Γράφει η Μαίρη Τσίλη
Χειμώνιασε το φθινόπωρο κι εγώ ακόμα αδειάζω κούτες από το καλοκαίρι μέσα στο μικρό σαλόνι μου, με τα παράθυρα κλειστά. Έξω βρέχει και κάνει ψύχρα. Κι εγώ αραδιάζω άμμο, κοχύλια σπασμένα, αλάτι από της θάλασσας την μνήμη, ένα πλαστικό κύπελλο από έναν φρέντο εσπρέσο που κατά λάθος βρέθηκε εδώ, μια πετσέτα παραλίας που γράφει I love islands, και ένα κλεμμένο σε αγαπώ πιτσιλισμένο με αντηλιακό και κραγιόν κεράσι.
Βαρέθηκα να μαζεύω τις αλητείες του καλοκαιριού.
Ουφ πάω να κάνω ένα ντουζ. Γλυστράω για λίγο μα κρατιέμαι. Σκέφτομαι εσένα όταν είχες μεθύσει από αλήθεια κι έκανες εμετό τον πόνο σου επάνω μου.
"Με έλεγαν πόρνη κι εσύ με έλεγες ψυχή μου! Τους έλεγα, αγάπη μου κι εκείνοι κι εκείνες με έλεγαν πουτάνα." Βγαίνω από το μπάνιο και πάω στην κουζίνα. Πίνω νερό παγωμένο κι έξω κοιτάζω. Πόσο σου μοιάζει αυτός ο ουρανός! Τον γδέρνεις με τα δόντια της ψυχής σου για να του βγάλεις φως. Το στόμα σου αιμορραγεί φιλιά απεγνωσμένα.
"Με έλεγαν μάνα κι εγώ τους έλεγα ζωή μου! Με έλεγες ζωή μου και εγώ σε είπα μοναξιά." Μα αυτό το ρημάδι το σε αγαπώ κανένας ποτέ του δεν το είπε.
🌻
Copyright © Μαίρη Τσίλη All rights reserved
Το συνοδευτικό κολάζ δημιουργήθηκε από τον πίνακα του Pol Ledent, Summer walk in the poppies.
Της ίδιας: