Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Με ρότα την ελπίδα

Γράφει η Τζωρτζίνα Κουριαντάκη


Ο μικρός Εύλογος Ερωτημάτης και η ακόμα πιο μικρή Δίψα Δικαίου μασώντας με ξινισμένα τα μουτράκια τους το βραδινό τους, περίμεναν όλο λαχτάρα ν’ ακούσουν τις ιστορίες του παππού. Κάθε βράδυ, καταπιανόταν και με μια διαφορετική ιστορία από τα παλιά. Πόσο τους άρεσε ο κόσμος που τους περιέγραφε ο παππούλης! Και τι δεν θα έδιναν να μπορούσαν και αυτοί να ζήσουν τέτοιες χαρές στο σήμερα. Ο κόσμος που ζούσαν τώρα, στα αλλοτινά χρόνια ήταν τόσο, μα τόσο πιο όμορφος και φωτεινός και οι ίδιοι οι κάτοικοι ήταν χαμογελαστοί. Αυτό κι αν ήταν παράξενο… Απόψε, τους είχε πει, θα τους έλεγε για την αρχή του κακού. Για το πώς το απέραντο σκάφος στο οποίο είχαν γεννηθεί και μεγάλωναν, είχε χάσει τον δρόμο του και τώρα περιφερόταν θαρρείς ακυβέρνητο, εδώ και χρόνια, στα σκοτεινά νερά αγνώστων στον πλανήτη τους ωκεανών.

«Τα χρόνια της απλόχερης και δίκαιης Μανόλιας
διαδέχτηκαν η Άμπωτις και εκείνη η Ανομβρία.
Χίλια κακά εζήσαμε, θα σας τα εξιστορήσω,
να κρίνετε από μόνοι σας αυτή την προδοσία…»

Κι έτσι ο παππούς Αγάπιος συνέχισε, σε ύφος ποιητικό, αφού μια ποίηση ήταν πάντα ο λόγος του. Ένας λόγος που εύφραινε την ψυχή κάθε συνομιλητή του. Τους είπε πράγματα που είχαν ακούσει διάσπαρτα, αναμεμειγμένα ως τότε με πολλά ψέματα που είχαν καταφέρει να νοθεύσουν την αλήθεια, με σκοπό αυτή να μην φτάσει ποτέ ατόφια στις επόμενες γενιές. Απόψε όμως, τα δύο αδέρφια αντίκρισαν για πρώτη φορά τα καταγεγραμμένα παρελθοντικά συμβάντα στα ιστορικά κιτάπια, χάρη στις αναμνήσεις του αγαπημένου τους παππού. Τώρα πια ήξεραν ότι…

Τα χρόνια της μεγάλης ευημερίας, όταν καπετάνιος στο σκάφος, του δικού τους μικρόκοσμου, του δικού τους ζηλευτού πλανήτη στο απέραντο σύμπαν ήταν η έξυπνη και πολυμήχανη Μανόλια, όλα πήγαιναν ρολόι. Τα καύσιμα δεν στέρευαν ποτέ, όλοι βοηθούσαν με όρεξη στη διακυβέρνηση του σκάφους και τυχόν στραβοτιμονιές διορθώνονταν πριν αποβούν μοιραίες. Η παραγωγή πράσινης, στο χρώμα της ελπίδας, αύρας γινόταν αβίαστα και πάντα είχαν όλοι να λένε για το περίσσευμα αυτής. Νιώθοντας απέραντη ευγνωμοσύνη, καμάρωναν για τα αποθέματα που είχαν στο αμπάρι, αλλά και για την ποιότητα αυτών. Η αξιέπαινη καθαρότητα του σμαραγδένιου χρώματος της αύρας και η διαύγεια αυτής, φημολογούνταν ότι είχαν φτάσει στ’ αυτιά άλλων πλανητών, ζηλόφθονων, που έβαλαν μοναδικό σκοπό της ύπαρξής τους να βλάψουν τη διοίκηση της Μανόλιας, να της επιτεθούν ύπουλα και με εκ των έσω αναταραχές και με αρχή και οδηγό τους το πάντα επικερδές για τους μη επαρκείς. Διαίρει και Βασίλευε, να ελαχιστοποιήσουν την υπεροχή της. Έτσι, ανενόχλητοι πια, θα πορεύονταν προς την καπήλευση του ξεχωριστού αυτού φαινομένου.
Έτσι περνούσε ο καιρός με κάποιους να δολοπλοκούν με σκοπό την κονιορτοποίηση όσων ως τότε είχαν αποκτηθεί με κόπο και ιδρώτα και κάποιους άλλους απονήρευτους να μοχθούν για το γενικό καλό. Ήταν τόση η ζήλια των μεν για την σμαραγδένιας, σπάνιας ομορφιάς αύρα που έραινε πια όλο το σκάφος, που οι δε ήταν γι’ αυτούς προσεκτικά μελετημένες παράπλευρες απώλειες προκειμένου να πετύχουν τα νοσηρά σχέδιά τους. Αυτές όμως οι απώλειες ήταν αυτοί που είχαν καταφέρει το θαύμα που αρχικά είχε τραβήξει το ενδιαφέρον τους.
Η παραγωγή ελπίδας δεν ήταν βέβαια κάτι αόριστο και γενικό. Η ελπίδα ήταν η βασική τροφή για τους επιβάτες του σκάφους. Όλοι εργάζονταν αδιάκοπα για να εξασφαλίσουν την τροφή για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Εργάζονταν με χαμόγελο, ανυποψίαστοι για τον κίνδυνο που ελλόχευε. Η ίδια η Μανόλια δε, εργαζόταν ασταμάτητα για την εξασφάλιση της παραγωγής θετικής αύρας και επομένως τροφής, όλη μέρα και τις νύχτες έκανε, θαρρείς ξεκούραστη, όνειρα επέκτασης των δυνατοτήτων του σκάφους.

