Γράφει η Τζωρτζίνα Κουριαντάκη
–1–
Το τελευταίο που χρειαζόταν η Θεοδοσία ήταν να την σταματήσει η αστυνομία λόγω υπερβολικής ταχύτητας. Υπακούοντας στο σήμα του αστυνομικού, άναψε φλας και σταμάτησε στην άκρη του δρόμου.
- Δεσποινίς, τρέχατε πάνω από το επιτρεπόμενο όριο.
- Δεν… δεν το κατάλαβα, συγγνώμη.
- Τα χαρτιά σας, παρακαλώ! Μάλιστα… όλα είναι εντάξει. Φοβάμαι όμως πως θα πρέπει να σας δώσω μία κλήση. Τρέχατε υπερβολικά, και… απ’ ό,τι βλέπω, δεν είστε και στην καλύτερη κατάσταση.
-Ό,τι νομίζετε.
- Μάλιστα… απλά να σας υπενθυμίσω ότι δεν είναι σωστό να οδηγείτε σε κατάσταση σοκ.
- Μα είμαι απόλυτα ήρεμη.
- Δεσποινίς, κλαίτε με λυγμούς, ενώ οδηγείτε. Αποτελείτε κίνδυνο για τον εαυτό σας και τους άλλους.
- Ό,τι πείτε.
- Ναι… θα σας παρακαλούσα ωστόσο, να μείνετε λίγο εδώ, μαζί μου, όσο θα χρειαστεί τουλάχιστον, μέχρι να ηρεμήσετε.
- Αυτό αποκλείεται. Βιάζομαι.
- Έχετε κάποιον δικό σας να τον ειδοποιήσουμε να έρθει να σας πάρει;
Αυτό δεν ήταν ολότελα αληθινό. Είχε δυο καταπληκτικούς γονείς, κάμποσους έμπιστους φίλους και αμέτρητες γνωριμίες που θα έμπαιναν μετά χαράς στον κόπο να την βοηθήσουν. Όμως, ναι. Ήταν υιοθετημένη και μόλις το είχε μάθει. Οι γονείς της είχαν τη φαεινή ιδέα να της το κρύψουν για δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια -ίσως και παραπάνω, αν δεν αποκαλυπτόταν όλη η αλήθεια από μία επιστολή που ήρθε μέσα από τις φυλακές της πόλης που έμενε, απ’ όσο θυμάται τον εαυτό της. Μια γυναίκα, η μητέρα της, τής ζητούσε να πάει να την επισκεφτεί, αφού πρώτα της είχε γράψει δυο λόγια, καθόλου καθησυχαστικά. Το μόνο που ήθελε τώρα να κάνει ήταν να πάει να την βρει. Τώρα όμως! Χωρίς να το πολυσκεφτεί. Αν το σκεφτόταν λίγο ακόμα, ίσως και να μην πήγαινε ποτέ.
–2–
Ο ευγενικός, αλλά αναμφισβήτητα υπερπροστατευτικός, αστυνομικός είχε πάρει την πρωτοβουλία και είχε καλέσει τη μητέρα της απ’ το κινητό της. Του άρεσε πολύ αυτή η κοπέλα. Είχε μια αριστοκρατική ομορφιά. Η Θεοδοσία ήταν ψηλή, αδύνατη με μακριά, ίσια, στο χρώμα της πίσσας μαλλιά. Η μεσογειακή της ομορφιά και τα έντονα χαρακτηριστικά της τον είχαν κερδίσει απ’ την πρώτη στιγμή. Τα μαύρα της μάτια θαρρείς πετούσαν σπίθες, ιδιαίτερα όταν της πήρε το κινητό και κάλεσε πίσω την επαφή «Σπίτι», που είχε κάνει τρεις αναπάντητες κλήσεις.
