Σ.Α.: Όπως όλες οι ιδέες, ξεπήδησε αυθόρμητα μέσα στο μυαλό μου η ιστορία μιας ηλικιωμένης γυναίκας που εκμεταλλεύεται οικονομικά τα κουτσομπολιά της γειτονιάς, πουλώντας ουσιαστικά τη σιωπή της για όσα γνωρίζει. Τα διάφορα μυστικά των θυμάτων της ήταν μια γερή βάση για να χτίσω ιστορίες και χαρακτήρες, αλλά ο τελικός σκοπός μου μέσα από αυτό το βιβλίο ήταν να μιλήσω για ανθρώπους που ψάχνουν τον εαυτό τους.
Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Σ.Α.: Θα ήταν η λέξη «αποδοχή». Αποδοχή για όσα συνέβησαν στο παρελθόν, αποδοχή για την αλήθεια που αρνούμαστε να δούμε, αποδοχή για ανθρώπους που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο είναι διαφορετικοί από εμάς.
Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
Σ.Α.: Παρότι το βιβλίο έχει αρκετά αστυνομικά στοιχεία, με έναν φόνο, υπόπτους και έναν ένοχο προς αναζήτηση, θα συμβούλευα τον αναγνώστη να μην περιμένει την παραδοσιακή ροή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος. Το αληθινό επίκεντρο της ιστορίας είναι η εξέλιξη των πρωταγωνιστών που ερευνούν την υπόθεση και ένα κρυμμένο κοινωνικό μήνυμα.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, που θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Σ.Α.: Δε θα ήταν ένα μακρινό ταξίδι, τουλάχιστον χιλιομετρικά. Θα πηγαίναμε σε μια ελληνική μεγαλούπολη, όπου κατοικεί ένα πλήθος ιδιαίτερων και ξεχωριστών ανθρώπων, και θα παραμέναμε εκεί για όλο το καλοκαίρι, όσο διαρκεί και η έρευνα για την εξιχνίαση του εγκλήματος.
Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μία φράση/παράγραφο από το βιβλίο
Σ.Α.: «Η αρχή του καλοκαιριού είχε σηματοδοτηθεί από έναν φόνο. Μια ηλικιωμένη γυναίκα είχε δεχτεί έναν θανατηφόρο πυροβολισμό μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Η πόλη είχε αποκτήσει ένα νέο θέμα συζήτησης που κράτησε για δύο ημέρες, ενώ η ήσυχη γειτονιά δήλωνε ταραγμένη για μια εβδομάδα. Ένας μικρός αριθμός ανθρώπων ανακουφίστηκαν κρυφά από την είδηση του θανάτου και ένας ακόμη μικρότερος λυπήθηκαν.»
Στο οπισθόφυλλο λέει:
Η Δέσποινα Τσιλιγιώργη, ή αλλιώς γνωστή και ως Πιπίνα, δεν είναι μια συνηθισμένη, φιλήσυχη ηλικιωμένη. Πρόκειται για τον εμπνευστή μιας τεράστιας, βρώμικης επιχείρησης!
Εκμεταλλευόμενη τα κουτσομπολιά που μαθαίνει από τη γειτονιά, εκβιάζει τους εμπλεκόμενους και ζητάει χρήματα για να κρατήσει το στόμα της κλειστό. Ώσπου καταλήγει δολοφονημένη στο κρεβάτι της…
Κατά τη διάρκεια ενός ζεστού καλοκαιριού, τρεις εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες καλούνται να ανακαλύψουν τον ένοχο σε μια μακριά λίστα από ανθρώπους που θα ήθελαν νεκρή την Πιπίνα, όμως τελικά η έρευνα εξελίσσεται σε ένα πραγματικό μονοπάτι αυτογνωσίας.
Ο Στέλιος Ανδρεάδης γεννήθηκε στην Καβάλα το 1989 και σπούδασε Πληροφορική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Συγγράφει από δεκαέξι ετών και παράλληλα έχει ασχοληθεί με την αρθρογραφία και την κριτική κινηματογραφικών ταινιών. Μέχρι σήμερα έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα «Παιχνίδια Ενηλίκων» και «Schadenfreude», τρία διηγήματα σε ανθολογίες και διάφορες ιστορίες στο λογοτεχνικό περιοδικό «Αντλία». Ζει στη Θεσσαλονίκη και εργάζεται στο Εθνικό Κέντρο Έρευνας & Τεχνολογικής Ανάπτυξης.