—Κι έτσι ζούσαν αυτοί καλά και εμείς…
—Μα παππού, δεν μας είπες ποτέ τι έγινε και αλλάξαν τα πράγματα, πετάχτηκε ο Εύλογος Ερωτημάτης.
—Καλά, καλά, αλλά θα πρέπει να ξαπλώσετε, να κάνετε τουλάχιστον πως κοιμάστε και να επικεντρωθείτε στη φωνή μου.
Έτσι, ο παππούς Αγάπιος συνέχισε αλλά ψιθυριστά, από φόβο μην τους ακούσει κανείς από τους σωματοφύλακες της Άμπωτης και της Ανομβρίας. Ως άλλος ένας λάτρης του παρελθόντος, έβγαλε έναν αναστεναγμό και σκουπίζοντας με τρεμάμενα χέρια ένα δάκρυ, ταξίδεψε στα μονοπάτια του χθες, εκεί, στα τόσο γνώριμα πια, γεμάτα από χρόνων δάκρυα, σοκάκια του μυαλού του.

Μια μέρα είδαν τη Μανόλια ανήσυχη. Είχε μάθει για την εξέγερση που ετοίμαζαν η Άμπωτις και η Ανομβρία, καθώς και για τις αξιώσεις που ονειρεύονταν οι δυο τους. Ήθελαν να περιοριστεί η παραγωγή, ώστε αυτή να μην ξοδεύεται αφειδώλευτα και ανούσια, είπαν. Ήθελαν, πρόσθεσαν, ν’ αλλάξουν και το χρώμα της τροφής και από σμαραγδένιο, να το έκαναν ένα… κίτρινο, γιατί όχι;
Η Μανόλια, ανέκαθεν πιο έξυπνη και από τις δυο άλλες μαζί, δεν μπήκε καν στη διαδικασία ν’ ανοίξει πόλεμο μαζί τους. Απογοητευμένη, έκπληκτη για τις τόσες αξιώσεις και ολοφάνερα δυσαρεστημένη για την αχαριστία τους, υπέκυψε στο όνομα της πλειοψηφίας, παραχωρώντας τους και το βήμα μεταξύ άλλων προνομίων. Τότε ήταν που άρχισε το κακό…
Οι δυο άσπονδες ως τότε φίλες της και πια φανερές εχθροί της άρχισαν να διαδίδουν κακόφημα σχόλια που εκείνες σκαρφίστηκαν για τους προηγούμενους διοικητικούς χειρισμούς τής ως τότε απονήρευτης Μανόλιας. Προς δυσάρεστη έκπληξή τους όμως, κανείς δεν τους πίστευε. Προς ακόμα πιο δυσάρεστη έκπληξή τους, όλοι την υποστήριξαν φανερά και αυτό ήταν που μες στη βιασύνη τους να πάρουν τα ηνία, δεν είχαν καν φανταστεί. Έτσι, ήταν αναπόφευκτο να γίνουν πιο πιεστικές και συνάμα πιο επιθετικές. Άρχισαν τις φωνές, τις απειλές και όταν αυτό δεν έπιανε, έταζαν προνόμια στους άπληστους, στους αδαείς και στους ευκολόπιστους. Το αποτέλεσμα ήταν μια κιτριοειδής, θαρρείς αρρωστημένη αύρα, σε μια θαμπή, θολή απόχρωση. Οι υποστηρικτές των δύο φιλόδοξων γυναικών, όσο και να έβαζαν τα δυνατά τους για ένα λαμπερό χρυσαφί, δεν μπόρεσαν ποτέ να διώξουν τη θαμπάδα που, είτε από τύψεις είτε από κακοπέραση, αναμειγνύονταν με την όποια αύρα τους.
Η τροφή, ως επακόλουθο, είχε αλλάξει. Τώρα όλοι τρέφονταν με το αποτέλεσμα της παραγωγής τους. Ίσως να έφταιγαν και τα καύσιμα, κανείς δεν ήξερε. Φημολογούνταν ότι από τους πρώτους μήνες που εκείνες πήραν τα ηνία, τα καύσιμα τα έπαιρναν από έναν βράχο που για εκείνες ήταν ιερός. Κάπως έτσι είχαν απομακρυνθεί αρκετά από τα γνώριμα ύδατα, τα τόσο φιλικά προς το σκάφος, που για τόσα χρόνια το φιλοξενούσαν αφήνοντάς το να τα διασχίζει με σιγουριά.
Τώρα πια η μία τρικυμία διαδεχόταν την άλλη. Γέροι άνθρωποι κατηγορήθηκαν ως προδότες και κατάσκοποι της Μανόλιας. Κάθε φωνή αντίστασης ή έστω προσπάθειας να βγει η αλήθεια προς τα έξω, φιμωνόταν μετά απειλών. Η Μανόλια αποχώρησε οικειοθελώς, αηδιασμένη από τη νέα κατάσταση. Γέροι και νέοι διχάστηκαν σε δύο στρατόπεδα ενώ οι πρώτοι διώχθηκαν μακριά από την παραγωγή με επιχειρήματα στηριζόμενα σε εικασίες. Ο κόσμος τους είχε λαβωθεί για πάντα…

