Πηγαίνοντας στο θέατρο Ήβη για να δεις αυτήν την παράσταση ξέρεις εξ αρχής τί ακριβώς πας να δεις και αυτομάτως θέλοντας και μη κάνεις σύγκριση με την αξεπέραστη ταινία του Αλέκου Σακελλάριου, αναμετριέσαι με τις παιδικές σου αναμνήσεις, συγκινείσαι με τα χρόνια που περνούν και σε αφήνουν πίσω.
Ας γράψω την υπόθεση του έργου για τυπικούς λόγους κυρίως, γιατί πραγματικά δεν νομίζω ότι υπάρχει Έλληνας ή Ελληνίδα που να μην την ξέρει. Η Λίζα Πετροβασίλη, μαθήτρια της 7ης τάξης του Γυμνασίου (βρισκόμαστε στην δεκαετία του 1960 όταν υπήρχε μόνο Γυμνάσιο και οι τάξεις ήταν οκτώ) δεν έχει διαβάσει καλά και αποφασίζει να κάνει σκασιαρχείο, για αυτόν το λόγο προφασίζεται την άρρωστη. Ο πατέρας της που είναι κλασικός χαζομπαμπάς, καλεί αμέσως τον γιατρό. Η Λίζα ερωτεύεται τον ώριμο χειρουργό που είναι και καθηγητής πανεπιστημίου και παντρεύονται. Λίγους μήνες όμως μετά νιώθει πλήξη αφού ο σύζυγός της έχει βεβαρημένο επαγγελματικό πρόγραμμα και νοσταλγεί τα σχολικά της χρόνια, έτσι αποφασίζει να ξαναρχίσει να φοιτά στο σχολείο προκειμένου να πάρει το απολυτήριό της και να κάνει παρέα με τις αγαπημένες της φίλες. Όλο αυτό το σχέδιο γίνεται κρυφά από τον άντρα της. Αυτός καταλαβαίνει από διάφορες συγκυρίες ότι του λέει ψέματα και φαντάζεται ότι τον απατά. Μετά από αρκετές παρεξηγήσεις με τον σύζυγο αλλά και τους καθηγητές αποκαλύπτεται η αλήθεια και έχουμε ένα λυτρωτικό και αγαπησιάρικο ευτυχισμένο τέλος (ένα τέλος που μόνο στις παλιές ελληνικές ταινίες υπάρχει).
Ας έρθουμε τώρα στη παράσταση που είδα εγώ στο θέατρο Ήβη. Η Κατερίνα Γερονικολού καλείται να γίνει Βουγιουκλάκη. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη, καλώς κακώς μία ήταν -όπως άλλωστε όλοι μας- ο καθένας μας έχει την δική του ξεχωριστή οντότητα. Συμφωνώ απόλυτα λοιπόν, με την απόφαση της Γερονικολού να μην βάψει τα μαλλιά της ξανθιά και να μην μιμηθεί την αείμνηστη Βουγιουκλάκη. Αυτή η νέα κοπέλα έχει το δικό της ταπεραμέντο και το δείχνει. Καταφέρνει να επιδείξει την κατάλληλη γυναικεία τσαχπινιά χωρίς υπερβολές και χωρίς να μιμείται το γυναικείο πρότυπο που ανέδειξε η συγχωρεμένη η Αλίκη.
Ο Ορέστης Τζιόβας ως σύζυγος της Λίζας, σεβάσμιος καθηγητής της ιατρικής, είναι αρκετά πετυχημένος, καταπληκτικός στις εκφράσεις του. Θα τον ήθελα λίγο πιο δραστήριο στα μουσικοχορευτικά σκετς.
Ο Νίκος Γαλανός ως μπαμπάς της Λίζας, ήταν απλά εκπληκτικός, κατάφερε να δείξει τον χαζομπαμπά που κατά βάθος θέλει να έχει η κάθε κοπέλα. Του δίνω χίλια μπράβο γιατί μας έδειξε έναν τελείως διαφορετικό μπαμπά από εκείνον του Κωνσταντάρα. Έχτισε μόνος του τον ρόλο.
Η Νίκη Παλληκαράκη είναι η μαμά της Λίζας. Βρήκα την ερμηνεία της κάπως υπερβολική και δεν μου άρεσε ιδιαίτερα.
Ο Κώστας Βουτσάς υποδύεται τον ρόλο του Διονύση Παπαγιαννόπουλου. Γέρασε ο Βουτσάς και δεν το πήρε και ο ίδιος είδηση. Πάνω στην σκηνή περπατά πλέον με δυσκολία και στις περισσότερες στιγμές τον συντροφεύει και τον υποβαστάζει η Μάρω Κοντού. Παρόλα αυτά, βλέπουμε έναν παλαίμαχο, εξαιρετικό ηθοποιό που επιθυμεί να βρίσκεται κοντά μας.
