Γράφει η Τζωρτζίνα Κουριαντάκη
1
Γιαγιά! Γιαγιά! Η μικρή Νίνα είχε ολοκληρωτικά κρεμαστεί από το μπαλκόνι στην προσπάθειά της ν’ ακουστεί. Όμως, η γιαγιά συνέχισε τον δρόμο της, δίχως να της ρίξει ούτε μια ματιά. Ένιωσε τα δάκρυα να κυλούν καυτά στα τρυφερά, παγωμένα απ’ το κρύο, μάγουλά της. Την απογοήτευση διαδέχτηκε ο τρόμος. Δυο δυνατά χέρια την τράβηξαν απότομα πίσω. Ήταν πλέον ασφαλής. Ή μήπως όχι; Ήταν η μαμά της, που την μάλωνε για άλλη μια φορά. Ανάμεσα σε χαστούκια και φωνές, κατάφερε να επεξεργαστεί τις πληροφορίες που έβγαιναν από τα τραβηγμένα, σε ίσια γραμμή, χείλη της μαμάς. Εκείνη η κυρία, δεν ήταν η γιαγιά. Η γιαγιά ήταν ακόμα στο νησί.
Ήταν δεν ήταν πέντε χρονών όταν της το ανακοίνωσαν. Θα πήγαινε να ζήσει στην πρωτεύουσα, στο μεγάλο σπίτι που της περιέγραφαν όλο υπερηφάνεια εκείνα τα κορίτσια που έρχονταν να την επισκεφτούν τα καλοκαίρια στο νησί. Θα την είχε πλέον η μαμά της. Έπρεπε λέει, γιατί είχε φτάσει ο καιρός να πάει σχολείο. Όχι λοιπόν γιατί την ήθελαν μαζί τους, αλλά, γιατί έπρεπε. Όχι, δεν μπορούσε να τις κατηγορήσει. Εξάλλου, έτσι ένιωθε κι η ίδια. Πώς θα μπορούσε ν’ αφήσει πίσω τα -μονίμως- υγρά από τη στεναχώρια, μικρά σαν κουμπότρυπες, γκριζοπράσινα ματάκια της γιαγιάς;
Η αγάπη της γιαγιάς την έκανε να ξεχάσει τον πόνο της απόρριψης, τα γέλια εις βάρος της, όλα προερχόμενα από εκείνους τους παράξενους επισκέπτες του καλοκαιριού, που ήθελαν τώρα να την πάρουν μαζί τους. Σαν τι θα έκανε εκείνη με δαύτους; Θα προσπαθούσαν μήπως να την αλλάξουν; Θα την έντυναν άραγε με φανταχτερά -σαν τα δικά τους- ρούχα, και θα άλλαζαν το όμορφο χτένισμά της για να το κάνουν ίδιο με το δικό τους; Ήταν τόσο αστείες στα μάτια της η μαμά με τις δύο αδερφές της. Είχαν και οι τρεις τους το ίδιο -τόσο γελοίο, μα την αλήθεια- ντύσιμο, το ίδιο βαρετό χτένισμα, το ίδιο παγωμένο και συνάμα γεμάτο ειρωνεία βλέμμα.
Όχι, ακόμα δεν μπορούσε να συνηθίσει τη ζωή σε τούτο το κρύο σπίτι στη μεγαλούπολη. Ο καυστήρας δούλευε ασταμάτητα τον χειμώνα. Σε όλο το σπίτι ήταν απλωμένα, στο λευκό μαρμάρινο πάτωμα, περσικά χαλιά, από εκείνα τα πανάκριβα, με το χοντρό πέλος. Είχε ακούσει τη μαμά να κοκορεύεται τόσες φορές για αυτά… Βαριές, βελούδινες κουρτίνες ήταν κρεμασμένες από τα σκαλιστά κουρτινόξυλα. Ναι, είχε ζέστη. Τι να την κάνεις όμως τη ζέστη, σα δεν υπάρχει ζεστασιά; Πόσο της έλειπε η ζεστή χροιά της φωνής της γιαγιάς… Η γλυκιά, τραγουδιστή φωνή της. Ναι, το έχουν στο νησί τούτο το χούι. Όλα τα λεν τραγουδιστά. Μα, σα να’ ναι πιο ζεστοί από τούτους εδώ, οι άνθρωποι στο νησί. Πιο αληθινοί, πιο…
Ναι, ήταν διαφορετικοί. Αυτό ήταν λοιπόν! Χαμογέλασε. Δεν ίσχυε αυτό που έλεγαν για εκείνη. Δεν ήταν ανεπαρκής. Ήταν, απλά, διαφορετική. Και γιατί παρακαλώ είναι κακό να διαφέρει κάποιος; Από εδώ και πέρα, θα μάθαινε να υποστηρίζει με όλο της το είναι τούτη τη διαφορετικότητά της. Ευχαρίστησε νοερά τη γιαγιά της. Δε θα ξεχνούσε ποτέ τα λόγια της. «Νίνα, είσαι ξεχωριστό πλάσμα. Κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός. Αν δεν ήταν έτσι, δε θα είχε ενδιαφέρον, μικρή μου.»
2
«Θέλεις ένα;» Το χέρι του, μπροστά απ’ τα βουρκωμένα μάτια της, κρατούσε ένα τσιγάρο. Ένα «ναι» βγήκε αβίαστα απ’ τα χείλη της. Την ξένισε η απάντησή της. Η Νίνα ήταν δεκάξι χρονών και είχε ορκιστεί να μη βάλει ποτέ τούτο τον καρκίνο στο στόμα της. Το πιο περιζήτητο αγόρι στο λύκειο της είχε μόλις δώσει σημασία; Μήπως γι ’αυτό είπε «ναι»; Όχι, δεν ήταν δα και τόσο αλαφρόμυαλη. Η θλίψη, εκείνη η απέραντη θλίψη μέσα της, ήταν που την έσπρωξε να δοκιμάσει. Ίσως, έτσι ξεχνούσε. Ή μήπως όχι; Να ξεχαστεί για λίγο ο άνθρωπος μπορεί, μα να ξεχάσει;
Η εφηβεία δεν ήταν τίποτα μπροστά στην τρομακτική αλλαγή που είχε πρόσφατα συμβεί στον χαρακτήρα της. Ναι, είχε αλλάξει ξαφνικά. Είχε πριν λίγο κάνει μια συμμαθήτριά της να νιώσει άβολα, απαντώντας απότομα σε μια αθώα ερώτησή της. «Εσύ καλέ γιατί ντύθηκες στα ολόμαυρα;» Αν μπορούσε, θα το έπαιρνε πίσω. Ίσως πάλι, θα ήταν καλύτερα, να μην είχε απαντήσει διόλου. «Τι θες να κάνω; Ο πατέρας μου σκοτώθηκε.»
Επομένη των Χριστουγέννων και το εορταστικό κλίμα, στο άδειο από τουρισμό τους χειμερινούς μήνες νησί, ήταν στο ζενίθ. Όλοι στο σπίτι ήταν χαμογελαστοί. Θυμάται… εκείνο το πρωινό σκεπτόταν τον πατέρα της. Παραμονή Χριστουγέννων τις είχε βγάλει έξω και τις τρεις. Ήθελε ν’ αφιερώσει τη βραδιά στις κόρες του, είχε πει. Η Νίνα, ακόμα στο κρεβάτι, προσπαθούσε να θυμηθεί τις οδηγίες του μπαμπά της για τα πατήματα στον ρυθμό του ζεϊμπέκικου. Της τα είχε μάθει προχθές, σε εκείνο το σκοτεινό ξενυχτάδικο. Μα ναι, τα θυμόταν. Τα επανέλαβε άλλη μια φορά, χτυπώντας ρυθμικά τα δάχτυλα πάνω στο ξύλο του κρεβατιού.
Κουδούνι! Ποιος να είναι; Μια γυναικεία φωνή. «Ο Νάσος σκοτώθηκε! Έτρεχε και… » Και τότε, όλα σκοτείνιασαν. Σαν κάποιος να την έσπρωξε τόσο δυνατά, που πέφτοντας να άνοιξε μια τρύπα και να έφτασε με φόρα στο πιο βαθύ σημείο της γης. Ο χρόνος σταμάτησε. Απόλυτη ησυχία. Άκουγε μόνο τους χτύπους της καρδιάς της. Ένιωθε το αίμα να κυλά στις φλέβες της, με τόση πίεση, που έλεγες πως θα πεταχτεί έξω. Και τότε, ένιωσε το κενό. Ένα απόλυτο και απέραντο κενό. Η ψυχή της σα να ήταν έτοιμη να βγει από το σώμα της.
Ένας γδούπος την επανέφερε στην πραγματικότητα. Κάποιος είχε ρίξει κάτω το έλατο, λέγοντας πως δεν είχαν πια λόγο να γιορτάζουν. Ήταν η μεγάλη της αδερφή. Η Νίνα αγριεύτηκε απ’ τη βίαιη αυτή αντίδραση, ενώ την ίδια στιγμή μάλωσε τον εαυτό της που την ένοιαξε το έλατο. «Ο Νάσος σκοτώθηκε!» ξανάπε ξεδιάντροπα η φωνή. Μα τι εννοεί «σκοτώθηκε»; Θέλει να πει… χτύπησε, είναι σοβαρά, τον έχουν… «Ο Νάσος σκοτώθηκε!» Μα πώς ξεστομίζει κάτι τόσο τελεσίδικο; Πώς με τόσο κυνισμό ξεσκίζει την ελπίδα;
Είχε ρουφήξει ένα ολόκληρο τσιγάρο, δίχως να το καταλάβει. Έκτοτε, δεν πήρε μήτε κουλούρι, μήτε τίποτα απ’ το κυλικείο. Κράταγε τα κέρματα και με το που μαζεύονταν, έπαιρνε ένα πακέτο τσιγάρα. «Από τα πιο βαριά», είχε πει στον περιπτερά. Εκείνη τη χρονιά άλλαξε. Αμφισβητούσε τους πάντες, ακόμα και τους καθηγητές της. «Ατίθαση, αντιδραστική και πνεύμα αντιλογίας». Έτσι θα την περιέγραφαν αργότερα στη μάνα της. Τι κι αν ήταν άριστη αν δεν μπορούσαν να της επιβληθούν; Μα… σαν αγριευτείς απ’ τη μαυρίλα του θανάτου, γίνεσαι ο ίδιος θεριό άθελά σου. Τούτο δεν ελέγχεται, δε μετριάζεται, δεν ξεθυμαίνει. Ίσως ηρεμούσε λίγο αν σταματούσαν να της δίνουν συλλυπητήρια. Κάθε φορά που κάποιος το έκανε, φάνταζε σαν τσαρλατάνος, ψεύτης, γελοίος, υποκριτής στα μάτια της. Ακούς εκεί… Μα το ίδιο λυπάται ο καθένας με εκείνη, για τη δικιά της απώλεια; Ακούς εκεί… συλλυπείται…
3
«Τι εννοείς, δεν έκανες τις ασκήσεις;» Όλη η τάξη έβλεπε ότι η κυρία Νίνα ήταν έτοιμη να εκραγεί. Όχι, δεν φώναζε στους μαθητές της. Δε χρειαζόταν άλλωστε. Απλά τους κοιτούσε με εκείνο το διαπεραστικό της βλέμμα και πάγωναν. Αυτό και μόνο έφτανε για να μη διανοηθούν να ξαναέρθουν απροετοίμαστοι. Αν δε, γούρλωνε και τα μεγάλα, μελιά της μάτια, ήξεραν ότι είχαν μπλέξει για τα καλά.
Είχε ζητήσει από τους μαθητές των δύο τελευταίων τάξεων, να την φωνάζουν απλά με το μικρό της όνομα. Έτσι, τους ένιωθε πιο κοντά της. Δενόταν πάντα με τα παιδιά της. Ιδιαίτερα λίγο πριν τις εξετάσεις για το πολυπόθητο χαρτί. Μα και αυτά την αγαπούσαν. Όταν τελείωνε το μακρύ και δύσκολο ταξίδι της προετοιμασίας των εξετάσεων, συνέχιζαν να την αναζητούν. Όλη τη χρονιά παραπονιόνταν για τον φόρτο των εργασιών που τους ανέθετε, ίσως κρυφά ακόμα και να την καταριόταν. Όμως, μετά τις εξετάσεις τους έλειπε. Ανέκαθεν γινόταν έτσι. Ήταν τόσο απρόβλεπτο όλο αυτό, μα συνάμα εύκολα προβλέψιμο.
Πάνω από μια στοίβα διαγωνίσματα, με το στυλό στο χέρι, προσπαθεί να κρατηθεί ξύπνια. Πρέπει να τα διορθώσει όλα, πρέπει να μην κοιμηθεί. Η σόμπα αλογόνου τής καίει τα μάτια, έτσι όπως η Νίνα κάθεται δίπλα της, σκυφτή, πάνω απ’ τα γραπτά. Ρουφά άλλη μια γουλιά από τον κρύο πια ελληνικό καφέ της. Οι σκέψεις δεν την αφήνουν να ολοκληρώσει, πάνω στο γραπτό, μια επεξήγηση για την παθητική φωνή. Είναι κουρασμένη. Το μυαλό της της παίζει περίεργα παιχνίδια. «Και γιατί να παίρνεις δουλειά για το σπίτι; Να τους βάζεις λιγότερα, να μην έχεις τόσες διορθώσεις.»
Ήταν, θυμάται, ένα αυγουστιάτικο πρωινό. Είχε διαβάσει στην εφημερίδα μια αγγελία... «Ζητείται καθηγήτρια σε φροντιστήριο.» Δεν είχε εμπειρία, δεν είχε καν το χαρτί. Μια άγρια λαχτάρα την οδήγησε έξω από την πόρτα του φροντιστηρίου. Δεν είχε τίποτα να χάσει. Όταν αντίκρυσε τη Μάριον, σάστισε. Η ιδιοκτήτρια έμοιαζε υπερβολικά στη μάνα της. Μόνο που ετούτη η εκδοχή, της άρεσε πιο πολύ. Ήταν γλυκομίλητη, δεκτική και για καλή της τύχη, συγκαταβατική. Δεν είχε κανένα πρόβλημα η ίδια να την προσλάβει, αλλά θα είχε προβλήματα με τον νόμο. Αν ήθελε όμως, θα την προετοίμαζε εκείνη ώστε να πάρει το χαρτί. Την επομένη των αποτελεσμάτων, θα την περίμενε μια θέση στο φροντιστήριο.
Και το πήρε η Νίνα το χαρτί. Φοβόταν ωστόσο, ότι την τόση ευτυχία, δεν μπορεί, θα διαδεχόταν αργότερα κάποια συμφορά. Απαισιόδοξη απ’ τα μικράτα της, πίστευε ότι ουδείς δεν μπορεί να λογάται ευτυχισμένος. Χαρούμενος περιστασιακά, ναι. Ολότελα ή έστω σε γενικές γραμμές ευτυχισμένος, όχι. Η ευτυχία, προς διάψευσή της, έμενε εκεί, δεν την εγκατέλειπε. Έγιναν φίλες εγκάρδιες με τη Μάριον και έκτοτε την είχε αδερφή, κόρη, μάνα… Μα πάνω απ’ όλα, ήταν η καλή της νεράιδα. Μια νεράιδα που την έκανε δασκάλα.