—Καληνύχτα, μικρά μου, είπε ο παππούς και έσκυψε και γλυκοφίλησε τα εγγόνια του, που, αλίμονο, ήταν καταδικασμένα.
Ο παππούς Αγάπιος τα είχε τώρα βάλει με τη Λάχεσις και αναρωτιόταν τι του εμφώλευε το μέλλον. Όχι, για τον ίδιο δεν τον ενδιέφερε πια, το ήξεραν άλλωστε όλοι. Για τα παιδιά νοιαζόταν. Έπρεπε κάπως να διαφυλάξει το σκάφος. Αλλά πώς; Πολλές φορές ξυπνούσε ιδρωμένος στον ύπνο του και έτρεχε με λαχτάρα στον καθρέπτη να δει το χρώμα της αύρας του που, δυστυχώς, εναρμονισμένη πια με το γύρω περιβάλλον, ήταν βουτηγμένη σ’ ένα θαμπό κιτρινωπό χρώμα.
Πόσες φορές, θυμάται, τα πρώτα χρόνια μετά την εξέγερση είχε προσπαθήσει να πάει στο αμπάρι, να διαλευκάνει ο ίδιος το μυστήριο της θαμπάδας… Δυστυχώς όμως, ούτε σ’ εκείνον επιτρεπόταν η είσοδος. Βλέπεις, η Άμπωτις και η Ανομβρία ήταν ανένδοτες σε αυτό και ας ήταν ο ίδιος ένας εκ των δημιουργών του σκάφους. Τόση πίκρα, τόση κακοτυχιά και αδικία δεν μπορούσε πια να την αντέξει. Όμως, τι να έκανε;
Το επόμενο πρωί τον βρήκε ν’ αναπολεί για ακόμα μία φορά το, πολλά υποσχόμενο κάποτε, ένδοξο παρελθόν. Τις σκέψεις του διέκοψαν τα δύο του εγγόνια. Ο γιος του με τη νύφη του τού τα είχαν αφήσει επ’ αόριστον, αφού ήταν δοσμένοι πια σε έναν και μοναδικό σκοπό. Στη συνέχιση της παραγωγής αυτής της… εναλλακτικής τροφής που όλοι πια κατανάλωναν χωρίς να τολμούν να αποδοκιμάσουν τουλάχιστον όχι φανερά.
—Παππού, παππού! Με τον Εύλογο Ερωτημάτη σκεφτήκαμε μια λύση, αναφώνησε όλο ενθουσιασμό η Δίψα Δικαίου μπαίνοντας στην κουζίνα.
—Α, ναι; Και πάνω σε ποιο θέμα, παρακαλώ;
—Μα για όλα αυτά που συζητούσαμε χθες. Για όλα αυτά που κάποτε ήμασταν, για αυτά που χρόνια τώρα ζούμε και γι’ αυτά που, εντελώς ασυναίσθητα και πολύ πριν μας πεις πώς ήταν αρχικά τα πράγματα, είχαμε τολμήσει να ονειρευτούμε.
—Εσείς θα με βάλετε σε μπελάδες μού φαίνεται. Σιωπή και φάτε το πρωινό σας.
—Αν το φάμε, παππούλη, θα μας ακούσεις; Θα μας αφήσεις να σου εκμυστηρευτούμε το σχέδιό μας;
Αδιάκοποι ψίθυροι εμπλουτισμένοι με παιδική αθωότητα, αναμφίβολη αμετροέπεια και υπερβολική, θα έλεγε κανείς, αισιοδοξία, κόντευαν τώρα να του πάρουν τα μυαλά. Μέσα στην άγνοιά τους είχαν χριστεί με ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Αυτό της έλλειψης μέτρου, εκείνο της απουσίας φόβου και αμφιβολιών λόγω πιθανού ρίσκου. Θα έβαζε το χέρι του στη φωτιά μάλιστα, ότι η αύρα τους έπαιρνε μια λαχανί απόχρωση που μόλις και μετά βίας βέβαια, μπορούσε να διακρίνει. Έτρεξε γεμάτος όνειρα στον καθρέπτη και την είδε! Η αύρα του ήταν επίσης λαχανί!
Έπρεπε να κρυφτούν στην καμπίνα τους για το υπόλοιπο της ημέρας. Το χρώμα της αύρας τους θα πρόδιδε τα ελπιδοφόρα σχέδιά τους. Ναι, θα μπορούσε να περιμένει λίγο ακόμα. Θα δρούσε τη νύχτα, ανενόχλητος. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα ετοίμαζε επιστολές. Κάθε φορά που υπέγραφε μία επιστολή, η αύρα του γινόταν όλο και πιο πράσινη, τόσο πράσινη που δεν χωρούσε πια καμία αμφιβολία για το πόσο θα ρίσκαρε αν τον έβλεπε κανείς έτσι. Έπρεπε να κάνει κάτι άμεσα και ήξερε πολύ καλά το φάρμακο. Πίεσε τον εαυτό του να σκεφτεί απαισιόδοξα.
Λογάριαζε τώρα τα πάντα συμβουλευόμενος τη φωνή της λογικής και όχι εκείνη της παρόρμησης. Έτσι, έκατσε και αναλογίστηκε για κάμποση ώρα το ρίσκο, καθώς και το πόσο φοβόταν για τα εγγόνια του. Και αν έμεναν μόνα, απροστάτευτα, χωρίς εκείνον; Έφερε την εικόνα ενός σκοτεινού κελιού στο μυαλό του και πήγε δειλά-δειλά προς τον καθρέπτη. Η αύρα του είχε γίνει και πάλι κιτριοειδής. Μία θολή, επηρεασμένη από τον φόβο και την αρνητικότητα, αύρα που τον συνόδευε τις
τελευταίες δεκαετίες ήταν ό,τι έπρεπε για να καλύψει τα όνειρά του.
Είχε φτάσει η ευλογημένη ώρα! Τυλίχτηκε όπως-όπως με μια σκουρόχρωμη, μάλλινη κουβέρτα για καλό και για κακό και βγήκε στον διάδρομο με την καρδιά του να χτυπά σε πολύ τρελούς για την ηλικία του ρυθμούς. Οι χτύποι της, ίδιοι με νταούλια τώρα, είχαν βαλθεί να ξεσηκώσουν το αίμα του που έβραζε, ενώ ο αντίλαλός τους, θα έπαιρνε όρκο πως χτυπούσε πάνω στους τοίχους του διαδρόμου. Εκεί, που μπορούσε κανείς να βρει αραδιασμένες στη σειρά τις καμπίνες όλων των επιβατών. Είχε φτάσει η ώρα της εξέγερσης, λοιπόν. Ό,τι είχαν πριν χρόνια σκορπίσει η Άμπωτις και η Ανομβρία με τη βοήθεια της μόνης αξίας που είχαν, της διχόνοιας, τώρα η ομόνοια έμελλε να το ξαναχτίσει. Όλοι μαζί θα μπορούσαν ν’ αξιώσουν αυτό που ως χθες φάνταζε αδύνατο. Όλοι μαζί θα κατόρθωναν το ακατόρθωτο. Θα έπαιρναν πίσω την ελπίδα τους, την τροφή τους, τις ζωές τους τις ίδιες. Θα τα κατάφερνε, έπρεπε να τα καταφέρει. Για τις επόμενες γενιές, για τα εγγόνια του τα ίδια.