Η Μάρω Κοντού παραμένει ψηλή και όμορφη, παίζει τον ρόλο της διευθύντριας του σχολείου. Αυστηρή, επιβλητική, μας επιφυλάσσει μια έκπληξη όταν τραγουδά πάνω στη σκηνή.
Η Σοφία Βογιατζάκη υποδύεται την Τασία, την πιστή υπηρέτρια της Λίζας που μοιράζεται μαζί της το μεγάλο μυστικό της. Δίνει μια όμορφη κωμική νότα στον ρόλο της.
Αυτοί που δεν μου άρεσαν καθόλου είναι το ζευγάρι που υποδύονται τους ρόλους του φιλικού ζευγαριού, του δικηγόρου και της γυναίκας του. Θεωρώ ότι το λάθος δεν είναι δικό τους αλλά της σκηνοθετικής εντολής: παίξτε ως καρικατούρες. Δεν υπήρχε κανένας λόγος ο δικηγόρος να είναι ψευδός και να χύνει το ποτό του, όπως δεν υπήρχε κανένας λόγος η γυναίκα του να υπερβάλλει τόσο πολύ στα λεγόμενά της. Κατανοώ την ανάγκη για γέλιο, αλλά το σενάριο του Σακελλάριου είναι τόσο πετυχημένο με τόσο έξυπνους διαλόγους που ειλικρινά δεν χρειαζόταν να δούμε αυτή την υπερβολή. Δεν γνωρίζω να σας πω ποιοι ηθοποιοί υποδύονταν τους εν λόγω ρόλους, αφού στο θέατρο δεν υπήρχε διαθέσιμο πρόγραμμα προς πώληση αλλά ούτε καν ένα ενημερωτικό φυλλάδιο. Στη ερώτησή μου σχετικά μου απάντησαν ότι είναι νωρίς ακόμα και δεν έχει εκτυπωθεί το πρόγραμμα. Το έχω ξαναγράψει: αυτές οι απαράδεκτες προχειρότητες συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα. Δεν είναι δυνατόν να ανεβαίνει ένα έργο στο θέατρο και να μην υπάρχει ούτε καν ένα φυλλάδιο με τα ονόματα των συντελεστών. Δείχνει ασέβεια κυρίως για τους ίδιους τους εμπλεκόμενους και τη δουλειά τους.
Η σκηνοθεσία του Λάκη Λαζόπουλου είναι μέτρια, αυτό το λέω γιατί έδωσε λανθασμένες οδηγίες στους ηθοποιούς που υποδύονταν το φιλικό ζευγάρι, δεν βοήθησε όσο θα έπρεπε τον Τζιόβα και την Παλληκαράκη, χρησιμοποίησε την εύκολη και διόλου θεατρική λύση των βιντεοσκοπημένων σκηνών.
Τα σκηνικά χωρίς να είναι ιδιαίτερα φανταχτερά και ξεχωριστά, είναι εναλλασσόμενα: η κρεβατοκάμαρα της Λίζας, το σαλονάκι του παντρεμένου ζευγαριού, η τάξη του σχολείου, ο διάδρομος του σχολείου, το καφέ που συναντά η Λίζα τον προγυμναστή της.
Τα κουστούμια είναι πολύ πλούσια, Η Κατερίνα Γερονικολού φορά τουλάχιστον πέντε κουστούμια εκτός της σχολικής της ποδιάς. Το ίδιο ισχύει για όλους σχεδόν τους ηθοποιούς, ειδικά τις γυναίκες.
Έγινε χρήση βίντεο (πολλές σκηνές τις βλέπαμε κινηματογραφημένες) που για εμένα δεν χρειαζόταν· να πω την αλήθεια, έχει αρχίσει να με κουράζει η τόσο μεγάλη χρήση βίντεο στο θέατρο, την οποία θεωρώ ως εύκολη λύση. Άλλη η μία τέχνη, άλλη η άλλη.
Στο έργο ακούστηκαν δύο τραγούδια του Χατζιδάκι που ακούγονταν στο «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο»· τα πρόσθεσαν και αυτά, προφανώς για να ακουστεί η καταπληκτική αυτή μουσική. Κι αυτός είναι ένας καλός λόγος για να πάτε να δείτε αυτό το έργο: η αγέραστη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και οι καταπληκτικοί διάλογοι του Αλέκου Σακελλάριου.