Μουσείο Βατικανού-Καπιτωλίου
Φίλες και φίλοι,
Ο γλύπτης Σκόπας έχει συνδέσει το όνομά του με δύο απεικονίσεις του μυθικού ήρωα της Αιτωλίας Μελέαγρου. Η πρώτη αφορά το κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου και κοσμούσε το ανατολικό αέτωμα του ναού της Αθηνάς στην Τεγέα και η δεύτερη ήταν ένα μπρούντζινο άγαλμα του 4ου π.Χ. αιώνα που απεικόνιζε τον Μελέαγρο ως νεαρό κυνηγό. Ένα αντίγραφο αυτού του αγάλματος βλέπετε, φίλες και φίλοι, από τα χρόνια των Αντωνίνων.
Ο Μελέαγρος -προφανώς λόγω της ομορφιάς του- ήταν προσφιλές θέμα ρωμαϊκών σαρκοφάγων, με τον μύθο του να παίρνει εκείνη την εποχή μεταφυσικές διαστάσεις.
Ποιος ήταν ο Μελέαγρος και ποιος ο μύθος, μέσα από τον οποίο πέρασε στην αθανασία;
Μας έχει παραδοθεί σε πολλές παραλλαγές. Στην αναφορά του Ομήρου στην Ιλιάδα, μαθαίνουμε ότι ο βασιλιάς των Αιτωλών Οινέας πρόσφερε τους πρώτους καρπούς της γης στους θεούς, λησμονώντας να θυσιάσει στην Άρτεμη. Κι εκείνη, χολωμένη, εξαπέλυσε στη χώρα του έναν τεράστιο κάπρο για να την ρημάξει, να την καταστρέψει.
Ο Μελέαγρος ήταν ο γιός του Οινέα, το βασιλόπουλο. Αποφάσισε, με τη βοήθεια μιας ομάδας ανδρών που τον ακολούθησε πρόθυμα, να βρει τον κάπρο και να τον εξοντώσει. Η Άρτεμη ανακατεύτηκε, προκαλώντας έχθρα ανάμεσα στον Μελέαγρο και στους Κουρήτες θείους του -αδελφούς της μητέρας του Αλθαίας, που βασίλευαν στην γειτονική πόλη Πλευρώνα. Αιτία τα τρόπαια του νικητή-φονιά του κάπρου. Ο Μελέαγρος ήθελε να τα προσφέρει στην Αταλάντη, που πρώτη πέτυχε τον κάπρο, οι θείοι του τα απαιτούσαν για τους ίδιους. Θυμωμένος ο νέος, σκότωσε του θείους του και η μητέρα του, πληγωμένη βαθιά από τον θάνατο των αδελφών της, κάλεσε τους θεούς να σκοτώσουν το ίδιο το παιδί της!
Ο Μελέαγρος αποφάσισε να αποτραβηχτεί από τη μάχη, ωστόσο η σύζυγός του τον έθεσε μπροστά στην σκληρή πραγματικότητα. Τον θάνατο δεν θα τον γλίτωνε. Ίσως ήταν καλύτερα να τον προκαλέσει μόνος του και να εξιλεωθεί.
Έτσι, ο Μελέαγρος επέστρεψε στην μάχη και δεν γύρισε πίσω ζωντανός.
Μια παραλλαγή του μύθου θέλει την μοίρα Άτροπο να ορίζει από τη γέννηση του Μελέαγρου ότι θα έχει μια πολύ σύντομη ζωή -τόση ώσπου να καεί το κούτσουρο που έκαιγε στην εστία. Η Αλθαία τότε, σηκώθηκε και έσβησε το κούτσουρο, κρύβοντάς το απ’ όλους. Όταν έμαθε τον θάνατο των αδελφών της, πήγε και πήρε το μισοκαμμένο ξύλο και το άναψε. Ο Μελέαγρος ξεψύχησε όταν κάηκε το ξύλο.
Η ζωή ενός νέου ανθρώπου είχε χαθεί, όχι από δικό του φταίξιμο, αλλά από τη θέληση των θεών κι επειδή έτσι όρισε η μοίρα. Τι πιθανότητες είχε να μη γίνει μύθος;