Με το που γύρισε στην καμπίνα του και πριν καλά-καλά καταφέρει να ηρεμήσει τους χτύπους της καρδιάς του, ξαναφίλησε απαλά τα δύο κοιμώμενα αγγελούδια. Τα λόγια τους ακόμα ηχούσαν σαν τη Μελωδία της ευτυχίας -της δικής τους ευτυχίας- στ’ αυτιά του. «Η ισχύς εν τη ενώσει παππού, η ισχύς εν τη ενώσει.» Μια αξία που για κακή τύχη των δύο γυναικών στην εξουσία, ήταν ακόμα στα σχολικά βιβλία και διδασκόταν ελεύθερα. Αυτές που είχαν αλλάξει τόσα στα χρόνια διοίκησής τους, πώς και δεν λογόκριναν ακόμα και αυτά, τα επαναστατικά ιδεώδη; Μάλλον υποτίμησαν την ελπίδα που μπορεί να εισβάλλει μες στο τρυφερό μυαλουδάκι ενός παιδιού. Σίγουρα δεν θα είχαν καν σκεφτεί ότι αυτή η μικρή ελπίδα θα ήταν ποτέ δυνατό να περάσει από ένα παιδί σε έναν ρομαντικό, νοσταλγό αλλοτινών καιρών, ενήλικα. Πόσο είχαν λοιπόν υποτιμήσει τη δύναμη της παιδικής ψυχής και πώς αυτή μπορεί να μετουσιωθεί σε ελπίδα…
Έπρεπε όμως να ξαναβγεί στον διάδρομο, να πάρει έστω μια ιδέα για το πώς εξελισσόταν το παράτολμο σχέδιο των παιδιών. Οπλίστηκε με όλο το θάρρος που μπορούσε να αλιεύσει απ’ τα για χρόνια ολόκληρα, αδιάβατα μέρη της ψυχής του και ξεπρόβαλε αποφασιστικά, λουσμένος με την λαμπερή, καταπράσινη αύρα του. Μα είχε γίνει θαύμα! Απ’ όλες ανεξαιρέτως τις χαραμάδες ξεπρόβαλε ένα εκτυφλωτικό, στο χρώμα του σμαραγδιού φως, το χρώμα της ακλόνητης ελπίδας. Η επόμενη μέρα που ξημέρωνε θα τους υποδεχόταν στα γνώριμα, των χρόνων του ύδατα. Τέρμα πια με τον τραμπουκισμό, τη δικτατορία και την αλλοφροσύνη των δύο εξεγερθέντων του παρελθόντος. Τώρα είχε έρθει ο καιρός της δικής τους εξέγερσης, της ισορροπίας, της για χρόνια ζητούμενης δικαίωσης.
Λίγες ώρες αργότερα και λίγο πριν το ξημέρωμα της νέας μέρας, τα ηνία είχαν έρθει στους απογόνους της Μανόλιας. Το πλήρωμα του σκάφους είχε ξαναβρεί την ελπίδα του, λόγο ύπαρξης και θέληση για δουλειά. Δεν έβλεπες πρόσωπα σκυθρωπά, μήτε αγέλαστα. Αντί αυτού, όπου και να γύριζες το βλέμμα σου, εκείνο έπεφτε πάνω σε πρόσωπα που έλαμπαν, μάτια που σπινθηροβολούσαν, χείλη που είχαν στολιστεί από μια προς τα πάνω κλίση και παιδιά που χόρευαν ανέμελα, ξεφεύγοντας επιτέλους από την ως τότε παράφορη αυστηρότητα των γονιών τους. Οι επιβάτες του σκάφους, ξέγνοιαστοι πια, είχαν αφεθεί στην ηρεμία και στη γαλήνη που τους ενέπνεε το γνώριμο σύμφωνα με τις εξιστορήσεις των παλιών, δρομολόγιο. Τώρα πια δεν περιφέρονταν σε άγνωστα νερά, ίδιοι με ακυβέρνητη, φτερό στον άνεμο, σχεδία στα φουρτουνιασμένα κύματα. Τώρα πια τα ηνία τα είχαν πάρει αυτοί που σαν άλλοι ζωγράφοι είχαν σχεδιάσει από ένα χαμόγελο στο πρόσωπο του καθενός, όντας ολότελα περήφανοι για το ανέλπιστα θετικό αποτέλεσμα της πρότασής τους. Τώρα πια, ο Εύλογος Ερωτημάτης και η Δίψα Δικαίου έδιναν το καλό παράδειγμα με τη σμαραγδένια, νεοαποκτηθείσα αύρα τους, χαράζοντας πορεία για όλο και πιο εκτυφλωτικό αποτέλεσμα, σε γνώριμα πάντα ύδατα.
Όσο για τις δύο χαμένες της εξέγερσης… Η Άμπωτις και η Ανομβρία εξαφανίστηκαν δίχως κανείς να μπορεί να πει με σιγουριά προς τα πού πήγαν. Άλλοι είπαν ότι κατευθύνθηκαν προς τον Ιερό βράχο. Άλλοι είπαν ότι τις είδαν να πηδούν στα τόσο αγαπημένα τους αχαρτογράφητα νερά και ύστερα να παλεύουν με τα τεράστια κύματα. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι κανείς, ποτέ δεν βγήκε να τις ψάξει. Δεν θα έλειπαν άλλωστε σε κανέναν. Τουναντίον, μάλλον κακό θα έκαναν σε όποιον άδολο και ανίδεο θα προσφερόταν να τις βοηθήσει. Μεγάλες πια σε ηλικία όμως, θα ήταν δύσκολο να καταστρέψουν κάποιο άλλο σκάφος και αυτό από μόνο του, ήταν παρήγορο.
Πολλά χρόνια αργότερα, ο παππούς Εύλογος Ερωτημάτης διηγούταν στα δικά του εγγόνια την αρχή του κόσμου τους όπως τον γνώριζαν και πώς από ένα απλό όραμα που μοιράστηκε πριν πολλά χρόνια με την αδερφή του, ξεκίνησαν όλα…

«Τα εύλογα ερωτήματα γεννήσαν απορίες
χρισμένες με του αύριο τη δίψα για το δίκιο.
Έτσι όλοι ενώθηκαν, αξιώσαν νηνεμία
κι επιστροφή στα ύδατα τα χαρτογραφημένα.
Σαν η ομόνοια βγει μπροστά και πάρει τα ηνία,
κανείς εχθρός δεν δύναται εκείνη να χλευάσει.
Μικρή η διχόνοια, ωχριά στο τόσο μεγαλείο
που ‘χουν ελπίδας οπαδοί, σαν είναι ενωμένοι.
Έτσι μια μέρα πίστεψαν η νίκη πως θα έρθει,
στη μάχη όλοι ρίχτηκαν και 'γράψαν Ιστορία…»


Τ Ε Λ Ο Σ


Copyright © Τζωρτζίνα Κουριαντάκη All rights reserved, 2018
Το συνοδευτικό κολάζ δημιουργήθηκε από τον πίνακα του Dali, Καράβι με πεταλούδες.

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα