Γράφει η Τζωρτζίνα Κουριαντάκη
−1−
Αυτή η κοπέλα πραγματικά του την έδινε στα νεύρα. Καλά λένε ότι όταν μια γυναίκα έχει μια ανώτερη θέση είναι πιο αυστηρή από τους άντρες. Τις τελευταίες μέρες η τύπισσα το είχε παρακάνει. Ερχόταν κάθε μέρα και τον ρωτούσε με τουπέ αν είχε καταφέρει ν’ ανοίξει την πόρτα. Δύο μέρες στη σειρά, η ίδια ιστορία. Η όμορφη ντετέκτιβ με ύφος καρδιναλίων να τον ρωτά αν άνοιξε την πόρτα, εκείνος να της απαντά ότι πέρα από το πρώτο σπρώξιμο, δεν έβλεπε πώς θα κατάφερνε να την ανοίξει και αυτή να φεύγει προς αναζήτηση κάποιου… “πιο υπεύθυνου”, εκτοξεύοντας απειλές.
Σήμερα όμως, ήταν αλλιώς. Είχε φέρει μαζί της κι έναν μικρό “στρατό” από κλειδαράδες και μηχανικούς. Ο Στάθης δεν είχε καμία όρεξη να διαπληκτίζεται πρωί-πρωί με τον οποιονδήποτε, πόσο μάλλον με αυτήν την όμορφη γυναίκα που ξεχείλιζε από νεύρα και ειρωνεία. Θα τους άφηνε να χάσουν όσο χρόνο ήθελαν ενώ αυτός θα απολάμβανε το θέαμα αργοπίνοντας τον αχνιστό καφέ του.
Ο Στάθης ήταν συντηρητής στο αεροδρόμιο και στα επτά χρόνια που δούλευε εκεί, ουδέποτε είχε ανοίξει αυτή η πόρτα δίπλα στις τουαλέτες. Όταν ο προκάτοχός του, λίγο πριν βγει στη σύνταξη, του είχε πει για το μυστήριο της πόρτας, η αλήθεια είναι ότι του είχε προξενήσει το ενδιαφέρον για κάμποσα λεπτά, αλλά ως εκεί. Μάλλον θα ήταν κολλημένη. Δεν θα έσκαγε κιόλας για μια πόρτα που δεν οδηγούσε πουθενά. Όλα πηγαίναν μια χαρά άλλωστε στο αεροδρόμιο τόσα χρόνια και χωρίς αυτό που έκρυβε πίσω της αυτή η πόρτα. Σε τι θα βοηθούσε να άνοιγαν μια πόρτα που δεν την είχε χρησιμοποιήσει ποτέ κανείς; Και αυτό με το χερούλι; Αυτή η πόρτα δεν είχε καν χερούλι, μα μήτε και κλειδαριά. Προφανώς θα ήταν κάποιο από εκείνα τα περιβόητα κατασκευαστικά λάθη του αρχιτέκτονα. Ναι, ήταν πολύ πιθανό να ήταν απλά μια πόρτα κολλημένη στον τοίχο.
Ένα γέλιο που του ξέφυγε έκανε τα γεμάτα σπίθες μάτια της μελαχρινής ντετέκτιβ να πέσουν με ειρωνεία πάνω του. Ψηλή, αδύνατη, με σαρκώδη χείλη, καλοσχηματισμένη, λεπτή μύτη και απ’ όσο μπορούσε να διακρίνει πάνω απ’ το εφαρμοστό ταγιέρ της, αρκετά γυμνασμένη∙ κάθε φορά που τον κοιτούσε, αυτός κοκάλωνε. Εντελώς αγύμναστος ο ίδιος και με την άθλια στολή του συντηρητή αισθανόταν πολύ μειονεκτικά απέναντί της. Ίσως αν τον έβλεπε εκτός εργασίας. Ναι, ίσως τότε να μπορούσε ν’ ανταγωνιστεί τους καλοντυμένους πιλότους που έκαναν το κατσούφικο, έξυπνο μουτράκι της να μεταμορφώνεται σε αγγελικό και να φωτίζεται απ’ το πιο λαμπερό χαμόγελο.
—Βρίσκετε κάτι αστείο, νεαρέ;
—Τίποτα, τίποτα. Κάντε τη δουλειά σας. Απλά κάτι θυμήθηκα… νεαρά.
—Πώς μου μιλάτε έτσι; Δεν σας επιτρέπω.
—Μα, τι σας πείραξε; Το “νεαρά”; Αν εσείς μπορείτε να με αποκαλείτε νεαρό, μπορώ κάλλιστα να σας απευθύνομαι με τον ίδιο τρόπο, έτσι δεν είναι; Εξάλλου, ίδια ηλικία πρέπει να έχουμε πάνω κάτω. Όσον αφορά το γέλιο μου, συγγνώμη αλλά πώς να μπορέσω να συγκρατηθώ όταν έχετε φέρει κλειδαρά για να ανοίξετε μια πόρτα χωρίς κλειδαριά;
—Έχετε κάποια καλύτερη ιδέα;
Ο Στάθης είχε επιστρατεύσει όλη τη γοητεία του, τώρα όμως τον είχε κολλήσει στον τοίχο. Έπρεπε να βρει γρήγορα κάτι ν’ απαντήσει. Έπρεπε…
—Το φαντάστηκα.
Η όμορφη και απρόσιτη ντετέκτιβ τού είχε γυρίσει την πλάτη.
—Τελικά, δεν μου απαντήσατε ποτέ.
—Σε τι πράγμα; Δεν θυμάμαι να άκουσα καμιά ερώτηση.
—Στο αν είμαστε συνομήλικοι.
—Δεν ρωτούν μια κυρία την ηλικία της.
—Παντρεμένη, λοιπόν.
—Όχι δα. Και δεν είναι δική σας δουλειά αυτό.
—Ναι, δεν είναι. Όπως και να ’χει, είμαι ο Στάθης.
Της έτεινε το χέρι του.
—Αλεξάνδρα.
Η όμορφη Αλεξάνδρα, αρνούμενη τη χειραψία μπήκε άθελά της για τα καλά στη λίστα του. Ναι, έπρεπε να ημερέψει αυτό το ανήσυχο αγρίμι. Πώς όμως θα την εξημέρωνε; Αυτή μετά βίας του μιλούσε.
̶ 2 ̶
Ο Στάθης άνοιξε τα μάτια του χορτασμένος από ύπνο. Ετούτη την εβδομάδα θα δούλευε νυχτερινός κι έτσι δεν είχε βάλει ξυπνητήρι. Έπρεπε να κοιμηθεί όσο περισσότερο μπορούσε ώστε ν’ αντέξει το περίεργο ωράριο. Άκουσε τη μητέρα του που έκανε δουλειές στην κουζίνα. Σε λίγο θα ερχόταν να τσεκάρει αν εκείνος είχε ξυπνήσει. Ήταν τριάντα πέντε χρονών και έμενε ακόμα με τους δικούς του. Τα είχε κάνει όλα όπως έπρεπε. Είχε τελειώσει τ’ αγγλικά του, είχε σπουδάσει, είχε επομένως όλα τα προσόντα για ένα καλύτερο αύριο, αλλά το Υπουργείο Παιδείας είχε άλλη γνώμη. Είχαν παγώσει τις προσλήψεις δασκάλων Πρωτοβάθμιας, παρόλα τα κενά στην εκπαίδευση.
Απογοητευμένος λόγω της κατάστασης, είχε αποφοιτήσει και από μια τεχνική σχολή και έτσι μπόρεσε να βρει μια δουλειά ως υπεύθυνος συντήρησης στο αεροδρόμιο. Όμως, αλίμονο, δεν μπορούσε να κάνει και πολλά με τον πενιχρό μισθό του. Μετά από μια σειρά περικοπών, είχε πάρει την απόφαση να ξαναγυρίσει στο πατρικό του και να ζήσει και πάλι με τους γονείς του.
Εκείνοι ήθελαν να τον δουν τακτοποιημένο με μια καλή κοπέλα όμως ο ίδιος δεν γελιόταν. Κάθε μέρα στην πιάτσα, έβλεπε πως οι κοπέλες σήμερα, το τελευταίο πράγμα που είχαν στο μυαλό τους ήταν ο γάμος και τα παιδιά. Όλες τον πλησίαζαν μόνο για τη γοητεία και το σεξαπίλ του. Το ήξερε αυτό και δεν τον πείραζε καθόλου. Κάθε μέρα έπαιρνε και μια διαφορετική κοπέλα βόλτα με τη μηχανή του και η βραδιά, τις περισσότερες φορές, είχε και πιο πικάντικη συνέχεια. Του άρεσε που ήταν ακόμα ο γόης της παρέας αλλά τον είχε κουράσει όλο αυτό. Ίσως αν κάποια τον κοιτούσε και για το μέσα του… ίσως τότε να την έβλεπε κι αυτός διαφορετικά. Όμως, ποια θα ήθελε να κάνει κάτι σοβαρό μαζί του; Με ένα μισθό εξακοσίων περίπου ευρώ, πώς θα μπορούσε να ζήσει μια ολόκληρη οικογένεια;
—Ξύπνησες, παλικάρι μου;
Η μητέρα του είχε μπει στο δωμάτιο κρατώντας ένα φλυτζάνι με ελληνικό καφέ με μπόλικο καϊμάκι.
—Ναι, έλιωσα στον ύπνο. Με πήρε κανείς;
—Δυο κοπελιές σε πήραν τηλέφωνο και ο Δημήτρης.
—Ωχ, είχαμε πει να πάμε για καφέ.
—Καλά, μην σκας. Πιες το καφεδάκι σου κι ετοιμάσου. Μέχρι να γυρίσεις από τη βόλτα σου, θα σου ’χω κάνει τα πιο νόστιμα γεμιστά που έχεις φάει στη ζωή σου.
—Αχ ρε μάνα, θησαυρός είσαι. Ο μπαμπάς είναι ο πιο τυχερός άντρας στον κόσμο.
—Να του το πεις αυτό γιατί θαρρώ το έχει ξεχασμένο.
—Εγώ μια χαρά σας βλέπω.
