Ο Νίκος Θέμελης γράφει για να τροφοδοτήσει την ανθρώπινη σκέψη με αναστοχασμό και να καλλιεργήσει την κριτική σκέψη στον αναγνώστη. Προσεγγίζει θέματα αγαπημένα στους συγγραφείς της μικρασιατικής περιόδου, αλλά με διάθεση κατανόησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς και πράξης. Εντοπίζει τις αδυναμίες της παιδείας όταν αυτή δεν αναβαθμίζει την ανθρώπινη σκέψη και το πνεύμα. Μέσα από τη γραφή του επιδιώκει να κατακτήσει τους στόχους που δεν ολοκλήρωσε ως άτομο, αλλά και να χωρέσει σε μια ζωή πολλές εμπειρίες, για να κατακτήσει όσα δεν μπόρεσε να ζήσει. Δεν γράφει για να γίνει αρεστός και γνωρίζει ότι οι ιδέες του θα ενδιαφέρουν ορισμένους ανθρώπους, άλλους θα τους ψυχαγωγούν, άλλους θα τους επιμορφώνουν. Μελετά τα ανθρώπινα και εθνικά όρια, εμπνέεται από τον Διαφωτισμό και την ιδεατή παιδεία και καταφέρνει μέσα από τις περιγραφές των ηρώων και την δράση της πλοκής να αποδώσει με ακρίβεια και αυτογνωσία τα γεγονότα. Εμμέσως πλην σαφώς, διαμορφώνει και το αναγνωστικό του κοινό, ένα κοινό που θέλει να κρατήσει μνήμες μιας ζωντανής ιστορίας χωρίς φανατικές τάσεις πατριδολατρίας.
Στο συγκεκριμένο ιστορικό μυθιστόρημα, με το οποίο κάνει την εμφάνισή του στον χώρο της λογοτεχνίας ο συγγραφέας, έχουμε έξι διαφορετικές αφηγήσεις προσώπων που συνθέτουν το παζλ της ζωής του κεντρικού ήρωα Νικολή-εφέντη. Οι σχέσεις που αναπτύσσονται και οι δεσμοί μεταξύ των προσώπων είναι δυνατοί και αφορούν στην φιλία και στον έρωτα. Χρονολογικά η ιστορία εντάσσεται στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, μια μεταβατική εποχή κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών αλλαγών. Σε αυτές τις αναζητήσεις ενός έθνους που ψάχνει την ταυτότητά του και προσπαθεί να αναπτυχθεί οικονομικά, οι άνθρωποι κυνηγούν τα όνειρά τους, θέτουν πνευματικούς στόχους και πιστεύουν σε αξίες θεμελιωμένες στην ισότητα και την δικαιοσύνη. Σε αυτό τον αναβρασμό κοινωνικών αλλαγών, άλλοι ασχολούνται με το εμπόριο και εξάγουν τα προϊόντα τους σε διεθνείς αγορές, άλλοι ασχολούνται με τη φιλοσοφία και την πνευματική κατεύθυνση που υποδεικνύει η καρδιά τους και όχι τα θέλω και οι ανάγκες των επιχειρήσεων των γονιών τους. Άλλοι μεταναστεύουν και οι γονείς τους προσπαθούν να καλύψουν τον πόνο της ψυχής τους για τη φυγή των παιδιών τους με την χαρά της ελευθερίας της δημιουργίας και των νέων ευκαιριών σε μια άλλη χώρα. Υπάρχουν και λιγότερο ανήσυχα πνεύματα που είναι ευχαριστημένα στον μικρόκοσμό τους κι έχουν μάθει να συνυπάρχουν ειρηνικά με αλλόθρησκους και αλλοεθνείς. Ας μην ξεχνάμε ότι η Σμύρνη είχε Έλληνες, Τούρκους, Αρμένιους, Εβραίους με τους Έλληνες να πλειοψηφούν και να κρατούν τα ηνία της διοίκησης και της δύναμης του τόπου, αλλά και να σέβονται την αποδοχή της ετερότητας, του διαφορετικού. Ο Νίκος Θέμελης αξιοποιεί την βιωματική γνώση της εποχής για να εντρυφήσει στην ανθρώπινη φύση και να εκφράσει την αγωνία του για την μετεξέλιξη του ελληνικού λαού και την υλοποίηση των πνευματικών του αναζητήσεων. Ο συγγραφέας εστιάζει στις οικονομικές και κοινωνικές προσπάθειες ανάπτυξης του μικρασιατικού ελληνισμού της αστικής τάξης και στις πολιτιστικές δημιουργίες της. Κριτικάρει τον μεγαλοϊδεατισμό, την επίδραση των βαλκανικών πολέμων στην οικονομία της περιοχής, με στόχο να
κατανοήσουμε καλύτερα και βαθύτερα την εποχή και τον ελληνισμό στη Σμύρνη, στη Μυτιλήνη, στην Πόλη, στον Πόντο και στην Καππαδοκία.
