιάζει τη φίλη της που είχε μόλις αναγνωρίσει να περνάει ντυμένη καρναβάλι. Οι δυο φίλες χαίρονται απίστευτα και δε μπορούν να συγκρατήσουν τις κραυγές τους, πηδούν πάνω κάτω αγκαλιασμένες σα μωρά παιδιά. Και τότε ξαφνικά, μέσα σε αυτό το κλίμα ευφορίας, μέσα στην τόση χαρά, μέσα στις κραυγές και τις επευφημίες, ένας λυγμός ήρθε στο λαιμό μου.
Ήταν τόσο αιφνιδιαστικός και τόσο ξένος σε μένα.
Σε μένα που δε κλαίω ποτέ, σε μένα που είμαι δυνατή και ανεξάρτητη και που έχω περάσει εδώ και χρόνια στο απυρόβλητο του πόνου. Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα χαράς εγώ δε μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου που πλέον έτρεχαν ποτάμι. Κι είχα χρόνια να κλάψω. Οι περαστικοί με κοιτούν με απορία μα εμένα δε με νοιάζει. Δε προσπαθώ καν να σταματήσω το κλάμα. Φεύγω από κει, αποσύρομαι σε ένα παγκάκι, μακριά από το πλήθος, και ακόμα κλαίω.
Ποιον κοροϊδεύω;
Γιατί όσο ωραία και να είναι η ανεξαρτησία, όσο ωραίο είναι να πατάς στα πόδια σου, να είσαι αυτοδημιούργητος και κύριος του εαυτού σου, δε παύει να είσαι άνθρωπος και να θέλεις βασικά αγαθά όπως η ευτυχία και η χαρά, να τα μοιράζεσαι.
Γύρω μου όλοι διασκεδάζουν. Η Καρταχένα δεν είναι μόνο η παραμυθούπολη του ιστορικού κέντρου. Λίγο παραέξω ξεκινούν τα χαμόσπιτα με τις λαμαρίνες για στέγες. Η φτώχεια όμως δεν εμποδίζει αυτούς τους ανθρώπους να χαίρονται και να γλεντούν. Μπορεί και να το παρακάνουν, τουλάχιστον δε μιζεριάζουν. Δεν είναι όμως τόπος αυτός για κλάματα. Είναι τόπος για χαρά, και η χαρά πρέπει να κρατά μέχρι τα βαθιά γεράματα.
Διόλου τυχαίο που στην πόλη αυτή ήρθε ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκεζ για να συγγράψει το έργο του «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας», μια ωδή στην αγάπη που κρατά αιώνια.
Το μυθιστόρημα του Gabriel José García Márquez, Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας, κυκλοφόρησε το 1986 από τις εκδόσεις Νέα Σύνορα - Α.Α. Λιβάνη.
Στην περίληψη:
Ο κεραυνός που χτυπάει τις καρδιές του νεαρού Φλορεντίνο Αρίσα και της συνομήλικής του Φερμίνα Δάσα διακόπτεται απότομα από τη σφοδρή αντίδραση του πατέρα της και ακυρώνεται με το πέρασμα του χρόνου, όσον την αφορά.
Ο Φλορεντίνο θα παραμείνει συναισθηματικά ανάπηρος σχεδόν για όλη του τη ζωή, μη μπορώντας να την ξεχάσει. Η Φερμίνα, αντίθετα, υποκύπτει στα θέλγητρα ενός γοητευτικού και έμπειρου γιατρού, φτιάχνει οικογένεια και εκλογικεύει την απώλεια του πρώτου άντρα στη ζωή της.
Με φόντο τις ακτές της Καραϊβικής και δαμόκλειο σπάθη την τρομερή αρρώστια της εποχής, τη χολέρα, οι δύο πρωταγωνιστές επιζούν σαν να είναι απρόσβλητοι από την επιδημία, λόγω της δύναμης με την οποία ερωτεύτηκαν. Θα συναντηθούν μόνον όταν ο σύζυγος της Φερμίνα πεθάνει και το πεδίο για τον Φλορεντίνο είναι και πάλι ελεύθερο.
Όχι μόνο δεν την ξέχασε -μετά από 51 χρόνια, 9 μήνες και 4 ημέρες που έχουν περάσει- αλλά δεν την ξεπέρασε ποτέ, και το ψήγμα της ελπίδας μέσα του έμεινε ζωντανό και ενεργό...
Το χρονικό μιας μακρόχρονης και υπομονετικής αναμονής, ενός πόθου που δεν σβήνει με τον καιρό μα δυναμώνει και ξεπερνά όλα τα εμπόδια. Με σκηνικό ένα μικρό λιμάνι της Καραϊβικής, η ιστορία του Φλορεντίνο Αρίσα, που περιμένει περισσότερο από πενήντα χρόνια για να εξομολογηθεί τον αιώνιο έρωτα του στην όμορφη Φερμίνα Δάσα, μας παρουσιάζεται μεθυστική και εκθαμβωτική σαν όνειρο, αληθινή και οικεία σαν τις πιο βαθιές επιθυμίες μας.
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (ισπ. Gabriel José García Márquez, 6 Μαρτίου 1927 - 17 Απριλίου 2014) ήταν σπουδαίος Κολομβιανός συγγραφέας. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του λογοτεχνικού ρεύματος του «μαγικού ρεαλισμού» και ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της Ισπανόφωνης λογοτεχνίας. Γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου 1927 στο χωριό Αρακατάκα, Διαμέρισμα Μαγδαλένα, Κολομβία. Το 1947 ξεκίνησε να σπουδάζει Νομική και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Μπογοτά. Την ίδια χρονιά δημοσίευσε σε εφημερίδα το πρώτο του διήγημα, «Η Τρίτη Παραίτηση». Το 1948 μετακόμισε στην Καρθαγένη της Ινδίας των Δυτικών Ινδιών και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία σε εφημερίδες και περιοδικά. Πρωτοεμφανίστηκε το 1947 και το 1967 δημοσιεύτηκε το μυθιστόρημά του «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς», το οποίο τον καθιέρωσε ως έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας, καθώς αποκόμισε αμέσως τις θετικότερες κριτικές και του χάρισε μεγάλη διασημότητα. Το 1982 του δόθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Με βάση το σκεπτικό της απόφασης, ο Μάρκες τιμήθηκε με το βραβείο «για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, στα οποία το φανταστικό και το πραγματικό συνδυάζονται σε έναν πλούσιο κόσμο φαντασίας, αντανακλώντας τη ζωή και τις συγκρούσεις μιας ηπείρου». Τα τελευταία χρόνια αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή καθώς αντιμετώπιζε προβλήματα με τον καρκίνο των λεμφαδένων. Πέθανε στις 17 Απριλίου 2014, σε ηλικία 87 ετών στο Μεξικό όπου και είχε εγκατασταθεί το 1961. Κατά καιρούς διέμενε και στην Καρθαγένη της Κολομβίας, στην Βαρκελώνη της Ισπανίας και στην Αβάνα.