—Μια χαρά είμαστε παλικάρι μου, κουβέντα να γίνεται. Μακάρι να βρεις κι εσύ μια καλή κοπέλα, να δούμε κι εμείς ένα εγγονάκι.
—Πάλι τα ίδια, μάνα; Δεν είπαμε; Ό,τι είν’ της μοίρας μας γραφτό, θα έρθει στον καιρό του.
̶ 3 ̶
Είχε σπάσει το κεφάλι της. Όχι, δεν το άντεχε όλο αυτό. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο ν’ ανοίξει την πόρτα. Μα γιατί δεν την άφηναν να δοκιμάσει με οξυγονοκόλληση; Κανονισμοί του αεροδρομίου και πράσινα άλογα! Εδώ είχαν εξαφανιστεί άνθρωποι, τυπικότητες θα κρατούσαν; Η Αλεξάνδρα καθόταν στο γραφείο της, κοιτώντας τα στοιχεία της υπόθεσης άλλη μια φορά. Ναι, ήταν σίγουρη. Οι δύο εξαφανίσεις στον χώρο του αεροδρομίου, μπορεί να είχαν μεταξύ τους μια χρονική απόσταση είκοσι χρόνων περίπου, αλλά είχαν ένα κοινό στοιχείο που δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο. Και οι δυο αγνοούμενοι είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον, σύμφωνα πάντα με μαρτυρίες, ν’ ανοίξουν την αναθεματισμένη πόρτα δίπλα στις τουαλέτες του προσωπικού. Δεν μπορεί να ήταν τυχαίο όλο αυτό. Ήταν βέβαιη πια, ότι αυτή η μυστήρια πόρτα τούς είχε με κάποιον τρόπο καταπιεί. Πώς όμως, θα μπορούσε να το αποδείξει; Είχε καταντήσει ο περίγελος των συναδέλφων της λόγω της εμμονής της με την πόρτα, το ήξερε. Το μόνο που ήθελε, ήταν να καταφέρει να την ανοίξει και θα έλυνε το μυστήριο. Όμως, ούτε εκείνος ο Στάθης δεν είχε μπει στον κόπο να την βοηθήσει. Δεν είχε κι άδικο είναι η αλήθεια. Απ’ την αρχή τού είχε φερθεί σαν να ήταν κάποιος κατώτερος. Όχι, δεν του έριχνε άδικο…
Η αλήθεια ήταν ότι την εκνεύριζε επικίνδυνα ο συγκεκριμένος άντρας. Τόσο γοητευτικός, τόσο ερωτεύσιμος, αλλά και με τόση αυτοπεποίθηση και έπαρση στο φέρσιμό του, της έβγαζε τον χειρότερό της εαυτό. Και αυτά τα γυαλιά του, πόσο γελοία ήταν! Μα τι ήταν αυτή η καινούρια τάση τελευταία, με τους μεγάλους, κοκάλινους σκελετούς που τους έδειχναν όλους σαν άλλους Κλαρκ Κεντ; Ναι, ήταν σίγουρη πως αν τον έβλεπε εκτός υπηρεσίας, θα βεβαιωνόταν πως ήταν κι αυτός άλλο ένα θύμα της μόδας. Όχι, δεν θα ασχολούνταν άλλο μαζί του. Εξάλλου, είχε πολύ πιο σημαντικά πράγματα να κάνει, όπως το να σκεφτεί την άτιμη εκείνη πόρτα και το επτασφράγιστο μυστικό της, όποιο και να ’ταν αυτό.
Μία καθαρίστρια και ένας πιλότος είχαν εξαφανιστεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες από το αεροδρόμιο, με τον τελευταίο να έχει εξαφανιστεί εδώ και τέσσερις μέρες. Και οι δυο τους είχαν θεαθεί να πηγαίνουν προς τις τουαλέτες του προσωπικού, ενώ είχαν πεισματικά προσπαθήσει λίγες μέρες πριν την εξαφάνισή τους ν’ ανοίξουν την εν λόγω πόρτα. Η Αλεξάνδρα άναψε ένα τσιγάρο πιάνοντας με απόγνωση το κεφάλι της που πήγαινε να σπάσει. Η νύχτα θα ήταν μεγάλη.
̶ 4 ̶
Απόψε δεν είχε πολλή κίνηση και ο Στάθης, αργοπίνοντας τον καφέ του, ήταν έτοιμος να κοιμηθεί πίσω απ’ το γραφείο. Η καφεΐνη δεν έκανε και πολύ σωστά τη δουλειά της, σκέφτηκε. Ίσως έφταιγαν και τα γεμιστά της μαμάς. Τηρώντας την υπόσχεσή της, είχε όντως φτιάξει τα καλύτερα γεμιστά που είχαν φάει ποτέ. Αυτή τη φορά είχε ξεπεράσει τον εαυτό της και ο Στάθης τον δικό του. Είχε φάει δύο πιάτα και τώρα, με γεμάτο στομάχι, φλέρταρε με την ιδέα να κλείσει στα κλεφτά τα βλέφαρά του. Σκεπτόμενος για άλλη μια φορά το αβέβαιο μέλλον του, κοιτούσε την πόρτα, που στεκόταν στητή, περήφανη κι ερμητικά κλειστή μπροστά του, σε μία απόσταση μικρότερη από τρία μέτρα. Ήταν έτοιμος να αφεθεί σε έναν γλυκό ύπνο, όταν άκουσε τον εαυτό του να μονολογεί “Δεν αντέχω άλλο”, κλείνοντας ταυτόχρονα τα μάτια του.