Ήταν μια κουρασμένη, σαραντάχρονη δασκάλα. Σηκώθηκε παραπατώντας από τον καναπέ. Έβαλε ζάχαρη, καφέ και νερό στο μπρίκι. Μέχρι να φουσκώσει ο καφές, προλάβαινε να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της. Κοίταξε το είδωλό της στον καθρέπτη. Δέκα χρόνια και όμως, δεν μπορούσε ακόμα να το πιστέψει. Έκλεισε το μάτι παιχνιδιάρικα και χαμογέλασε στον εαυτό της. Ήταν δασκάλα!
4
Τα ρυτιδιασμένα της μάτια άνοιξαν, όπως κάθε μέρα τις τελευταίες δεκαετίες, μόνα τους. Από ανασφάλεια μονάχα ρύθμιζε ακόμα το ξυπνητήρι στις επτά. Η Νίνα, σαν ένα καλοκουρδισμένο ρολόι είχε για άλλη μια φορά καταφέρει να νικήσει το ξυπνητήρι. Διένυε κιόλας την έκτη δεκαετία της ζωής της. Μια ζωή πολυτάραχη, γεμάτη. Πόσο ήθελε να μπορούσε να γυρίσει πίσω στον χρόνο και να τ’ άλλαζε όλα… μα, από την άλλη, και τι δεν θα έδινε να είχε την ευκαιρία να τα ξαναβίωνε όλα, ακριβώς όπως έγιναν.
Δε θα ξεχάσει ποτέ την ημέρα που αποφάσισε ν’ αλλάξει ρότα. Ήταν μια κρύα νύχτα του Δεκέμβρη. Δίπλα στο αναμμένο τζάκι, αργοπίνοντας λίγο ουίσκι με πάγο, ξεφύλλιζε ένα παλιό περιοδικό. Και τότε, το είδε! Ήταν το κάλεσμα… ή τουλάχιστον έτσι θα τ ’ονόμαζε αργότερα. Ένα άρθρο για τα απωθημένα και για τα σημάδια που σου στέλνει το σύμπαν σε μια προσπάθειά του να σε αφυπνίσει ώστε να πάρεις τη μεγάλη απόφαση για δράση, στροφή, αλλαγή. Ένα άρθρο καταλύτης για τη μετέπειτα πορεία της. Ύστερα, ήρθαν οι σκέψεις. Αυτές οι αχόρταγες, φλύαρες, φωνακλούδες σκέψεις της, που την είχαν βάλει σε μπελάδες ουκ ολίγες φορές στο παρελθόν. Ευσεβείς πόθοι, ανεκπλήρωτα όνειρα, φράγματα, όρια, κανόνες… είχαν στήσει τρελό χορό γύρω απ’ τη φωτιά του μυαλού της. Η φωνούλα μέσα της είχε ξεθαρρέψει με τούτο τ’ αναπάντεχο γλέντι. «Προχώρα, πειραματίσου, ρίσκαρε!» Ετούτη η φωνή ακούστηκε τόσο άπληστη… Σαν την άπιστη γυναίκα, που ενώ ζει ευτυχισμένη με τον άντρα της, υποκύπτει στα πάθη της, θέλοντας να γευτεί τη χαρά του απαγορευμένου. Το μυαλό ταλαντευόταν ανάμεσα στη σιγουριά και την ασφάλεια που σου δίνει το συνηθισμένο, το γνωστό, το δοκιμασμένο και τη σπιρτάδα της πρόκλησης, του μυστηρίου που κρύβει το άγνωστο. Πώς θα το έκανε αυτό στους μαθητές της; Μα ούτε η ίδια δεν ήταν έτοιμη να τους αφήσει. Και μόνο που το σκεφτόταν, το λογάριαζε για προδοσία. Όμως, το κάλεσμα είχε ριζώσει μέσα της. Από διακριτικό και δειλό είχε εξελιχθεί σε εξαιρετικά θορυβώδες κι ενοχλητικά επίμονο. Σε μια παρόρμηση της στιγμής, ενέδωσε. Έπιασε αποφασιστικά την πένα…
Λίγες μέρες αργότερα, είχε κιόλας γράψει το πρώτο της πεζογράφημα. Στην αρχή της φάνηκε παιδαριώδες, ανώριμο, δημιούργημα μιας ολοφάνερα άγουρης συγγραφέως. Πάντα αυστηρή κριτής του εαυτού της, ενοχλητικά τελειομανής, ενίοτε ανασφαλής, το απέρριψε λίγο μετά την ολοκλήρωσή του. Το κλείδωσε σ’ ένα συρτάρι. Ίσως έπρεπε να δουλευτεί, να ωριμάσει πρώτα, να κατασταλάξει. Σαν το κρασί στο δρύινο βαρέλι. Όμως, αυτό είχε τη δική του άποψη. Είχε, βλέπεις, πάρει ζωή και… μαζί με τη ζωή έρχονται τα δικαιώματα και οι αξιώσεις. Είχε αραδιαστεί σε κάθε γωνιά του μυαλού της. Είχε στρογγυλοκαθίσει ανάμεσα σε αναμνήσεις και όνειρα και έκανε τα πάντα για να κάνει αισθητή την παρουσία του. Ψιθύριζε, μιλούσε με λόγια πλάνα, ούρλιαζε. Σαν ένα άταχτο παιδί που προσπαθεί να σε πείσει ότι έχει δίκιο. Σαν ένας πραματευτής που έχει βάλει σκοπό να σου πουλήσει την πραμάτεια του. Σαν ένας δικηγόρος που στηρίζει με ζήλο τα επιχειρήματά του. Ένας σωστός διαπραγματευτής. Ένας άξιος αντίπαλος…
Όχι, δε θα ξεχάσει ποτέ εκείνη τη στιγμή που γύρισε δειλά το κλειδί, απελευθερώνοντας τις όλο μουτζούρες σημειώσεις που… ήθελε να πιστεύει πως κάποτε θα γίνονταν κάτι παραπάνω. Ορκίστηκε να μην ξεχάσει ποτέ.
5
Τους είχε ξεχάσει όλους λοιπόν; Ο Ντίνος αδυνατούσε να δεχτεί ότι η λατρεμένη του γυναίκα δεν τον αναγνώριζε. Ετούτη τη φορά είχε επιστρατεύσει τα μεγάλα μέσα. Είχε καλέσει τον Τάσο απ’ το εξωτερικό. Ανέκαθεν του είχε αδυναμία του πρωτότοκού της η Νίνα. Ήταν το καμάρι της. Ξεπερνώντας ακόμα και τις πιο υψηλές της προσδοκίες, είχε γίνει χημικός. Φλερτάροντας με τον κόσμο της Ιατρικής αλλά και των εφευρέσεων, είδε το όνομά του δίπλα σε εκείνα μεγάλων εφευρετών και λαμπρών επιστημόνων. Κάνοντας την επανάστασή του, είχε εγκατασταθεί μόνιμα στο εξωτερικό, κάτι που τον είχε λυτρώσει από την υπερπροστατευτικότητα της μητέρας του.