Σε λιγότερο από δέκα λεπτά, τα δύο ανήσυχα πρόσωπα των γονιών της την κοιτούσαν με εκνευριστική συμπόνοια και ολοφάνερη αγάπη. Όχι, δεν το άντεχε αυτό. Δεν ήθελε να τους αντιμετωπίσει. Τουλάχιστον, όχι ακόμα. Το καταλάβαινε ότι κάποτε θα έπρεπε ν’ ακούσει και τη δική τους εκδοχή, αλλά τώρα την ενδιέφερε μόνο να μάθει την αλήθεια. Με ποια δικαιολογία, της στέρησαν το δικαίωμα να γνωρίζει ποια είναι; Με ποιο δικαίωμα αποφάσισαν εκείνοι το πότε ή ακόμα και το αν θα της έλεγαν ότι είναι υιοθετημένη και της έκρυψαν ότι οι ίδιοι δεν ήταν οι πραγματικοί γονείς της;
Περίμενε αμίλητη μέχρι να φύγει ο «σωτήρας» της. Έτσι αποκάλεσε ο πατέρας της τον αστυνομικό. Ναι, ο μπαμπάς της θα τον αποκαλούσε και υπερήρωα, προκειμένου να γλιτώσουν την κλήση, σκέφτηκε η Θεοδοσία και χαμογέλασε, σκεπτόμενη πως παρόλο που ήταν θυμωμένη με τους δικούς της, τους αγαπούσε ακριβώς όσο τους αγαπούσε και χθες, πριν ξημερώσει ετούτη η άγρια μέρα των αποκαλύψεων.
Οι γονείς της ήταν δυο φιλήσυχοι μεσήλικες, οι οποίοι ουδέποτε είχαν διαπληκτιστεί με άνθρωπο -τουλάχιστον όχι απ’ όσο γνώριζε η ίδια. Τα πήγαιναν ενίοτε καλά με όλους και πρώτο μέλημά τους ήταν η ευτυχία της κόρης τους -μετά όλα τ’ άλλα. Αυτή τη στιγμή όμως, η Θεοδοσία δεν είχε καμία διάθεση για ευχαριστήρια. Τώρα το μόνο που ένιωθε ήταν θυμός. Ένας θυμός, τον οποίο δεν ήξερε πώς, αλλά ούτε και ήθελε να διαχειριστεί. Άλλωστε, δικαίωμά της ήταν να θυμώνει. Μπήκε μες στο αμάξι, πάτησε απότομα το γκάζι και μπήκε στον περιφερειακό σπινάροντας, αφήνοντας πίσω της ένα σύννεφο σκόνης.
–3–
«Έχετε δεκαπέντε λεπτά», άκουσε την μπάσα φωνή του δεσμοφύλακα δίπλα της. Δεκαοχτώ χρόνια κι αμέτρητα «γιατί» έπρεπε λοιπόν να χωρέσουν σε δεκαπέντε λεπτά. Η καρέκλα απέναντί της σύντομα θα φιλοξενούσε τη γυναίκα που την έφερε στη ζωή, μα συνάμα έναν άνθρωπο που είχε αφαιρέσει μια ζωή.
Ξαφνιάστηκε. Αυτή η γυναίκα ήταν ίδια μ’ εκείνη. Το ίδιο πρόσωπο, τα ίδια μεγάλα, αμυγδαλωτά μάτια και τα ίδια σαρκώδη χείλη. Μελαχρινή, με λίγες άσπρες τρίχες, αν και με το ζόρι την έκανες σαράντα χρονών. Σαν κάποιος να της έκανε πλάκα. Αρκετά διαφορετική στην εμφάνιση από τους ανθρώπους που ως χθες θεωρούσε βιολογικούς της γονείς, είχε μάλλον πάρει ως δεδομένο ότι τα παιδιά έμοιαζαν με τους γονείς τους είτε ελάχιστα είτε ως κάποιο σημείο. Αυτό όμως, παραπήγαινε. Πραγματικά, ήταν σαν να έβλεπε τον εαυτό της, κάμποσα χρόνια μετά.
Έπιασαν και οι δυο τους ταυτόχρονα το ακουστικό. Αν δεν την έβλεπε απέναντί της, θα νόμιζε ότι η συσκευή είχε βλάβη. Η γυναίκα απέναντί της, μάλλον δεν είχε σκοπό να μιλήσει. Η Θεοδοσία αποφάσισε να τελειώνει μ’ αυτήν την ιστορία μια και καλή. Θα έκανε εκείνη την αρχή.
- Λοιπόν; Εσύ ήθελες να με δεις.
- Είναι δύσκολο, προσπάθησε να με καταλάβεις.
- Δύσκολο για ποιον;
- Συγγνώμη που σε αναστάτωσα. Δεν είχα κανένα δικαίωμα. Ίσως όλο αυτό να είναι ένα λάθος.
- Λάθος που με γέννησες;
- Όχι, λάθος που σ’ έφερα εδώ.
- Αυτό άστο σε μένα να το κρίνω.
- Μπορείς τουλάχιστον να μου μιλάς πιο όμορφα;
- Γιατί; Φοβάσαι μη νευριάσεις, χάσεις την ψυχραιμία σου και σκοτώσεις και εμένα;
- Δεν ξέρεις. Μην κρίνεις αν δεν ξέρεις.
- Τότε, πες μου να μάθω.
Η Θεοδοσία σχεδόν ούρλιαζε. Είχε χάσει την υπομονή της απ’ το πρώτο δευτερόλεπτο. Ναι, δεν ήταν και ο καλύτερος συνομιλητής. Ανέκαθεν είχε αυτό το επιθετικό «στιλάκι». Πολύ φοβόταν ότι τώρα είχε ανακαλύψει από ποιον το είχε πάρει. Προσπάθησε να ηρεμήσει. Ο φύλακας την κοιτούσε άγρια και δεν είχε καμία όρεξη να την ξανασταματήσει σήμερα άλλο ένα όργανο του νόμου, από ό,τι και να ’ταν αυτό που ήταν ακόμα να μάθει.
- Τι με κοιτάς; Διαφώτισέ με λοιπόν. Μου έγραψες ότι είσαι φυλακή γιατί σκότωσες τον πατέρα μου. Είσαι μία δολοφόνος, μια ψυχασθενής, μια γυναίκα σε άμυνα, τι;
- Μόνο αυτό θες να μάθεις; Γιατί το έκανα; Δεν θες να μάθεις τίποτε άλλο;
- Όχι. Για την ώρα, μόνο αυτό. Γιατί μου στέρησες τότε, να γνωρίσω σήμερα ΚΑΙ τον πατέρα μου.
- Σταμάτα επιτέλους! Ο πατέρας σου κι ο πατέρας σου… Ο μόνος λόγος που τον αποκάλεσα έτσι στο γράμμα μου, ήταν για να μην σε ταράξω με την ωμή αλήθεια. Του άξιζε να πάθει ό,τι έπαθε. Με κατάστρεψε, το καταλαβαίνεις; Με βίασε! Ήμουν μονάχα είκοσι χρονών.
Η εικόνα της στυγερούς δολοφόνου που είχε απέναντί της, ξαφνικά μετατράπηκε σ’ αυτήν ενός μικρού κι απροστάτευτου κοριτσιού. Την βίασε; Τι εννοούσε, την βίασε; Δεν ήταν ζευγάρι;
–4–
Δεν θυμάται πώς βρέθηκε εκεί. Η γλυκιά της μητέρα, η γυναίκα που ξενυχτούσε δίπλα της κάθε φορά που εκείνη ήταν άρρωστη, η γυναίκα που τής έμαθε να περπατά, να τρώει, να μιλά, να διαβάζει, να παίζει πιάνο και κιθάρα… η γυναίκα που ήταν πάντα εκεί όταν την χρειαζόταν, ήταν για άλλη μια φορά δίπλα της.
Παρόλο που η Θεοδοσία είχε οδηγήσει ως τις φυλακές με υπερβολική ταχύτητα -ανέκαθεν τ’ αγαπούσε το γκάζι- και παρόλο που ο πατέρας της δεν παραβίαζε ποτέ το όριο ταχύτητας, οι δυο, τρομερά πλέον, ανήσυχοι μεσήλικες την είχαν ακολουθήσει και είχαν προλάβει τα χειρότερα. Όταν εκείνη έχασε κυριολεκτικά τη γη κάτω απ’ τα πόδια της, εκείνοι ήταν εκεί.
Όχι, αυτοί οι άνθρωποι δεν άξιζαν το τόσο απότομο φέρσιμό της. Ήταν απότομη, το ήξερε. Είχαν προσπαθήσει ουκ ολίγες φορές να της αλλάξουν τον χαρακτήρα. Κατάφεραν να τής μάθουν τρόπους, να την κάνουν ευγενική, αλλά τής έβγαινε μια ειρωνεία και μια επιθετικότητα που εκτός από εκείνους, τρόμαζε και την ίδια. Ήταν λοιπόν καρπός μιας δολοφόνου κι ενός βιαστή; Λίγα απ’ τα γονίδιά τους να είχε πάρει, είχε πολλές πιθανότητες κάποτε ν’ αποτελέσει η ίδια… πώς το είχε πει ο αστυνομικός; «Κίνδυνο για τον εαυτό της και για τους άλλους».
Ξαφνικά, πάγωσε. Θυμήθηκε τα τελευταία λόγια της βιολογικής της μητέρας. Αυτά που της είπε πριν η ίδια λιποθυμήσει. «Με βίασε.» Ήταν λοιπόν… Όχι, δεν μπορεί. Δεν ήθελε να ξέρει. Γιατί τής το είπε αυτό; Τα μελίγγια της σαν να πίεζαν τώρα το ίδιο το μυαλό της, που αυτό με τη σειρά του ήταν έτοιμο να εκραγεί. Ήταν λοιπόν η ίδια, αποτέλεσμα ενός βιασμού;
Ο πατέρας μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας ένα φλιτζάνι με ζεστό χαμομήλι. Ήρεμος, υπομονετικός, γλυκός και περιποιητικός, ουδέποτε δεν της είχε κάνει την παραμικρή παρατήρηση. Προτιμούσε απλά να συζητά μαζί της. Όχι, η Θεοδοσία δεν ήθελε να μάθει τίποτα άλλο για το παρελθόν των βιολογικών της γονιών. Οι γονείς της ήταν εδώ. Αυτοί την μεγάλωσαν και την φρόντισαν. Σ’ αυτούς τα χρωστούσε όλα. Έπειτα, γονιός δεν λέγεσαι αν απλά εκσπερματώσεις ή και γεννήσεις ακόμα. Γονιός είσαι αν τ’ αναθρέψεις, αν του σταθείς, αν μεγαλώνεις ένα παιδί δείχνοντάς του την αγάπη σου. Αν είσαι πάντα δίπλα του. Τότε ναι, είσαι όντως γονιός.
Ήταν τόσο κουρασμένη… Δεν είχε πια αντοχές να θυμώσει, να κατηγορήσει, να σκαλίσει οτιδήποτε. Το μόνο που ήθελε τώρα ήταν να κοιμηθεί, να μην σκέφτεται.
–5–
- Γιατί ήρθες; Καλύτερα να μείνεις μακριά μου. Μόνο κακό μπορώ να σου προκαλέσω.
- Ήρθα γιατί οι γονείς μου μου είπαν κάτι που με έκανε να καταλάβω πόσο εγωίστρια ήμουν.
- Όπως τι;
- Τ’ όνομα μου μου το έδωσες εσύ, μόλις γεννήθηκα εδώ, σ’ αυτές εδώ τις φυλακές, έτσι δεν είναι;
- Ναι. Και λοιπόν;
- Γιατί μου έδωσες αυτό το όνομα; Ήταν για τον λόγο που είπες στους φύλακες;
- Δεν θυμάμαι. Συγχώρεσε με, ήταν πολύ έντονη η όλη διαδικασία.
- Είπες ότι με έδωσε σ’ εσένα ο Θεός.
- Ναι, έχεις δίκιο. Το είπα.
- Λύσε μου τώρα μια απορία κι έπειτα θα σου πω κάτι που ελπίζω να σου δώσει χαρά.
- Ό,τι θες.
