Είναι η δεύτερη φορά που παρακολουθώ το γνωστό έργο του Δημήτρη Κεχαΐδη. Η πρώτη ήταν πριν τρία χρόνια περίπου στο θέατρο «Αποθήκη». Φέτος είχα την χαρά να το δω –και παράλληλα να ξεκινήσω και την θεατρική σεζόν 2018-2019– στον πολυχώρο Faust στην οδό Καλαμιώτου. Το εμβληματικό έργο του Δημήτρη Κεχαΐδη πρωτοπαίχτηκε στο Θέατρο Τέχνης το 1972 σε σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν και με πρωταγωνιστές τον Νικήτα Τσακίρογλου και τον Γιάννη Μόρτζο. Έκτοτε και παρόλο που έχουν περάσει πάνω από σαράντα πέντε χρόνια, παίζεται συνεχώς στις αθηναϊκές αίθουσες, γεγονός που δείχνει από μόνο του την διαχρονικότητα και την μεγάλη δυναμική του ίδιου του έργου.
«Το τάβλι» είναι ένα απλό μονόπρακτο: δύο άντρες παίζουν μια παρτίδα τάβλι και συζητούν. Ο ένας είναι ο Κόλιας, πρώην αντιστασιακός, πλέον είναι ένας φτωχοδιάβολος που έχει παραιτηθεί από την ζωή, ζει μαζί με την γυναίκα του, την Καλλιόπη, πίνει τον καφέ του, παίζει τάβλι με τον γαμπρό του και ονειρεύεται να εκδώσει ένα βιβλίο με τα κατορθώματά του από τον πόλεμο. Ο δεύτερος άντρας είναι ο Φώντας, ο γαμπρός του Κόλια, εντελώς άλλος χαρακτήρας: μικροκομπιναδόρος, πονηρούλης, προσπαθεί να κάνει το μεγάλο κόλπο και να περάσει μια χαρισάμενη ζωή χωρίς μεγάλο κόπο. Συναντιούνται καθημερινά στο σπίτι του Κόλια, όπου η Καλλιόπη σερβίρει καφέδες σε άντρα και αδελφό και γενικά φροντίζει για την καλοπέρασή τους. Η Καλλιόπη είναι ένα πρόσωπο που δεν εμφανίζεται ποτέ πάνω στην σκηνή αλλά αναφέρεται συνεχώς από τους δύο άντρες και γίνεται κατανοητό στο κοινό ότι είναι ο κλασικός γυναικείος χαρακτήρας της υποταγμένης οικοκυράς-δούλας, ταγμένη να φροντίζει τον άντρα-αφέντη: να του φτιάχνει τον καφέ του, να του σιδερώνει τα πουκάμισά του, να έχει έτοιμο το φαγητό στην ώρα του. Ο Κόλιας είναι παραιτημένος: ζει μόνο για να αναμασάει την αντίστασή του κατά των Γερμανών και των δοσίλογων της Κατοχής. Περνάει τις ημέρες του παίζοντας τάβλι με τον αδελφό της γυναίκας του και τις νύχτες του γράφοντας τα απομνημονεύματά του. Βαθιά μέσα του διατηρεί την ελπίδα της αναγνώρισης του έργου του αλλά δεν κάνει τίποτα ουσιαστικό για να καταφέρει την έκδοση του έργου του. Από την άλλη πλευρά, ο Φώντας είναι ο πραγματιστής αυτής της μικρής οικογένειας: προσπαθεί να σκαρφιστεί ένα οποιοδήποτε κόλπο προκειμένου να γίνει γρήγορα και ακούραστα πλούσιος. Η νέα του φαεινή ιδέα είναι να εκμεταλλευτούν έναν ηλικιωμένο, μοναχικό πλούσιο γείτονα βάζοντας την Καλλιόπη να του κάνει την οικιακή βοηθό με απώτερο σκοπό να του αποσπάσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Με αυτό το ποσό που θα πάρουν δολίως από τον πλούσιο άντρα θα πάνε να εισάγουν μαύρους από την Μπιάφρα της Αφρικής και θα τους φέρουν να τους εκμεταλλεύονται στην Ελλάδα.