Ο Ντίνος είχε ζητήσει και απ’ τον Στέφανο να έρθει. Σ’ αυτό το παιδί όμως, δεν μπορούσες να βασιστείς ποτέ. Ήταν τόσο αντιδραστικός, τόσο απόλυτος, τόσο αμφισβητίας. Έκανε πάντα ό,τι του κατέβαινε. Τόσο πεισματάρης, τόσο ανένδοτος -ίδιος η μάνα του. Σ’ αυτόν κατέφευγε η Νίνα για παρηγοριά όταν ένιωθε καταβεβλημένη. Μια συνήθεια αναλλοίωτη στο πέρασμα των χρόνων. Η αγκαλιά του Βενιαμίν της οικογένειας, του τελευταίου βλαστού της μήτρας της, ήταν για τη Νίνα καταφύγιο, από όταν ο Στέφανος ήταν μωρό, μέχρι και σήμερα που εκείνη ήταν 72 χρονών. Ο Ντίνος χαμογέλασε με τούτη την παιδικότητα που είχε η γυναίκα του. Άραγε θα ερχόταν ο μικρός; Είχαν περάσει χρόνια απ’ την τελευταία φορά που κατάφερε να του επιβληθεί. Μηχανολόγος πια, με δικό του συνεργείο, με γυναίκα και δυο παιδιά, το τελευταίο που χρειαζόταν ο Στέφανος ήταν να του ορίζει ο πατέρας του τις προτεραιότητές του. Ο Ντίνος ήλπιζε ότι τουλάχιστον ετούτη τη φορά, ο μικρός θα καταλάβαινε τη σοβαρότητα της κατάστασης και θα εμφανιζόταν.
Ήρθε ο γιατρός. «Είμαστε ακόμα στην αρχή. Με υπομονή και κατανόηση από μέρους σας και με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, θα προσπαθήσουμε να το επιβραδύνουμε.» Ανησυχούσε λίγο για το σημερινό φέρσιμο της Νίνας. Δεν του άρεσε καθόλου που είχε κλειδωθεί στο δωμάτιό της, απ’ το ξημέρωμα, αρνούμενη ν’ ανοίξει. Ο Τάσος, με την άνεση που του έδινε η θέση του στον ιατρικό κλάδο, πήρε παράμερα τον γιατρό και σα να προσπαθούσε να τον μεταπείσει για κάτι. Ο Στέφανος, που είχε μόλις έρθει, μαζί με τον πατέρα του προσπαθούσαν να παραβιάσουν την κλειδαριά. Μήπως όμως να την άφηναν να αποφασίσει η ίδια πότε θα άνοιγε;
Απ’ όταν το Αλτσχάιμερ της χτύπησε την πόρτα, είχε σταδιακά αλλάξει. Η γλυκιά, υπομονετική μάνα, που έτρεχε ακούραστη για όλους, που ήταν πάντα εκεί, δίπλα τους, αγέρωχη, χαμογελαστή, βράχος ακλόνητος, είχε πια κουραστεί. Είχε ομολογουμένως παλέψει πολύ στη ζωή της. Είχε δώσει επανειλημμένα αμέτρητες μάχες με τη γνώμη του κόσμου, με τη σκληρότητά του, την απόρριψη, την αμφισβήτηση, την απώλεια. Είχε παλέψει αναγκαστικά με τα πρέπει, τις τύψεις, τους φόβους της. Ναι, η Νίνα ήταν λαβωμένη.
Σκεπτόμενος ακόμα τη Νίνα και τις πληγές της, ο Ντίνος έστρωσε το ελαφρώς τσαλακωμένο πουκάμισό του. Ήθελε η αγαπημένη του να τον δει όμορφο, όταν επιτέλους θα άνοιγε την πόρτα που τους χώριζε. Του έλειπε τόσο η γυναίκα του… Είχε μετανιώσει που -μετά από παρότρυνση του γιατρού- δέχτηκε να την κρατήσουν δοκιμαστικά στην κλινική. Ναι, η Νίνα είχε γίνει εριστική, οξύθυμη, κάποιες φορές ακόμα και επιθετική, αλλά την αγαπούσε. Ήξερε πως δεν έφταιγε η ίδια για το φέρσιμό της. Όταν ξεστόμιζε βωμολοχίες, ήταν το Αλτσχάιμερ που μιλούσε και όχι εκείνη. Η γλυκιά, ναζιάρα γυναίκα του, ήταν ακόμα κάπου μέσα της. Ναι, σήμερα θα την έπαιρνε πίσω στο σπίτι τους. Μα, τι έκανε τόση ώρα;
6
Ο Απηλιώτης είχε κάνει το θαύμα του. Εκείνο το αυγουστιάτικο πρωινό, η Νίνα είχε ξυπνήσει με την ανάμνηση ενός ονείρου ακατανόητου σαν τα μυστήρια της Ανατολής και συνάμα έντονου σαν τ’ αρώματά της. Σκόρπιες εικόνες του ερχόταν στο μυαλό της. Άρπαξε ένα στυλό με ύφος συνωμοτικό. Ναι, θα την έκανε τη σκανταλιά. Θα τα κατέγραφε όλα στο χαρτί. Τώρα όμως! Εκείνη η αναθεματισμένη νόσος δε θα της έπαιρνε ακόμα κι αυτό, το χθεσινοβραδινό όνειρό της.
Μα τι φασαρία ήταν αυτή; Ποιοι ήταν έξω απ’ την πόρτα και χτυπούσαν κάθε λίγο και λιγάκι; Μα όχι, δε θα τους άνοιγε. Κι αν ήταν κλέφτες; Αν ήθελαν να της πάρουν το σημειωματάριο; Μόλις το είχε κλείσει γεμάτη ευγνωμοσύνη που πρόλαβε να τα γράψει όλα. Δεν θα επέτρεπε τόσος κόπος να πάει στράφι. Μα όχι, δεν θα καθόταν να σκάσει ούτε στιγμή παραπάνω για δαύτους. Σήμερα, της είπαν, θα ερχόταν ο άντρας της και τα παιδιά της να την πάρουν. Της είχε λείψει ο Τασούλης. Τα πήγαινε άραγε καλά στο σχολείο; Και ο Στεφανάκος της; Έχει γούστο να κατάφερε να κάνει τα πρώτα του βηματάκια… Επιτέλους, θα ξανάβλεπε τον έρωτά της, το στήριγμά της, τον άντρα της. Ο Ντίνος την ήθελε πάντα κοκέτα… Χτένισε τα ασημένια της μαλλιά, άπλωσε με προσεχτικές κινήσεις το μακιγιάζ της, έσταξε λίγο απ’ το αγαπημένο της άρωμα και φόρεσε ένα κρεμ, σε γραμμή άλφα, λινό ταγιέρ που βρήκε στην ντουλάπα. Μα πού ήταν οι άσπρες της γόβες;
Επιτέλους, τα είχε καταφέρει. Ήταν εκνευριστικά αργή τελευταία. Άνοιξε την πόρτα και τον είδε απέναντί της δακρυσμένο. Ένας καλοστεκούμενος γεράκος που τώρα της χαμογελούσε. Μα ναι, θυμήθηκε. Ήταν εκείνος ο κυριούλης που της έλεγε ιστοριούλες. Ε, λοιπόν, σήμερα θα τον ξεπλήρωνε για όλα εκείνα τα όμορφα που της είχε αφηγηθεί. Σήμερα, ετούτος ο ευγενικός, καθημερινός επισκέπτης και εκείνοι οι ακάλεστοι, αμίλητοι νεαροί θα είχαν την τιμή να την ακούσουν να τους διαβάζει το πρώτο της σύγγραμμα. Άνοιξε το σημειωματάριό της και άρχισε την ανάγνωση… «Γιαγιά! Γιαγιά!» Η μικρή Νίνα είχε ολοκληρωτικά κρεμαστεί από το μπαλκόνι…
ΤΕΛΟΣ
Copyright © Τζωρτζίνα Κουριαντάκη All rights reserved, 2018
Το συνοδευτικό κολάζ δημιουργήθηκε από λεπτομέρειες του πίνακα Ηλιοτρόπια του Vincent Van Gogh.