- Πώς, ενώ είμαι απλά ένα αποτέλεσμα βιασμού, μπόρεσες να με αγαπήσεις τόσο, ώστε να με αποκαλέσεις «δώρο Θεού»;
- Όταν γίνεις μητέρα, θα καταλάβεις. Δεν είχα τον «πατέρα σου» μέσα μου, εσένα είχα. Εσύ είσαι άλλο. Είσαι… ήσουν… είσαι… Συγχώρεσε με, δεν ξέρω πώς μου επιτρέπεις να σε αποκαλώ, αλλά για μένα είσαι το παιδί μου. Δικό μου παιδί και όχι εκείνου. Πατέρας δεν είσαι επειδή εισχώρησες στον κόλπο μιας γυναίκας, πόσο μάλλον χωρίς τη θέλησή της. Πατέρας σου είναι εκείνος ο καλοσυνάτος ηλικιωμένος που ήρθε μαζί με τη μητέρα σου.
Η Θεοδοσία χαμήλωσε αμήχανα το κεφάλι, ενώ εκείνη συνέχισε.
- Εκείνη είναι η μητέρα σου. Σου στάθηκε, σε μεγάλωσε, σε έκανε παιδί της. Εμένα μου στέρησαν το προνόμιο αυτό. Κατηγορήθηκα για τον φόνο που όντως έκανα, αλλά για τον βιασμό δεν είπα τίποτα, δεν με άφησε η μάνα μου. Προτιμούσε είπε τη ρετσινιά της δολοφόνου, παρά να ειπωθεί ποτέ οτιδήποτε για τον βιασμό μου. Όταν κατά τη διάρκεια της δίκης, τόλμησα να πω όλη την αλήθεια, έπεσαν όλοι να με φάνε.
Το τέρας που με βίασε ήταν γόνος επιφανούς οικογενείας και χάσαμε τη δίκη, δίχως να το καταλάβουμε. Τουλάχιστον αυτά ήταν τα λόγια του δικηγόρου που μας παραχώρησε το κράτος. Γέννησα υπό συνθήκες που δεν θα ήθελα τώρα να ανακαλέσω στη μνήμη μου, δε θα το άντεχα. Σε πήραν από μένα λέγοντάς μου πως πέθανες λίγο μετά τη γέννησή σου. Ένας φύλακας όμως, μου αποκάλυψε την αλήθεια λίγο πριν συνταξιοδοτηθεί. Η μητέρα μου είχε πλαστογραφήσει τα χαρτιά υιοθεσίας σου. Δεν της ξαναμίλησα ποτέ. Απλά περίμενα να ενηλικιωθείς, να είναι δική σου η απόφαση για το αν θα ήθελες να γνωριστούμε. Δεν είμαι η μητέρα που σε μεγάλωσε, όμως αλίμονο, αυτό δεν ήταν δική μου επιλογή. Έχεις μια μητέρα καταπληκτική, από το λίγο που την είδα αλλά έχε κάπου, στο πίσω μέρος του μυαλού σου, ότι έχεις… λίγη μαμά ακόμα. Συγχώρα με παιδί μου, είναι τόσα αυτά που έχω να σου πω, που μπορώ να σου μιλώ για χρόνια. Μα πες μου, τι θα μου έλεγες που θα με έκανε να χαρώ;
Η Θεοδοσία προσπαθούσε με κόπο να συγκρατήσει τα δάκρυά της.
- Να, ήθελα να σου πω όταν βγεις… είπαμε με τους γονείς μου, αν ήθελες, να έρθεις να μείνεις μαζί μας. Θα είχες και την ευκαιρία να κάνεις αυτό που έλεγες πριν.
- Ποιο πράγμα;
- Να μου μιλάς για χρόνια… Αν δεχτείς, θα έχω κι εγώ αυτό που είπες πριν.
Οι λυγμοί δεν άφηναν την Αγγελική να μιλήσει καθαρά, αλλά κατάφερε να ρωτήσει.
- Τι είπα; Τι θα έχεις;
- Λίγη μαμά ακόμα.
🌻
Copyright © Τζωρτζίνα Κουριαντάκη All rights reserved, 2018
Το συνοδευτικό κολάζ αποτελείται από έργο του Pablo Picasso.
Το συνοδευτικό κολάζ αποτελείται από έργο του Pablo Picasso.