Είναι εύκολοι οι παραλληλισμοί που μπορούν να γίνουν με την σημερινή εποχή: η εκμετάλλευση των αλλοδαπών που προέρχονται από τις λεγόμενες «τριτοκοσμικές χώρες» και που έρχονται να εργαστούν στην Ελλάδα, οι δήθεν φαεινές ιδέες που έχουν αρκετοί νεοέλληνες και η προσπάθεια του εύκολου πλουτισμού, η εκμετάλλευση της γυναίκας, τα όνειρα πολλών επίδοξων καλλιτεχνών που ελπίζουν ότι θα γίνουν λογοτέχνες, ζωγράφοι κ.ο.κ. και ως εκ τούτου δεν πρέπει να εργάζονται σε ταπεινά επαγγέλματα.
Η σκηνοθεσία του έργου είναι του Πέρη Μιχαηλίδη, λιτή δουλειά, χωρίς περιττά σκηνικά: ένα τραπέζι με στημένο του πάνω ένα ανοιχτό τάβλι, δύο καρέκλες, ένα μικρό φλιτζανάκι καφέ, ένα σιδερωμένο πουκάμισο. Οι δύο ήρωες έχουν άπλετο χώρο να κινηθούν, να φωνάξουν, να ονειρευτούν την οικονομική και κοινωνική τους καταξίωση. Στον ρόλο του Φώντα ο ίδιος ο σκηνοθέτης, μας παρουσιάζει με επιτυχία τον νεοέλληνα απατεωνίσκο που αναζητά την εύκολη λύση, ξέρει να χειρίζεται τον κουνιάδο του και τον πείθει να τον ακολουθήσει χρησιμοποιώντας το όνειρο της λογοτεχνικής αναγνώρισης. Στον ρόλο του Κόλια ο Φίλιππος Σοφιανός, είναι ο φυγόπονος πρώην αντιστασιακός, καταφέρνει να μας μεταδώσει την απραξία του και την οκνηρία του.
Σκηνοθετικό σημείωμα:
Το κλασικό αυτό έργο με τη ρεαλιστική γραφή και την εξαιρετική πλοκή αποτελεί πάντα μια μεγάλη πρόκληση. Ο Κεχαΐδης γράφει: "αισθάνομαι την ανάγκη να γράψω για τον λαϊκό Έλληνα γενικά. Για τις χαρές και τις πίκρες του, για τα προβλήματά του καθώς και την προσπάθειά του να βγει από το κοινωνικό και οικονομικό αδιέξοδο. Και πιο πέρα για τη σπαραχτική αισιοδοξία του πως, αν πάρει τον δρόμο της πρωτεύουσας ή της ξενιτιάς, θα δημιουργήσει μια καλύτερη ζωή. Για τον Έλληνα που δεν έχει συνειδητοποιήσει την κατάστασή του και τη θέση του μέσα στον κοινωνικό του περίγυρο και προσπαθεί να δώσει λύση στα προβλήματά του με τη «φυγή»."
Τα λόγια αυτά του συγγραφέα συναντούν και τη σκηνοθεσία που θα αφήσει απλά το έργο να αναπνεύσει σκηνικά, χωρίς πρόσθετες παρεμβάσεις, τόσο στο κείμενο όσο και στο ύφος των ηρώων. Η παράσταση με δύο ήρωες ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό μοιάζει με τη γελοιογραφία της σημερινής Ελλάδας. Είναι σημαντικό ότι η παράσταση θα πάει να συναντήσει τους πραγματικούς « παραλήπτες » αυτού του έργου και θα παιχτεί σε καφενεία, αυλές σπιτιών, πλατείες του χωριού και γενικά σε χώρους μη θεατρικούς. Ένα έργο που απευθύνεται σε όλο τον κόσμο.
Πέρης Μιχαηλίδης
Ταυτότητα:
Σκηνοθεσία: Πέρης Μιχαηλίδης
Παίζουν:
Κόλιας: Φίλιππος Σοφιανός
Φώντας: Πέρης Μιχαηλίδης
Φωτογράφιση: Κατερίνα Αρβανίτη
Στο FAUST Bar-Theatre-Arts, Αθηναΐδος 12 & Καλαμιώτου 11, Μοναστηράκι, 2103234095