Οι αφηγήσεις των έξι προσώπων συνθέτουν διαφορετικές οπτικές γωνίες που αποτυπώνουν την ματιά του παντογνώστη αφηγητή. Ο Νικόλας, ο γιος του Νικολή-εφέντη συγκλονισμένος από την φυγή του πατέρα του στα χρόνια της εφηβείας του αναζητεί την αιτία της συνωμοτικής σιωπής των ενηλίκων και της σεξουαλικότητας που μπορεί να οδηγήσει έναν άνθρωπο να φύγει με μια μικρή κοπέλα και να παρατήσει την οικογένειά του και τον τρόπο ζωής του.
Η αφήγηση του αρχιμάστορα αποκαλύπτει την αγάπη του για την τέχνη να χτίζει σπίτια σε μια εποχή που η άνοδος της αστικής τάξης δημιουργεί εύφορο έδαφος για να χτιστούν επαύλεις, αρχοντικά, εργασιακοί χώροι. Παράλληλα δημιουργούνται οι πρώτοι συνεταιρισμοί ελαιοπαραγωγών, τα ισνάφια στο νησί της Μυτιλήνης που προοδεύει οικονομικά. Ο πρωτομάστορας παρατηρεί τα χαμάμ που φιλοξενούν ανθρώπους όλους των εθνοτήτων, των ηλικιών, άνδρες, γυναίκες και αποδίδει αξία στην τέχνη του χτισίματος γιατί αφήνει πίσω της μνημεία άξια θαυμασμού για τις επόμενες γενιές.
Ο Βάιος σπούδαζε στη Λειψία της Γερμανίας δεν συμβιβάστηκε στην ιδέα να ζει από την διαχείριση της περιουσίας του πατέρα του, γιατί δεν ήταν αυτό που τον εκφράζει. Οι σπουδές που του πρότεινε ο πατέρας του στη χημεία δεν τον έβρισκαν σύμφωνο και παρακολουθούσε μαθήματα φιλοσοφίας. Επέλεξε έναν πιο απόμακρο τρόπο ζωής που συνέβαλε στην ψυχική του ισορροπία.
Στην αφήγηση της Νόνας περιγράφεται η οικονομική κατάσταση στη Σμύρνη και αναλυτικά τα προϊόντα που εμπορεύονταν οι κάτοικοι, όπως σταφίδα, ξερά σύκα, σουσάμι και αιθέριο έλαιο για καλλυντικά. Περιγράφονται τα στάδια παραγωγής, από την συγκομιδή έως την εύρεση πελατών σε διεθνείς αγορές. Περιγράφεται η πόλη της Μανησάς, η κατοικία του Αντών-εφέντη που πέρασε στον Νικολή-εφέντη και η πόλη της Σμύρνης με την πολυπολιτισμική σύνθεση διαφόρων εθνικοτήτων. Ο Νικολής-εφέντης πιστεύει πως η μεγάλη ιδέα είναι η παιδεία που μπορεί να χτίσει συνειδήσεις και να μετασχηματίσει τον κόσμο συγκροτώντας τον σε μια ενότητα σκέψης, που να περιλαμβάνει ανθρώπους απ’ όλα τα μήκη της γης. Ο Νικολής-εφέντης κατακτά την Σμύρνη, είναι ένας πραγματευτής, ένας δημιουργικός μετανάστης. Πληγώνεται από τα φαρμακερά λόγια της γυναίκας του ενώπιον τρίτων προσώπων όταν αυτή του αποκαλύπτει ότι δεν τον αγάπησε ποτέ. Έκτοτε ζουν χωριστά. Ο Νικολής-εφέντης έχει πρωτοποριακές ιδέες, αγαπάει την πνευματική πρόοδο και αγωνίζεται για να φέρει την πνευματική αναγέννηση στα παιδιά των κολλίγων του τσιφλικιού του. Αναθέτει στον δάσκαλο να επιμορφώσει αυτούς τους αμαθείς ανθρώπους και οργανώνει κύκλους μαθημάτων τα Σαββατοκύριακα. Είναι ένας δυναμικός άνθρωπος που δεν αφήνει τα εμπόδια και τις δυσκολίες της ζωής να ανακάμψουν την πορεία του και προχωρά σε νέες πνευματικές αναζητήσεις απολαμβάνοντας την ανθρώπινη συντροφιά. Οι γυναίκες της εποχής σκιαγραφούνται ως πρόσωπα που επηρεάζουν έμμεσα την εξέλιξη των γεγονότων στην οικογένεια και στην κοινωνία με υπόγειες μεθόδους. Ο δάσκαλος είχε μια ισορροπημένη ζωή και δίδαξε στη Σμύρνη τα παιδιά του Νικολή. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Πόλη για να αποφύγει τους διωγμούς των Ελλήνων από τους Τούρκους και κατέληξε πρόσφυγας στην Αθήνα. Η έκτη αφήγηση του άγγελου, γιου του Κωνσταντή-εφέντη, αδελφού του Αντών-εφέντη είναι η τελευταία στο διήγημα.
Αξιόλογα σημεία που σταθήκαμε μέσα από τις υποκειμενικές μας αναγνώσεις είναι τα εξής:
Σελ.35, «Μετά από κάθε γιατί να ψάχνεις το γιατί των γιατί. Εκεί θα βρίσκεις πάντα πάνω από τη μισή απάντηση και ίσως όλη την αλήθεια». Όταν μας βρίσκουν τα δύσκολα να μη δεχόμαστε αβασάνιστα τις εύκολες απαντήσεις που δίνουν πρόχειρα μια εξήγηση, που κουκουλώνουνε τα πράγματα, που ρίχνουνε με ευκολία το φταίξιμο σε κάποιους , μα ποτέ σε μας τους ίδιους».
Σελ.44 «Ήταν ο κόσμος της ακολασίας ζωγραφισμένος μέσα στο γυναικωνίτη. Εκεί λοιπόν σ΄ αυτόν τον κόσμο που δα άξαφνα να ξετυλίγεται μπροστά μου είχανε βάλει οι χωριανοί μας τον πατέρα μου;»
Σελ.45 «Έφυγα από την εκκλησία ανάστατος, εκεί που άλλοι φεύγουνε γαληνεμένοι».
Σελ.239 (αφήγηση Βαίου) «Ο πατέρας δεν ξεχώριζε ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, δικούς μας και ξένους Αντίθετα, η Άννα χώριζε στα δύο τον κόσμο , ανάλογα με το ποιος ήταν και ποιος δεν ήταν της σειράς μας, τι της ανήκε και τι όχι […]..…»
Σελ.260 «Η μαντήλα… […] ήταν σα να σκέπαζε κάτι ιερό που μέχρι να γεννηθεί, να πάρει πάνω του, έπρεπε να μείνει κρυμμένο απ’ τη ματιά μας, άθικτο από το βλέμμα μας. τόσο δύσκολο , όσο η ελπίδα, ανάμεσα στον κόσμο που φτιάχνουνε δυο άνθρωποι με λόγια και με βλέμματα να γεννηθεί ένας καινούριος κόσμος που θα τα ξεπεράσει».
Σελ.269 «Ο Νίκος έκανε την τελευταία του προσπάθεια για να μου αποδείξει πως και τα πιο δύσκολα πράματα μπορούν να γίνουν πραγματικότητα με δουλειά, επιμονή και υπομονή, αρκεί να το θέλουμε βαθιά μας. Στο τέλος η ιδέα του απόκτησε περιεχόμενο, έγινε αποχαιρετιστήριο δώρο για μένα».
Σελ.272 «[…] …γέμισαν οι φωνές το υπόστεγο, βγήκαν στα καλντερίμια της Μανησάς τα γλύκαιναν, τα μαλάκωναν κι άρχισαν ν’ ανεβαίνουνε στους μιναρέδες και στα καμπαναριά να φθάνουν το βουνό ψηλά, να παίρνουν μαζί τους τις ψυχές μας, να μαγνητίζουνε τα σύννεφα κ εκείνα όλο να χαμηλώνουν».
Σελ.312 «Τίποτα δεν μας έλειψε. Μόν΄ άκουγα τις μπότες του στην αυλή, τα βήματά του στη ξύλινη τη σκάλα, τον βήχα του από το τουμπεκί ή τ΄ άξαφνο το γέλιο του ν’ αντιλαλεί από το ένα σπίτι στο άλλο κι έλεγα πως μας είχε λείψει ο κόσμος όλος».
Σελ.319 (περιγραφή του δασκάλου για την Άννα). «Το ύφος της, ο τρόπος που μιλούσε ή που κουνούσε διακριτικά τα χέρια της, την κάνανε να ξεχωρίζει απ’ όλες τις γυναίκες που συνήθιζαν. Είχε ακόμη κάτι που σε κράταγε σε απόσταση κι όσο πιο ισχυρή ήταν εκείνη η δύναμη, τόσο πιο έντονη ήταν κι η έλξη που γεννούσε».
Θα κλείσω το σημερινό άρθρο με ένα απόσπασμα από το κείμενο στη σελ.133. «Ο δικός μας κόσμος ζούσε σε άλλους ρυθμούς, με το ένα πόδι στην πραγματικότητα και με το άλλο στις ιδέες μας και τα όνειρά μας». Έτσι είναι και ο κόσμος της βιβλιοπαρέας μας, αντλεί δύναμη από τις ιδέες που αναδύονται από τις λογοτεχνικές αναγνώσεις και τα όνειρά του για μια συλλογική και ατομική ανάταση ψυχής.
Θα κλείσω το σημερινό άρθρο με ένα απόσπασμα από το κείμενο στη σελ.133. «Ο δικός μας κόσμος ζούσε σε άλλους ρυθμούς, με το ένα πόδι στην πραγματικότητα και με το άλλο στις ιδέες μας και τα όνειρά μας». Έτσι είναι και ο κόσμος της βιβλιοπαρέας μας, αντλεί δύναμη από τις ιδέες που αναδύονται από τις λογοτεχνικές αναγνώσεις και τα όνειρά του για μια συλλογική και ατομική ανάταση ψυχής.