Μετά από πενήντα χρόνια (και λιγότερα) τα γραπτά μου θα είναι παρατεταμένα σε τίποτα παλαιοπωλεία μεσοπόλεων με την ιδιόχειρη αφιέρωση κομμένη (αναγκαστικά), και στην ευτελή τιμή των μερικών λεπτών. Όχι ότι θα ‘χει κάποια σημασία, αλλά για την αξία της γραφικής ύλης που σπαταλήθηκε και της στοχαστικής διαδρομής που απαιτήθηκε. Αν έχουν καλύτερη τύχη, τότε θα βρίσκονται ξεχασμένα στα τίποτα ράφια επαρχιακών βιβλιοθηκών ή ατάκτως ερριμμένα σε καμιά σχολική βιβλιοθήκη (από δωρεά αγνώστου, για να τα ξεφορτωθεί μαζί με άλλα πονήματα). Αυτή θα ‘ναι η μοίρα τους, και έχει να κάνει με τον χρόνο και τους ανθρώπους.
Και ποια εικόνα θα ταίριαζε στις λέξεις μου, ώστε να κερδίσουν τη διάρκεια και την «αιωνιότητα», όπως θα έλεγαν και οι φερέλπιδες κριτικοί και ειδήμονες. Ω, θα ‘θελα να ζουν μέσα σε κάποιες εικόνες του καλοκαιριού (της ωραιότερης εποχής), να διαβάζονται καθώς οι γυναίκες θα φροντίζουν τις γλάστρες με τους βασιλικούς, θα ποτίζουν τις τριανταφυλλιές και θα χαϊδεύουν τα νυχτολούλουδα, να πάρει άρωμα η νύχτα. Όταν τα μάτια θα κοιτούν τις βελανιδιές, σαν φτάνει το δειλινό κι ο ήλιος θ’ αφήνει στις φυλλωσιές τις ακτίνες του, τις γεμάτες δάκρυα και μνήμες. Όταν αγόρια και κορίτσια θα προσεύχονται στα ξωκκλήσια, ανεβαίνοντας ανηφόρες για να προσκυνήσουν μάρτυρες και μουσικές. Τότε μόνο θα είχαν ζωή οι λέξεις μου. Θα κέρδιζαν τη μικρή αθανασία, έξω από ματαιοδοξίες και ακυρώσεις, ναυτίες και σοφιστείες, γεωμετρίες και αριθμήσεις, έξω από κάθε ίχνος λογοτεχνικής ή άλλης κολακείας. Ας μην ξεχάσω όμως και την παρουσία τους τις στιγμές που θα δίνονται αληθινά φιλιά πάνω σε άστρα και όστρακα. Η καλύτερη συντροφιά για τις λέξεις μου.
Του ίδιου:
Μια εξομολόγηση
Perpetuum mobile