Ρ.Γ.: Η ευτυχία μετριέται σε γέλια τρανταχτά σαν εκείνα τα παιδικά που ξεκαρδιζόμασταν με το αστείο του συμμαθητή μας ή με την ζαβολιά που σκαρώναμε. Την μετράμε με αναμνήσεις όμορφες που μας στηρίζουν στις δύσκολες στιγμές. Την μετράμε σε Newton, την μονάδα μέτρησης της δύναμης στην Φυσική, γιατί η ευτυχία είναι που μας δίνει δύναμη να κάνουμε κουράγιο στον αγώνα της ζωής.
Την δημιουργία;
Ρ.Γ.: Νομίζω την δημιουργία δεν την μετράμε. Συμβαίνει ερήμην μας αν είναι από έμφυτο ταλέντο και μας προσπερνά και μας συνεπαίρνει. Πώς να μετρήσεις τον χείμαρρο της έμπνευσης;
Την επιτυχία;
Ρ.Γ.: Την επιτυχία την μετράμε σε χαμόγελα και δάκρυα συγκίνησης . Σε σφιχταγκαλιάσματα ανθρώπων που δεν μας γνωρίζουν αλλά μέσα από τα γραπτά μας βρήκαν παρηγοριά και κουράγιο. Βρήκαν έναν φίλο κι έναν αδερφό και γέμισαν την μοναξιά τους με τις λέξεις μας.
Πώς ένιωσες όταν ολοκλήρωσες το πρώτο σου έργο, ποιο είναι αυτό και σε ποια ηλικία συνέβη;
Ρ.Γ.: Το πρώτο μου έργο ήταν ένα παραμύθι που το ολοκλήρωσα σε ηλικία δέκα ετών. Ένιωσα τεράστια χαρά γιατί το διάβασα στην μικρότερη αδερφή μου κι εκείνη με πρόσεχε με ευλάβεια σχεδόν. Από τότε μου ζητούσε να της το διηγούμαι σχεδόν κάθε μέρα.
Αν η ζωή σου ήταν... μια σκηνή από ταινία, ποια θα ήταν αυτή;
Ρ.Γ.: Η ζωή μου σίγουρα θα ήταν μια σκηνή από ταινία με τον Indiana Jones. Γενικά υπάρχει πολλή δράση και ανατροπή και περιπέτεια και κυρίως φρενήρης ρυθμός και τρεχάλα στην καθημερινότητα μου. Δεν έχω νιώσει ακόμα τι σημαίνει «ρουτίνα».
...μια μουσική σύνθεση, τι θα ακούγαμε;
Ρ.Γ.: Νομίζω η μουσική που θα ακουγόταν σαν υπόκρουση θα ήταν ένα κομμάτι από ροκ μπαλάντα ή μια σύνθεση του Andrew Lloyd Webber.
...μια στιγμή στο χρόνο, πότε θα ζούσες;
Ρ.Γ.: Θα προτιμούσα να ζω στο μέλλον ελπίζοντας ότι όλα θα τα έχουμε κάνει καλύτερα κι ομορφότερα. Αν ήταν να διαλέξω μια περασμένη εποχή θα ήθελα να ζήσω στην εποχή του μεσοπολέμου στο Παρίσι για να μπορέσω να συναντήσω όλους τους τεράστιους συγγραφείς και ζωγράφους της εποχής.
Ποιο χρώμα έχει... η χαρά;
Ρ.Γ.: Μα φούξια, φυσικά.
Η λαχτάρα;
Ρ.Γ.: Η λαχτάρα είναι σίγουρα κίτρινο σαν την ώχρα.
Η φλόγα;
Ρ.Γ.: Μα πορτοκαλοκόκκινο έντονο.
Πιστεύεις...
Ρ.Γ.: Στην αγάπη και στον σεβασμό μα κυρίως στον αληθινό, συναρπαστικό, υπέροχο και διαρκή έρωτα.
Πονάς...
Ρ.Γ.: Μόνο όταν απογοητεύομαι.
Προχωράς...
Ρ.Γ.: Πάντα και διαρκώς. Χωρίς να σταματάω πουθενά. Τα εμπόδια με διασκεδάζουν γιατί τα θεωρώ πρόκληση. Οπότε συνήθως τα καλοδέχομαι.
Χορεύεις;
Ρ.Γ.: Πάντα χορεύω. Είναι η καλύτερη γυμναστική για το σώμα αλλά και η καλύτερη κάθαρση για την ψυχή.
Ξαναγεννιέσαι...
Ρ.Γ.: Όταν πηγαίνω για πικ -νικ στην εξοχή. Λατρεύω να είμαι στην φύση. Θα μπορούσα να ζήσω ακριβώς πίσω από τα φύλλα ενός κισσού ή σε ένα λιβάδι ή σε μια πλαγιά ενός βουνού.
Χάνεσαι...
Ρ.Γ.: Όταν γράφω. Δεν ακούω ούτε βλέπω τίποτα πέρα από το χαρτί μου ή την οθόνη μου.
Τραγουδάς;
Ρ.Γ.: Ποτέ. Είμαι παράφωνη και δεν συγκρατώ ποτέ σωστά τους στίχους των τραγουδιών. Μόνο
σιγομουρμουρίζω την μουσική.
Διαβάζεις...
Ρ.Γ.: Διαβάζω τα πάντα. Καμιά φορά ξαναδιαβάζω τα αγαπημένα μου. Όπως τα σονέτα του Shakespeare ή τα έργα του Hemmingway που είναι ο λατρεμένος μου συγγραφέας.
Γράφεις...
Ρ.Γ.: Γράφω διαρκώς και ακόμα και στον ηλεκτρικό καμιά φορά. Συνήθως ποιήματα ή ιδέες που τις μεταφέρω αργότερα στο μυθιστόρημα μου.
Παίζεις...
Στόχοι και επιδιώξεις:
Ρ.Γ.: Να είναι ευτυχισμένη η οικογένεια μου. Δεν έχω άλλον στόχο. Προσωπικοί στόχοι, πάλι δεν υπάρχουν πέρα από ευτυχισμένες στιγμές.
Όνειρα:
Ρ.Γ.: Έχω ένα όνειρο και θα σας το εξομολογηθώ. Θέλω να ολοκληρώσω το μυθιστόρημα μου και να το εκδώσω και να αρέσει στους αναγνώστες.
Καλλιτεχνικό ή λογοτεχνικό βιογραφικό σημείωμα:
Ρ.Γ.: Ονομάζομαι Ειρήνη Γεροντάρα και γράφω με το ψευδώνυμο «Ρένα Γέρου». Είμαι από την Μυτιλήνη. Έχω εκδώσει δυο προσωπικές ποιητικές συλλογές κι ένα ανθολόγιο ποίησης, το οποίο επιμελήθηκα. Θα βρείτε τα έργα μου στις εκδόσεις «Άλλωστε». Ποιήματα μου έχουν βραβευτεί σε διαγωνισμούς ποίησης. Μου αρέσει να γράφω και συνεχίζω στον δρόμο αυτόν τον υπέροχα φωτεινό κι ελεύθερο. Τον δρόμο της δημιουργίας.
🍃
Γ Υ Ν Α Ι Κ Α
Λάσπη και μετάξι.
Θεά και μούσα, μάνα, αδερφή και ερωμένη.
Τροφός, εργάτρια, ιέρεια,
παιδαγωγός και εστεμμένη της ζωής
θώκος δημιουργίας απαράμιλλος
άξια σεβασμού, λατρείας και τιμής.
Του έρωτα η έμπνευση κι απαύγασμα
ηδονικά και τρυφερά τα αγκαλιάσματα σου
μήτρα των θαυμαστών και τρομερών.
Εύγονη, καρποφορούσα, ζωοδότρα,
θεμέλιο και στήριγμα, προόδου ώθηση.
Πλήθος τα επίθετα που σε κοσμούν,
τόσοι οι τίτλοι, πολυποίκιλοι
μα ένας ο πολυτιμότερος:
Σύντροφος και συνοδοιπόρος.
Δόσιμο, αγάπη, λυτρωμός και ανακούφιση η ποδιά σου.
Μάνα ιερή. Γεννιέσαι, γίνεσαι και μένεις.
Η φύση να σ’ ευγνωμονεί, να σέβεται.
Γυναίκα από λάσπη και μετάξι εσύ πλασμένη.
Λογάριασε πόσα τα βάρη που φορτώθηκες
εντός σου κουβαλάς και προχωράς ν’ ανέβεις
της ζωής τ’ απάτητο βουνό.
Μεταξωτό μαχαίρι να κραδαίνεις,
υπεράσπιση και προστασία.
Κορμί από λάσπη σμιλεμένο
ανάκαρα στη δίνη της ζωής.
«Πέρα απ’ τα’ ανθρώπινα
Κι όμως ανέλαβα.
Για μια αγάπη όλα καμωμένα.
Γυναίκα, είμαι».
🍂
Ο ΧΡΟΝΟΣ
Σ’ εφηβικών ονείρων τεθλασμένες γραμμές
τη ζωή ζωγραφίσαμε.
Αλαφροΐσκιωτος ο λογισμός θωρούσε.
Ανέμελα κράσπεδα προγονικά
χαράζαν τη ρότα στον δρόμο μας.
Γλυκό κρασί έκαιγε στα χείλη το φιλί
Ορμώντας να μπει στο ποτήρι με αγωνία,
να το γευτούν, να το νιώσουν.
Αλόγατα λευκά του ορίζοντα τα σύννεφα
καλπάζαν ατάσθαλα στην βροχή καταπάνω.
Κι εμείς ανυπόμονοι, κρεμασμένοι στις πύλες της νιότης
αδημονώντας ν’ ανοίξουν για να κουρσέψουμε της ζωής τα
επέκεινα.
Καυτός αέρας μας μπόδισε και πισωπατήσαμε
κι ας ποθούσαμε το φευγιό διαρκώς περισσότερο.
Στην γλύκα του έρωτα γευτήκαμε πίκρα.
Μα ήταν του χρόνου τα δάκρυα που πόνεσαν πιότερο απ’ αυτά
της καρδιάς.
Σαν εκείνος τελείωνε αυτή η ατέλευτη, αγέρωχη πορευόταν
ξέφρενη σ’ ονειρικούς παφλασμούς μ’ ένα σώμα αδύναμο ν’
ακολουθήσει.
Η θάλασσα τα χείλη πλατάγισε κι ο χρόνος μέρωσε.
Της ήβης το αιώνιο να στέκει παρέκει
νια πάθη οχλώντας η αλλήθωρη κι εμείς ούτε που νιώσαμε για
πότε ο γέρος μας τύλιξε.
Θα ήταν τότε που ο Αχιλλέας κοκάλωσε το άρμα να δει το κουφάρι
του Έκτορα δεμένο από πίσω.
Αλίμονο. Ο χρόνος άντεχε ακόμα να κρατά τα ηνία. Ανήλεος.
🍃
ΕΛΠΙΔΑ
Ήταν μια Κυριακή του Δεκέμβρη. Η Πηνελόπη είχε μόλις ανοίξει το δώρο της. Ήταν ένα ζευγάρι ροζ γαλότσες με κόκκινα φιογκάκια, ψηλά στο τελείωμα. Κι από κάτω, προσεκτικά τυλιγμένη μια διάφανη νιτσεράδα με τεράστια ροζ πουά. Η Πηνελόπη ήταν μόλις 5 χρονών μα η γυναικεία ματαιοδοξία της ήταν ήδη εκεί στα δυο πανέξυπνα μάτια και στα δυο λαίμαργα χεράκια της που ξετύλιγαν τα δώρα. Έβγαλε τα χαριτωμένα παντοφλάκια της για να φορέσει αμέσως τις καινούριες γαλότσες. Ξεδίπλωσε την νιτσεράδα της και την φόρεσε προσεκτικά πάνω από την χνουδωτή της ρόμπα. Ήταν έτοιμη να την δοκιμάσει στο βροχερό εκείνο πρωινό του Δεκέμβρη. Πήρε την Ελπίδα και βγήκαν έξω.
Η Ελπίδα ήταν βαρκούλα. Μια μικρή, χάρτινη, βαρκούλα από ροζ επιστολόχαρτο αρωματισμένο διακριτικά με άρωμα λεβάντας. Ήταν από τα παλιά επιστολόχαρτα της γιαγιάς που τα είχε ξεχασμένα χρόνια τώρα στο μπουντουάρ της και ήταν η 20η επιτυχημένη εν τέλη, προσπάθεια της Πηνελόπης. Τους είχε δείξει η δασκάλα στον παιδικό σταθμό πως να φτιάχνουν βαρκούλες από χαρτί. Είχε μαγευτεί η Πηνελόπη από αυτήν την δυνατότητα να φτιάχνει παιχνίδια από ένα επίπεδο φύλλο χαρτί.
Ήταν μαγικό! Αυτή η λεπτή, σχεδόν διάφανη επιφάνεια μετατρεπόταν ξαφνικά σε τρισδιάστατη βάρκα. Έπαιρνε όγκο, αποκτούσε κίνηση. Σχεδόν ζωντάνευε! Δεν χρειαζόταν να ζωγραφίζεις πια πάνω στο χαρτί. Μπορούσε από μόνο του να ζωντανέψει την ζωγραφιά σου.
Αυτή η βαρκούλα ήταν καλοφτιαγμένη. Οι γωνίες της ήταν προσεκτικά διπλωμένες και οι ευθείες όμορφα τσακισμένες να μην αποκλίνουν. Όλες παράλληλες μεταξύ τους. Η Πηνελόπη δεν ήξερε ακόμα να γράφει. Είχε ζητήσει από την γιαγιά της να της γράψει την λέξη «Ελπίδα» σ’ ένα χαρτί για να μπορέσει να ονομάσει την βάρκα της έτσι. Ήθελε να την κάνει να ξεχωρίζει περισσότερο από όλες όσες είχε φτιάξει πρωτύτερα.
Τα γράμματα ήταν δύσκολα. Μα με υπομονή η Πηνελόπη είχε προσπαθήσει να μιμηθεί αυτό που έβλεπε γραμμένο στο σημειωματάριο της γιαγιάς της. Κάθε γράμμα και μια περιπέτεια. Ξεκινούσε από ένα σημείο και μετά λοξοδρομούσε κάπως αλλά αμέσως πιο κάτω έβρισκε τον δρόμο της πάλι. Όλο το απόγευμα προσπαθούσε με υπομονή να γράψει ΕΛΠΙΔΑ στο πλάι της βάρκας και τα είχε καταφέρει. Μπορεί να ήταν άτσαλα γραμμένο και να μην είχε καθόλου λεία εμφάνιση μα το όνομα φαινόταν καθαρά.
Το προηγούμενο βράδυ είχε βρέξει. Έξω στον κήπο υπήρχε κοντά στην στέρνα μια μεγάλη λακκούβα. Εκεί σ’ αυτήν την λακκούβα που οι γάτες της γειτονιάς ξεδιψούσαν όταν η γιαγιά πότιζε τα λουλούδια κι έπλενε την αυλή, εκεί η Ελπίδα θα έκανε το παρθενικό της ταξίδι. Η Πηνελόπη την έβαλε προσεκτικά στην επιφάνεια του νερού. Η Ελπίδα τρόμαξε απ’ το ξαφνικό υγρό άγγιγμα, μα της άρεσε. Ήταν άλλωστε βαρκούλα, προορισμένη να ταξιδεύει. Ένιωθε τεράστια την μικρή της λιμνούλα. Μια ροζ βασίλισσα μ’ ένα απαλό άρωμα λεβάντας. Ένα ελαφρύ αεράκι την έσπρωξε πιο πέρα. Τώρα μπορούσε να δει την μεγάλη στέρνα στην μια μεριά και τα κυκλάμινα που είχαν βγάλει λουλούδια ακριβώς απέναντι. Μια τεράστια ορτανσία είχε ρίξει σχεδόν όλα τα φύλλα της και η λεμονιά της αυλής φορτωμένη μεγάλα, πράσινα λεμόνια. Η Ελπίδα ένιωσε ευτυχία. Τόση περιπέτεια, τόση ζωντάνια τριγύρω της! Που να το φανταζόταν πως θα το βίωνε όταν ακόμα ήταν ταπεινό επιστολόχαρτο. Πριν ακόμα προβιβαστεί σε χαριτωμένη βαρκούλα.
Ξαφνικά η Πηνελόπη βρήκε μια πασχαλίτσα. Απόρησε τόσο. Δεν ήταν εποχή για πασχαλίτσες. Τόση τύχη έτσι στα ξαφνικά. Κι αυτή η μικροσκοπική, κόκκινη νοικοκυρά έγινε η πρώτη επιβάτης της Ελπίδας. Μαζί έκαναν όλο τον γύρω της λακκούβας. Θαρρώ έδειχνε μεγαλύτερη. Θα ήταν, σαφώς, που είχε φουσκώσει από υπερηφάνεια. Τότε η μικρούλα καραβοκύρισσα αποφάσισε να δοκιμάσει τις γαλότσες της. Άραγε ήταν αρκετά αδιάβροχες; Πήρε φόρα και τσαλαβούτηξε με δύναμη μέσα στην λακκούβα. Η γαλήνη του μικρού σύμπαντος της Ελπίδας διαλύθηκε. Ένας τυφώνας σαρωτικός με ροζ χρώμα και κόκκινους φιόγκους, είχε μετατρέψει το καθαρό νερό που έπιναν οι γάτες σε λάσπη.
Η βαρκούλα τρόμαξε. Δεν είχε ιδέα από καταιγίδες. Και η επιβάτης της; Ω! Δεν την είχε σκεφτεί καθόλου. Ένιωσε υπεύθυνη. Έπρεπε να την προστατέψει την μικρή πασχαλίτσα. Έκανε να πάει όσο γινόταν πιο μακριά να γλυτώσει από την καταστροφή. Κινήθηκε βίαια προς την άκρη της λακκούβας. Η Πηνελόπη συνέχιζε να χοροπηδά. Διασκέδαζε τόσο με την τρικυμία που είχε προκαλέσει. Γελούσε που η Ελπίδα κουνιόταν πέρα δώθε και ταλαντευόταν επικίνδυνα, παλεύοντας να κρατηθεί όρθια πάνω στην ταραγμένη επιφάνεια του νερού.
Το ροζ επιστολόχαρτο είχε λεκιάσει ανεπανόρθωτα. Είχε παντού καφέ, βρώμικες πιτσιλιές. Αλλού μικρές, αλλού μεγαλύτερες. Το μελάνι είχε διαλυθεί και το όνομα στο πλάι είχε γίνει μουντζαλιά. Η πασχαλίτσα πέταξε. Μα η Ελπίδα δεν μπορούσε να πετάξει. Ήταν απλά, μια χάρτινη βαρκούλα.
Ξαφνικά η αυλόπορτα άνοιξε. Είχαν έρθει ο μπαμπάς και η μαμά της Πηνελόπης από το μακρινό τους ταξίδι στην Ευρώπη. Είχαν μαζί τους πολλά κουτιά τυλιγμένα σε πολύχρωμα χαρτιά και δεμένα με χρωματιστές κορδέλες. Το μικρό κοριτσάκι ενθουσιάστηκε που τους είδε. Έτρεξε με φόρα κατά πάνω τους. Όλοι μαζί αγκαλιάστηκαν κι ο μπαμπάς την πήρε στους ώμους του. Έφυγαν μέσα σε βροντερά γέλια για το σπίτι.