Ένα εκτυφλωτικό πράσινο φως τον ανάγκασε να τα ξανανοίξει. Ξυπνώντας σε κόσμο ξένο, ένιωσε για πρώτη φορά στη ζωή του τρομοκρατημένος. Όλα τα έβλεπε θολά και υπήρχε γύρω του μια ανησυχητική και ύποπτη ησυχία. Το μόνο που μπορούσε να δει ήταν χρωματιστά ρυάκια παντού και πολύχρωμα δέντρα. Πρώτη φορά έβλεπε κίτρινα, λαχανί και πορτοκαλί δέντρα, ενώ το νερό στους καταρράκτες και τα ρυάκια ήταν γαλάζιο, ροζ, μωβ ή και φούξια. Νιώθοντας έτοιμος να τρελαθεί, έβγαλε τα γυαλιά και τα σκούπισε με το πουκάμισό του. Τότε, παρατήρησε ότι έβλεπε καλύτερα χωρίς αυτά. Παραξενεμένος, έψαξε για τον ασύρματο του. Αλίμονο! Δεν μπορούσε να πιάσει καμία συχνότητα. Μα πού ήταν; Τι του συνέβαινε;
Τι περίεργο τοπίο! Λες και ήταν βγαλμένο από κινούμενα σχέδια. Αντί όμως να τον ευχαριστεί, τα μόνα συναισθήματα που του εκμαίευε ήταν ο τρόμος και η απόγνωση. Μα πώς στο καλό βρέθηκε εκεί πέρα; Κόντευε πραγματικά να του σαλέψει, όταν θυμήθηκε το κινητό στην τσέπη του. Αυτό ήταν! Θα έπαιρνε τον κολλητό του, τον Δημήτρη! Έβγαλε το κινητό, όμως, προς απογοήτευσή του, δεν είχε σήμα. Δεν υπήρχε καν δίκτυο στην οθόνη. Και τι θα του έλεγε άλλωστε; Έλα φίλε να με πάρεις από… δεν ξέρω πού; Τώρα, είχε πραγματικά αγχωθεί. Μα τι είχε γίνει;
Κάθισε πάνω σε μια διαφανή, σαν από εύπλαστο υλικό, ολοστρόγγυλη πέτρα, όταν ξαφνικά άκουσε μια βουή να κατευθύνεται ταχύτατα προς το μέρος του. Ήταν ένα σμήνος από… έλικες DNA; Μα, τι ήταν όλα αυτά που ερχόντουσαν προς το μέρος του; Τότε είδε πως είχαν ανθρώπινο κεφάλι. Σοκαρισμένος όσο ποτέ, άρχισε να τρέχει μες στα πολύχρωμα λιβάδια. Ένιωθε να τον πονάει το μυαλό του. Τα τερατόμορφα πλάσματα ήταν τώρα μια ανάσα μακριά του. Έπρεπε να βάλει τα δυνατά του. Έπρεπε…
̶ 5 ̶
Όταν ξύπνησε, μία ημιδιάφανη, με χρώματα της ίριδας να αντανακλώνται πάνω της, έλικα με ανθρώπινο κεφάλι ήταν από πάνω του και του προσέφερε έναν λαδί χυμό αγνώστου προελεύσεως, επιμένοντας να τον πιει για να νιώσει καλύτερα. Ο ίδιος ήταν ξαπλωμένος σε ένα τεράστιο, εκτυφλωτικό πορτοκαλί φύλλο, το οποίο παραδόξως έβρισκε πολύ άνετο. Μα, μια στιγμή, αυτό το πλάσμα τού μιλούσε;
—Πιες το, θα σου κάνει καλό. Θα σου ανοίξει το μυαλό και θα τα δεις όλα ξεκάθαρα.
—Δεν θέλω ν’ ανοίξω το μυαλό μου, ευχαριστώ. Νομίζω ότι είμαι αρκετά ανοιχτόμυαλος ήδη. Μιλώ με ένα πλάσμα που έχει τη μορφή της έλικας δεοξυριβονουκλεϊκού οξέος, με ανθρώπινο, γυναικείο κεφάλι και βρίσκομαι στο δάσος του… ουράνιου τόξου, ενώ δεν έχω τρελαθεί ακόμα. Πόσο πιο ανοιχτόμυαλος να γίνω;
—Όπως θες. Όταν νιώσεις έτοιμος.
Δεν είμαστε καλά, σκέφτηκε. Να πιω τον χυμό τους, μετά να με κοιμίσουν και να καταντήσω μια τερατογέννεση, ένας συνδυασμός του DNA μου και του προσώπου μου; Ευχαριστώ, δεν θα πάρω.
—Ξύπνησες, φιλαράκο;
Άνθρωπος; Ένας άνθρωπος ήταν εκεί; Δεν ήταν ο μόνος, λοιπόν;
—Ποιος είσαι; Πού βρίσκομαι; Πώς ήρθα; Πώς θα φύγω από ’δω;
—Ώπα, ώπα! Μία μία οι ερωτήσεις. Πρώτα απ’ όλα, πιες τον χυμό που σου έφτιαξε η Σαμίνα.
—Μπα, έχει και όνομα;
—Μην είσαι αγενής. Η Σαμίνα σε βοήθησε όταν σκόνταψες.
—Συγγνώμη, αλλά τι στο καλό συμβαίνει;
Ο γκριζομάλλης άγνωστος, παραδόξως του θύμιζε κάποιον, απλά δεν μπορούσε να θυμηθεί ποιον.
—Πιες τον χυμό και θα σου πω.
—Με ανησυχεί αυτή η επιμονή σας να πιω ετούτο το πράγμα. Μήπως θέλετε να μεταμορφωθώ και εγώ σε κάτι πιο… διαφανές;
—Χα χα χα! Μου θυμίζεις τόσο πολύ τον εαυτό μου, πριν κάμποσα χρόνια. Μην ανησυχείς. Κανείς δεν πρόκειται να σε μεταμορφώσει σε τίποτα. Ο χυμός αυτός είναι κάτι σαν καταπραϋντικό του μυαλού. Κάτι σαν το χαμομήλι που έχουμε εμείς, απλά πολύ πιο αποτελεσματικό.
—Εμείς; Ώστε είσαι όντως άνθρωπος;
—Χα χα χα! Μα είσαι τόσο αστείος! Άνθρωπος βέβαια, με σάρκα και οστά. Στον κόσμο μας, ήμουν πιλότος και μάλιστα πολύ καταξιωμένος.
—Και δεν θες να γυρίσεις πίσω;
—Δεν μπορώ. Δεν είμαι έτοιμος ακόμα.
—Α μπα; Και ποιος καθορίζει το πότε θα είσαι έτοιμος;
—Η ψυχή μου.
Ο Στάθης αποφάσισε να εμπιστευτεί τον αλλοπρόσαλλο πιλότο, που προς έκπληξή του, του θύμιζε έναν πιλότο που είχε εξαφανιστεί εδώ και λίγες μέρες από το αεροδρόμιο, λίγο πριν ανέβει ως συγκυβερνήτης στο αεροπλάνο. Ολότελα διψασμένος, ήπιε μονορούφι τον χυμό, ενώ ταυτόχρονα αρνήθηκε οποιαδήποτε ομοιότητα του Άρη, του νεαρού πιλότου που ο ίδιος γνώριζε, με ετούτον τον νέο του φίλο που ήταν τουλάχιστον σαράντα χρόνια μεγαλύτερος. Έδειχνε γύρω στα εβδομήντα, ενώ ο Άρης ήταν μετά βίας τριάντα. Μα ετούτος ο χυμός είναι πεντανόστιμος, σκέφτηκε. Ήταν το πιο νόστιμο αφέψημα που είχε πιει στη ζωή του, αλλά είχε τόσα πολλά ερωτήματα ακόμα, που η νοστιμάδα του χυμού δεν τον παρηγόρησε καθόλου.
—Έχει να κάνει με την πόρτα, έτσι; Αυτή με “ρούφηξε” εδώ;
—Η πόρτα είναι απλά το πέρασμα. Η ψυχή σου άνοιξε την πόρτα.
—Η ψυχή μου; Είμαι δηλαδή νεκρός;
—Χα χα χα χα χα! Μα είσαι χάρμα για το κέφι μου, εσύ! Όχι, δεν είσαι νεκρός. Η ψυχή σου είπε τη φράση που άνοιξε την πόρτα.
—Ποια φράση; Τι είπε;
—“Δεν αντέχω άλλο.”
—Με όλο τον σεβασμό, όλα αυτά που μου λες είναι εκτός από ανακρίβειες, ολότελα παράλογα. Είναι… είναι βλακείες. Το στόμα μου το είπε, δεν το ’πε η ψυχή μου. Θυμάμαι, νύσταζα και ίσως να το είπα αυτό, αλλά…
—Μην κουράζεις άλλο το μυαλό σου. Η απάντηση είναι πιο απλή απ’ ό,τι φαντάζεσαι. Η πόρτα ανοίγει όταν, ενώ είσαι κάπου κοντά της, πεις τη φράση “Δεν αντέχω άλλο”. Στην πραγματικότητα, η ψυχή σου δεν αντέχει άλλο και σου φωνάζει για αλλαγή.
—Και αυτή είναι η αλλαγή; Να ξυπνώ μόνος, ανάμεσα σε διαφανή, αιωρούμενα πλάσματα που μοιάζουν να θέλουν να με κρατήσουν για πάντα εδώ και να μου ρουφήξουν το DNA ή δεν ξέρω τι, και να μην μπορώ να ξαναδώ τους δικούς μου;
—Το έχεις πάρει εντελώς στραβά. Κανείς δεν σε κρατά με το ζόρι εδώ και ειλικρινά, κανείς δεν θέλει να σε βλάψει. Θα φύγεις όμως μόνο όταν η ψυχή σου νιώσει τη γαλήνη. Όταν θα έχει γιατρευτεί.
Ο Άρης δεν μπορούσε να του πει άλλα, όχι για την ώρα. Θα έπρεπε ο παλιόφιλός του να μείνει λίγο μόνος να ηρεμήσει τώρα. Ίσως πιο μετά να του έλεγε ποιος ήταν, αλλά όχι ακόμα. Θα τρόμαζε.
̶ 6 ̶
Μία μέρα είχε περάσει από τη μυστήρια εξαφάνιση του Στάθη και η Αλεξάνδρα είχε τώρα πεισμώσει όσο ποτέ. Οι υπάλληλοι του αεροδρομίου δεν της έδιναν πια σημασία και την άφηναν να κοιτάζει με τις ώρες την απόρθητη πόρτα. Η Αλεξάνδρα έπιασε τον εαυτό της να επιζητά τη λύση του μυστηρίου και για έναν άλλο λόγο. Ήθελε με όλη τη δύναμη της ψυχής της να ξαναδεί τον Στάθη και να μην είχε εκείνος πάθει κάτι άσχημο. Όχι, δεν επέτρεπε στον εαυτό της να παραδεχτεί ότι ήταν ερωτευμένη. Ήταν επαγγελματικό και ανθρώπινο το ενδιαφέρον της. Αυτό ήταν όλο. Εντάξει, ίσως να είχε απλά τσιμπηθεί μαζί του, αλλά δεν θα το παραδεχόταν ποτέ. Πόσο μάλλον τώρα, που οι πιθανότητες να τον ξαναδεί ελαχιστοποιούνταν όσο περνούσε η ώρα.
Στηριζόμενη στον τοίχο δίπλα απ’ τις τουαλέτες, έχοντας απέναντί της τη μυστήρια πόρτα, δακρυσμένη, γεμάτη απόγνωση, άφησε το κορμί της να γλιστρήσει προς τα κάτω. Έκατσε έτσι στο πάτωμα, πιάνοντας και με τα δυο χέρια το κεφάλι της, όταν ένιωσε κάποιον να περνά από μπροστά της. Σήκωσε το κεφάλι και είδε ένα γεράκο με στολή πιλότου. Ντράπηκε. Όποιος και να ’ταν, την είχε δει να κάθεται καταγής. Τι θα είχε σκεφτεί για εκείνη; Σαν πολύ γέρος δεν ήταν για πιλότος; Όχι, όχι άλλα μυστήρια… Έβγαλε έναν αναστεναγμό και μονολόγησε: “Δεν αντέχω άλλο”.
̶ 7 ̶
Όλοι ήταν στο πόδι απ’ το πρωί. Κάποιος είχε πει τη φράση, κάποιος τους χρειαζόταν. Ο Στάθης, που πια είχε μάθει τα πάντα από τους καινούριους του φίλους, ήξερε πολύ καλά τι σήμαινε αυτό. Έναν ολόκληρο χρόνο περίμενε ετούτη τη στιγμή. Μακάρι να ’ταν καμιά γυναίκα. Πόσο του είχε λείψει η γυναικεία συντροφιά! Ο μόνος άνθρωπος εκτός αυτόν ήταν ο Άρης, ο πιλότος. Ναι, τελικά ήταν ο ίδιος ο Άρης που ήξερε, απλά εδώ ο χρόνος περνούσε γρήγορα. Στην ουσία, δεν έλειπε απ’ τον κόσμο του έναν χρόνο, αλλά μια μόλις μέρα. Αν είχε πάει νωρίτερα, ίσως είχε προλάβει και την Χριστίνα την καθαρίστρια. Διόρθωσε τον εαυτό του χαμογελώντας. Όχι, δεν θα μπορούσε να την είχε γνωρίσει. Δεν δούλευε καν στο αεροδρόμιο όταν εκείνη εξαφανίστηκε και εκτός αυτού, είχε πεθάνει πολλά χρόνια πριν σε τούτον τον κόσμο. Ο Άρης τού είπε ότι εκείνη είχε πεθάνει μην έχοντας καταφέρει να γαληνέψει την ψυχή της. Είχε χάσει τα παιδιά της από μια έκρηξη υγραερίου, οπότε η γαλήνη της ψυχής της δεν ήταν και το πιο εύκολο πράγμα. Την ιστορία της την έμαθε απ’ τις έλικες. Όσον αφορά τον Άρη, γυρίζοντας σπίτι νωρίτερα λόγω ακύρωσης μιας πτήσης, είχε πιάσει την πολυαγαπημένη του γυναίκα στο κρεβάτι με τον κολλητό του. Έτσι, του είχε πάρει κάμποσο καιρό μέχρι να ηρεμήσουν τα μέσα του και πριν κάμποσες ώρες είχε δοκιμάσει τη μεγάλη έξοδο και τα κατάφερε.
Και ο Στάθης; Είχε πολλές φορές αναρωτηθεί τι μπορεί να είχε φέρει την ψυχή του σε απόγνωση και μόνο την οικονομική κρίση είχε να κατηγορήσει. Τα όνειρά του είχαν γκρεμιστεί με την έλλειψη ζήτησης εκπαιδευτικών λόγω περικοπών στον κλάδο της εκπαίδευσης και ο ίδιος συμβιβαζόταν με μια ζωή που δεν τον γέμιζε. Τουλάχιστον, εδώ είχε βρει τη γαλήνη. Πίστευε πια ακράδαντα ότι ήταν έτοιμος να πάει στην πύλη και να δοκιμάσει να φύγει. Του άρεσε απίστευτα αυτός ο νέος κόσμος αλλά έπρεπε να γυρίσει πίσω πριν ανησυχήσουν οι δικοί του. Εκεί έλειπε μόνο μια μέρα, οπότε δεν ήταν και κάτι τόσο τραγικό. Μπορεί να νόμιζαν ότι είχε κοιμηθεί σε κάποιο φίλο.
Εντωμεταξύ, όλοι ήταν τόσο απασχολημένοι με τις ετοιμασίες, που κανείς δεν είχε πάει να τον αποχαιρετήσει. Ας είναι, σκέφτηκε. Θα τους συναντούσε στην πύλη. Κάποιος είχε πει τη φράση… Αυτό για τους κατοίκους του κόσμου τούτου σήμαινε ότι έπρεπε, ένιωθαν χρέος τους να τον υποδεχτούν, ύστερα να τον καλμάρουν και αργότερα να τον βοηθήσουν να γαληνέψει την ψυχή του. Ποιος να ήταν άραγε ο απρόσμενος επισκέπτης; Ίσως ήταν ο αντικαταστάτης του στη δουλειά. Μπορεί καμιά όμορφη ταξιδιώτισσα. Χαμογέλασε. Ναι, του είχε λείψει η μυρωδιά της γυναίκας, το φλερτ, η γεύση των φιλιών τους. Αν είχε έρθει καμιά καλή, σκέφτηκε, θα καθόταν ακόμα λίγο.
Είχε έρθει όμως η ώρα του, το ένιωθε. Είχε συμφιλιωθεί πια με το γεγονός ότι στη ζωή δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα. Τουλάχιστον είχε την υγεία του, τους γονείς του, μια σταθερή δουλειά και έναν θεότρελο κολλητό που συμμεριζόταν το πάθος του για τις γυναίκες. Ο έρωτας και η οικογένεια θα έρχονταν όταν θα έβρισκε την κατάλληλη. Ναι, είχε καταφέρει να γαληνέψει την ψυχή του. Ήταν βέβαιος γι’ αυτό. Κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο της πολύχρωμης καλύβας που μοιραζόταν ως πρόσφατα με τον Άρη. Οι πέτρες ήταν διαφανείς και για να προστατέψουν την ιδιωτικότητά τους, είχαν καλύψει τους τοίχους με πορτοκαλιά, κίτρινα και λαχανί, πλατιά φύλλα. Πόσο θα του έλειπε η ομορφιά των χρωμάτων ετούτης της εκδοχής της φύσης!
Αυτός ο κόσμος τον είχε αγκαλιάσει με τόση αγάπη! Η φύση λαμπύριζε ακόμα και τη νύχτα και τα νερά στους καταρράχτες έβγαζαν μια μελωδία που ήταν πραγματικό βάλσαμο για την ψυχή του. Δεν είχαν δώσει όνομα στον κόσμο τους, μα αν ήταν αυτός ο νονός, θα τον ονόμαζε “Ίαμα ψυχής”, το δίχως άλλο. Κανείς, ποτέ δεν διαφωνούσε με κανέναν. Δεν είχαν διαφορές να λύσουν και όλα κυλούσαν αρμονικά. Τη μέρα δεν την φώτιζε ο ήλιος μα ένα γλυκό πράσινο φως που έβγαινε από τα κλαδιά των δέντρων. Η νύχτα ήταν μενεξεδιά και μόνο το ξημέρωμα ήταν ο ουρανός μπλε. Όχι γαλάζιος, αλλά μπλε. Σπίτια ασφαλώς δεν υπήρχαν, μόνο η καλύβα του, που κάποτε ήταν μόνο του Άρη και πολύ πιο πριν της κυρά Χριστίνας. Τρέφονταν με μικρά φρούτα και περίεργους καρπούς που ήταν κάτι μεταξύ φρούτου και λαχανικού.
Αυτό που θα του έλειπε όμως περισσότερο ήταν ότι εδώ δεν υπήρχε ούτε φθόνος, ούτε ζήλεια, ούτε μίσος και αδικία. Κανείς δεν έκλεβε, δεν πονούσε, δεν έβλαπτε τον άλλον. Και δεν υπήρχαν αρρώστιες. Αυτό κι αν ήταν πλεονέκτημα. Ακόμα και η μυωπία του είχε εξαφανιστεί. Μα ήταν θαύμα αυτός ο κόσμος. Ένα θαύμα που υπήρχε πίσω από κάθε καλά κλεισμένη πόρτα. Άραγε, πόσες τέτοιες πόρτες να υπήρχαν στον κόσμο; Να άνοιγαν όλες με την ίδια φράση και απόγνωση ψυχής; Άλλοι πίστευαν ότι ήταν μόνοι στο Σύμπαν, εκτός βέβαια από τους ανθρώπους που, πού και πού τους επισκέπτονταν και άλλοι έλεγαν ότι αποκλείεται να είναι οι μόνοι γιατρευτές σε όλο το Σύμπαν. Ναι, έτσι αυτοαποκαλούνταν, “Γιατρευτές”.
Σκεπτόμενος όλα αυτά είχε φτάσει κιόλας στην πύλη. Σαν να του φάνηκε ότι είδε το πρόσωπο του Άρη πάνω σε μία έλικα, αλλά θα ήταν ιδέα του. Μα αυτόν τον ειρωνικό τόνο, αυτή τη φωνή την είχε ξανακούσει. Μακάρισε στα γρήγορα την καλή του τύχη. Ήταν η όμορφη, μελαχρινή, ατίθαση ντετέκτιβ. Τα κατάφερε λοιπόν και άνοιξε την πόρτα. Χμ…, γιατί άραγε να χρειαζόταν γιατρειά η ψυχή της; Ναι, θα έμενε τελικά λίγο παραπάνω. Άλλωστε, το ένιωθε χρέος του να βοηθήσει. Χαμογέλασε και κατευθύνθηκε γεμάτος αυτοπεποίθηση προς το μέρος της.
̶ 8 ̶
—Μην με πλησιάζετε! Θα πυροβολήσω!
Σαν μαινόμενος ταύρος, δεν άφηνε κανέναν να της μιλήσει, μέχρι που τον είδε. Ήταν ο Στάθης! Μόνο που ήταν πολύ πιο γυμνασμένος, το δέρμα του είχε μια περίεργη πράσινη γυαλάδα, δεν φορούσε τα γυαλιά του και τα μαλλιά του είχαν ελαφρώς γκριζάρει. Έπεσε με φόρα στην αγκαλιά του.
—Τι είναι εδώ; Τι είναι αυτό το μέρος;
—Ηρέμησε, θα στα εξηγήσω όλα. Μια ερώτηση για μια ερώτηση.
Εκείνη τραβήχτηκε πίσω φανερά εκνευρισμένη.
—Μα έχεις όρεξη και τώρα για παιχνίδια;
—Πάντα έχω. Λοιπόν, αυτό το μέρος είναι κάτι σαν νοσοκομείο της ψυχής. Σειρά σου τώρα. Πριν βρεθείς εδώ, είπες “Δεν αντέχω άλλο”, σωστά;
Η Αλεξάνδρα, ολότελα σαστισμένη, έγνεψε καταφατικά. Ένα τσούρμο από διαφανείς, ιριδίζουσες έλικες την κοιτούσε με εκνευριστική συμπόνοια. Εκείνη ήταν έτοιμη να τρελαθεί και ο Στάθης ήταν…΄ο γνωστός Στάθης.
—Και μήπως μπορείς να μου πεις γιατί πιστεύεις η ψυχή σου είχε φτάσει στα όριά της; Τι σε βασάνιζε τόσο;
—Τι με βασάνιζε; Μα, που εξαφανίστηκες εσύ.
— Για μένα λοιπόν;
—Μην αρχίζεις, έλεος! Απλά ήθελα να λύσω το μυστήριο με την πόρτα.
—Χμ…, οπότε τώρα που το έλυσες, η ψυχή σου έχει γαληνέψει.
—Μπορείς να μιλάς πιο κατανοητά;
—Λοιπόν, άκου. Θα στα πω όλα απέναντι. Προς το παρόν επίτρεψέ μου να κάνω κάτι για να σιγουρευτώ ότι θα περάσεις κι εσύ την πύλη. Υποψιάζομαι ότι κάτι ακόμα λείπει για να γαληνέψει ολότελα η ψυχή σου.
Ο Στάθης την άρπαξε απ’ τη μέση και την φίλησε με όση γλύκα έβγαλε η γιατρεμένη του ψυχή, στα χείλη. Μία έλικα τους σήκωσε απαλά και τους πέταξε στρουφίζοντάς τους προς την πύλη, ενώ λίγο πιο πέρα, δυο καινούριες έλικες δημιουργούνταν απ’ το πουθενά, έχοντας για πρόσωπα αυτά των δύο πρόσφατα αποχωρισθέντων. Δεν τους ξαναείδαν έκτοτε...
Τ Ε Λ Ο Σ
Copyright © Τζωρτζίνα Κουριαντάκη All rights reserved, 2018
Το συνοδευτικό κολάζ δημιουργήθηκε από έργο του Hansen Channing ο οποίος χρησιμοποιεί αλγόριθμους του DNA ως οδηγούς για τα πλεκτά του. Ο ίδιος λέει ότι σκοπός του είναι το αποτέλεσμα να δίνει την εντύπωση μιας κβαντικής κατάστασης αβεβαιότητας.
Το συνοδευτικό κολάζ δημιουργήθηκε από έργο του Hansen Channing ο οποίος χρησιμοποιεί αλγόριθμους του DNA ως οδηγούς για τα πλεκτά του. Ο ίδιος λέει ότι σκοπός του είναι το αποτέλεσμα να δίνει την εντύπωση μιας κβαντικής κατάστασης αβεβαιότητας.