Ήταν τέλη Φεβρουαρίου, και στην Πάτρα πετάριζε ένα εύθυμο και αγαπημένο έθιμο. Οι απόκριες. Ήταν μια περίοδος, όπου όλοι οι κάτοικοι της και οι τουρίστες ζούσανε κυριολεκτικά, σε ρυθμούς ξέφρενου κεφιού. Συχνός επισκέπτης της πόλης ήταν και ο Γιώργος.
Προτού παντρευτεί, αλλά και κατά την διάρκεια του έγγαμου βίου με την σύζυγο δεν παρέλειπε να βιώνει με τον δικό του τρόπο την ξεγνοιασιά και το κέφι που εξέπεμπε το γνωστό καρναβάλι. Εκείνη την χρονιά μάλιστα, είχε βρει μία ψεύτικη δικαιολογία ώστε να πάει μόνος του. Ο γάμος του είχε ήδη
προβλήματα, και ειδικότερα υπήρχε έλλειψη επικοινωνίας. Προφασίστηκε λόγω της επαγγελματικής του ταυτότητας, και δη διευθυντή τραπέζης, ότι όφειλε να παρευρίσκεται στην Αθήνα, σε συνέδριο για τις επενδύσεις στην Ελλάδα.
Είχε οργανώσει καλά το σχέδιο του. Όμως είναι γνωστό, ότι η ζωή έχει ανατροπές και το συνειδητοποίησε την ημέρα όπου θα καιγόταν ο βασιλιάς Καρνάβαλος. Βρισκόταν στο πάρτι, ενός γνωστού μπαρ. Το «σαβουάρ βίβρ» περιελάμβανε εκείνη την βραδιά, υποχρεωτική χρήση μάσκας. Αν και μόνος έπινε το ένα ποτήρι ουίσκι, πίσω απ' το άλλο. Ιδιαίτερη όμως έλξη, του προκάλεσε μία σχετικά ψηλή μελαχρινή γυναίκα, που καθόταν μόνη της δίπλα στον μπάρμαν. Του τράβηξε τόσο την προσοχή, ώστε την προσέγγισε αμέσως.
Γρήγορα αντάλλαξαν τις πρώτες κουβέντες.
-«Πώς σε λένε;»
-«Άννα. Εσένα;»
- «Γιώργος» και τσούγκρισαν τα ποτήρια τους.
-«Είσαι Πατρινός;»
-«Όχι. Θεσσαλονικιός» προκαλώντας την έκπληξη της.
-«Τι σύμπτωση! Και εγώ ταξίδεψα για λίγες μέρες στην Πάτρα, εξαιτίας του καρναβαλιού.»
Εκείνος άρχισε να μην αισθάνεται καλά. Είχε μια αλλόκοτη διαίσθηση, σαν να τον «έτρωγε» η μύτη εξαιτίας της γύρης των λουλουδιών.
-«Ελεύθερη ή παντρεμένη;»
-«Είμαι παντρεμένη, αλλά ο γάμος μου έχει κάποια προβλήματα πλέον. Μάλιστα έχω την αίσθηση ότι ο σύζυγός μου συμπεριφέρεται πολύ περίεργα τελευταία.»
-«Γιατί το λες αυτό;»
-«Πριν δύο μέρες έφυγε για την Αθήνα, επικαλούμενος ότι θα παραστεί σε ένα συνέδριο για τις επενδύσεις στην χώρα. Νιώθω όμως ότι λέει ψέματα.»
Του έπεσε το ποτήρι απ' το χέρι, ενώ κοκκίνισε το πρόσωπο του. Η Άννα ανησύχησε πολύ και του χτύπησε ελαφρά την πλάτη, προσφέροντας του μάλιστα ένα ποτήρι νερό. Στο πρόσωπο του εναλλάσσονταν η χαρμολύπη.
Αντιπάλευαν διάφορα συναισθήματα ωσότου λάβει την καίρια απόφαση.
Έβγαλε την μάσκα και εκείνη ξαφνιάστηκε στην όψη του.
-«Γιώργο;»
-«Απ’ ότι βλέπω, ο εγωισμός και η έλλειψη συνεννόησης, μας έκανε κακό. Αντί να συζητήσουμε τις διαφωνίες μας, υψώσαμε φράχτες απομόνωσης. Γιατί;»
-«Συμφωνώ, δυστυχώς. Να ξέρεις όμως ότι ακόμα σε αγαπάω. Απλά... Απλά ένιωθα ότι με παραμελούσες τους τελευταίους μήνες.»
-«Έχεις δίκιο. Θα μπορούσαμε να έχουμε λύσει τα προβλήματα μας, δίχως να μπούμε στην λογική της ψυχρότητας.»
Αγκαλιάστηκαν μεμιάς, και φιλήθηκαν. Πέταξαν τις μάσκες τους, και ένιωσαν ότι η επόμενη μέρα θα ήταν η αρχή για τον γάμο τους ξεκινώντας από μια νέα αφετηρία δεδομένων.