Η Ελπίδα είχε μείνει εκεί στην όχθη της λακκούβας. Είχε γείρει στο πλάι. Η καρίνα της είχε μουλιάσει σχεδόν. Το τέλος πλησίαζε, Ανήμπορη να αντιδράσει ακούμπησε το κατάρτι της πάνω σ’ ένα μαλακό ραδίκι που φύτρωνε στην άκρη απ’ το νερό. Το όνομα στο πλάι δεν φαινόταν πια. Είχε γίνει σαν μια μπλε δαχτυλιά. Το ροζ επιστολόχαρτο είχε γίνει βρώμικο κι η λαμπερή, κριτσανιστή ομορφιά του είχε χαθεί. Μια στάλα νερό κύλησε απ’ το κατάρτι ως το χώμα. ήταν σαν δάκρυ.
Τόσο σύντομο αυτό το ταξίδι. Άλλες βάρκες ή καράβια έχουν άλλη πορεία. Μπαίνουν στις θάλασσες, πηγαίνουν σε μέρη εξωτικά. Βλέπουν τόσα θαυμάσια. Η Ελπίδα δεν πρόλαβε να δει τίποτα. Μόνο την στέρνα και τα κυκλάμινα. Τι κρίμα για μια τόσο όμορφη βάρκα! Τι άδικο! Ήξερε πως μέχρις εδώ ήταν. Το καταλάβαινε πια. Σε λίγο θα μούλιαζε εντελώς και θα βυθιζόταν. Απελπισμένη κι απογοητευμένη κατάλαβε πως όλα χάθηκαν. Δεν είχε καμιά ελπίδα.
Τότε ακριβώς πέρασε έξω απ’ την αυλή ο Λούης ο σκύλος. Ήταν ένα λεύτερο αλητόσκυλο που γυρνούσε από δω κι από κει. Είχε μάθει να ζει μονάχος του. Καθώς μύριζε τριγύρω, έπεσε το μάτι του στην βαρκούλα. Έτσι μακρόστενη καθώς ήταν του κίνησε την προσοχή. Είχαν ξεχάσει την αυλόπορτα ανοιχτή. Μπήκε μέσα και πήγε κοντά της. «Δεν ξέρω τι είσαι», είπε η Ελπίδα, «μα η ανάσα σου με ζεσταίνει. Μπορείς να με βοηθήσεις;» Ο Λούης δεν άκουσε. Αλίμονο! Οι σκύλοι και οι χάρτινες βαρκούλες δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα. Όμως το χαρτί του θύμισε το χαρτί που ο κυρ-Στέλιος ο κρεοπώλης, τύλιγε μέσα τα λουκάνικα. Πήρε προσεκτικά την βαρκούλα στο στόμα του. Την κράτησε εκεί και φύγανε. Την πήγε στο λημέρι του. Εκεί που κούρνιαζε τα βράδια δίπλα στον καταυλισμό των τσιγγάνων. Ο Εμίλ το τσιγγανόπουλο έπαιζε εκείνη την ώρα μ’ ένα ξύλο. Ο Λούης ήταν ο αγαπημένος σκύλος του. Του έδινε πότε-πότε λίγο από το φαγητό του. Ακόμα κι αν δεν περίσσευε ο Εμίλ μοιραζόταν την μπουκιά με τον σκύλο.
Είδε την Ελπίδα στο στόμα του φίλου του. Μια χάρτινη, καλοφτιαγμένη βαρκούλα. Τι υπέροχο παιχνίδι! Έπρεπε να την σώσει. έμοιαζε έτοιμη να διαλυθεί. Ο Εμίλ την πήρε προσεκτικά και την πήγε στην φωτιά του καταυλισμού. Να στεγνώσει, να ξεραθεί, να μην πεθάνει. Εκείνος θα την φρόντιζε. Ήταν το πρώτο του αληθινό παιχνίδι. Τι τύχη να την βρει έτσι! Ευτυχώς ο Λούης τον σκέφτηκε. Κοίτα να δεις που του έκανε δώρο ο σκύλος του. Κοίτα να δεις που αυτά τα Χριστούγεννα θα είχε δώρα για όλους τελικά!