Παίρνοντας στα χέρια μου το θεατρικό μονόπρακτο του Πέτρου Φούρναρη θα ήταν αδύνατο να μη το διαβάσω -σε μιάμιση ώρα, όσο θα χρειαζόταν περίπου αν το έβλεπα σε μια σκηνή. Εξάλλου, ο έξυπνος τίτλος του, Οι Γρύπες, είναι αυτό ακριβώς που χρειάζονται αναγνώστες σαν εμένα προκειμένου να εξασφαλίσει κανείς την προσοχή τους.
Μιλάμε για σύγχρονο θέατρο αλλά ένας τίτλος όπως αυτός θα ταίριαζε και σε μια αρχαία τραγωδία το ίδιο καλά. Ο γρύπας είναι μυθολογικό ζώο με σώμα λιονταριού, κεφάλι φτερά και νύχια αετού κι άμα το ψάξετε περισσότερο θα βρείτε αναπαραστάσεις του με ουρά φιδιού ή σώμα αλόγου. Πέρα των αυτονόητων (να συμβολίσει τις δυνάμεις του αετού και του λιονταριού) όταν εμφανίζεται ως φύλακας θησαυρού συμβολίζει την επαγρύπνηση και την εκδίκηση ενώ στην Ανατολή συμβολίζει τη σοφία και τη φώτιση. Στην Ελλάδα ήταν αφιερωμένος στον Απόλλωνα ως σύμβολο του ήλιου, στην Αθηνά ως σύμβολο σοφίας και στην Νέμεση ως σύμβολο εκδίκησης.
Οι γρυπές μπορούν να πετάξουν, άρα κατατάσσονται στα πουλιά, και μπορεί ο συγγραφέας να τους τοποθετεί ως ακροκέραμα για γούρι, όμως εμείς καταλαβαίνουμε ότι βρίσκονται εκεί ως σοφοί φύλακες, προστάτες και εκδικητές. Η αναφορά τους γίνεται στο οπισθόφυλλο άρα μπορώ να σας το γράψω[1] και εδώ:
...και γίνεται μπρος στα μάτια μου το πατρικό μου σπίτι, με τα φαρδιά παράθυρα που κοιτάνε τη θάλασσα, και τη βαριά πόρτα με τα στολίδια και τον φεγγίτη της. Ύστερα η κεραμοσκεπή του κι εκείνα τα πουλιά στις άκρες τις. Γρύπες τα 'λεγε ο πατέρας μου. Κάτι παράξενα πουλιά με αλλόκοτα ράμφη που τα 'χε βάλλει για γούρι και περηφανευόταν για αυτά.
Η ομορφιά του έργου είναι η ελάχιστη συμμετοχή των γρυπών στην ιστορία παρά την τεράστια σημασία τους ενώ παράλληλα αναζητείς διαρκώς τους άλλους, τους αλληγορικούς γρύπες ή τους κρυμμένους συνειρμούς.
Η δράση τοποθετείται σε ένα ψυχιατρείο (ίαση της ψυχής) αλλά το σκηνικό είναι ένα ξυλουργείο (δημιουργία ή επιδιόρθωση) και περιλαμβάνει κι ένα φέρετρο (ξύλινο σύμβολο οριστικού τέλους της ζωής) όπου θα εμφανισθούν, θα αλληλεπιδράσουν ή απλά θα «περάσουν» έξι πρόσωπα. Όταν όλα (θα) έχουν τελειώσει (ή ελάχιστα προτού κλείσει η αυλαία), μένει μια φράση: ο δικός μου εφιάλτης είναι το δικό του όνειρο και τότε καταλαβαίνεις ότι οι γρύπες είναι καλοί αλλά είναι και κακοί αναλόγως της πλευράς που βρίσκεται κανείς. Άμα σου χαρίζουν λάμψη, σοφία ή ασφάλεια είναι ιδανικοί σύμμαχοι. Τι γίνεται όμως αν σε πολεμούν υπερασπιζόμενοι το δίκιο;
Τώρα, ενδέχεται να περιμένετε να σας γράψω την υπόθεση. Νομίζω με σωστή σοφία αποφάσισε ο συγγραφέας, ο εκδότης ή όλοι μαζί να αναφερθούν με ένα απόσπασμα στο οπισθόφυλλο παρά με μια περίληψη και σημειώστε ότι θα συναντήσετε όμορφες ρήσεις διάσπαρτες ανάμεσα στις ατάκες που αξίζει να υπογραμμίσετε ώστε να μείνουν στη μνήμη...
Οι γρυπές μπορούν να πετάξουν, άρα κατατάσσονται στα πουλιά, και μπορεί ο συγγραφέας να τους τοποθετεί ως ακροκέραμα για γούρι, όμως εμείς καταλαβαίνουμε ότι βρίσκονται εκεί ως σοφοί φύλακες, προστάτες και εκδικητές. Η αναφορά τους γίνεται στο οπισθόφυλλο άρα μπορώ να σας το γράψω[1] και εδώ:
...και γίνεται μπρος στα μάτια μου το πατρικό μου σπίτι, με τα φαρδιά παράθυρα που κοιτάνε τη θάλασσα, και τη βαριά πόρτα με τα στολίδια και τον φεγγίτη της. Ύστερα η κεραμοσκεπή του κι εκείνα τα πουλιά στις άκρες τις. Γρύπες τα 'λεγε ο πατέρας μου. Κάτι παράξενα πουλιά με αλλόκοτα ράμφη που τα 'χε βάλλει για γούρι και περηφανευόταν για αυτά.
Η ομορφιά του έργου είναι η ελάχιστη συμμετοχή των γρυπών στην ιστορία παρά την τεράστια σημασία τους ενώ παράλληλα αναζητείς διαρκώς τους άλλους, τους αλληγορικούς γρύπες ή τους κρυμμένους συνειρμούς.
Η δράση τοποθετείται σε ένα ψυχιατρείο (ίαση της ψυχής) αλλά το σκηνικό είναι ένα ξυλουργείο (δημιουργία ή επιδιόρθωση) και περιλαμβάνει κι ένα φέρετρο (ξύλινο σύμβολο οριστικού τέλους της ζωής) όπου θα εμφανισθούν, θα αλληλεπιδράσουν ή απλά θα «περάσουν» έξι πρόσωπα. Όταν όλα (θα) έχουν τελειώσει (ή ελάχιστα προτού κλείσει η αυλαία), μένει μια φράση: ο δικός μου εφιάλτης είναι το δικό του όνειρο και τότε καταλαβαίνεις ότι οι γρύπες είναι καλοί αλλά είναι και κακοί αναλόγως της πλευράς που βρίσκεται κανείς. Άμα σου χαρίζουν λάμψη, σοφία ή ασφάλεια είναι ιδανικοί σύμμαχοι. Τι γίνεται όμως αν σε πολεμούν υπερασπιζόμενοι το δίκιο;
Τώρα, ενδέχεται να περιμένετε να σας γράψω την υπόθεση. Νομίζω με σωστή σοφία αποφάσισε ο συγγραφέας, ο εκδότης ή όλοι μαζί να αναφερθούν με ένα απόσπασμα στο οπισθόφυλλο παρά με μια περίληψη και σημειώστε ότι θα συναντήσετε όμορφες ρήσεις διάσπαρτες ανάμεσα στις ατάκες που αξίζει να υπογραμμίσετε ώστε να μείνουν στη μνήμη...
Όλοι κάτι πουλάμε κάποτε, για να σώσουμε κάτι άλλο.
Ένας άνθρωπος που τα βάζει με τον Θεό, δεν εξαγοράζεται.
...θα ταυτιστείτε με ανθρώπους, καταστάσεις και δρώμενα, θα «ανακαλύψετε» αντιστροφές όπως την τρέλα των λογικών σε αντιδιαστολή με τη λογική των τρελών, θα σκεφτείτε κακές πράξεις που αθωώνουν το δράστη και ενοχοποιητικές αγαθοεργίες... εντέλει, θα το ξαναδιαβάσετε από την αρχή γιατί τη δεύτερη φορά προσέχεις και αξιολογείς διαφορετικά τους χαρακτήρες που, μάλλον, τότε ολοκληρώνονται μέσα σου.
...θα ταυτιστείτε με ανθρώπους, καταστάσεις και δρώμενα, θα «ανακαλύψετε» αντιστροφές όπως την τρέλα των λογικών σε αντιδιαστολή με τη λογική των τρελών, θα σκεφτείτε κακές πράξεις που αθωώνουν το δράστη και ενοχοποιητικές αγαθοεργίες... εντέλει, θα το ξαναδιαβάσετε από την αρχή γιατί τη δεύτερη φορά προσέχεις και αξιολογείς διαφορετικά τους χαρακτήρες που, μάλλον, τότε ολοκληρώνονται μέσα σου.
Το θεατρικό μονόπρακτο του Πέτρου Φούρναρη, Οι γρύπες, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Ευχαριστώ τις εκδόσεις Βακχικόν για τη διάθεση του βιβλίου.
Οι πλαγιογραμμένες φράσεις είναι αποσπάσματα.
Ευχαριστώ τις εκδόσεις Βακχικόν για τη διάθεση του βιβλίου.
Οι πλαγιογραμμένες φράσεις είναι αποσπάσματα.
[1] Το αιώνιο πρόβλημα μη τυχόν και γράψει κανείς περισσότερα από όσα πρέπει και «προδώσει» κάποιο βιβλίο, χαλάσει την έκπληξη ή την ομορφιά της εξερεύνησης για τον αναγνώστη των νέων τίτλων -άμα γράψεις για ένα αρχαίο κείμενο ή κάτι κλασικό δε χρειάζεται να ανησυχείς τόσο· θεωρείται (εσφαλμένα) δεδομένο ότι όλοι γνωρίζουν την υπόθεση είτε επειδή διάβασαν το βιβλίο είτε γιατί είναι ήδη τόσο διαδεδομένο που είναι αδύνατο να μην έχουν ακούσει γι' αυτό. Μετά καταλαβαίνεις γιατί δεν υπάρχει αναγνωστικό κοινό για τα έργα του 19ου αιώνα και πίσω, μιας και έχει χαθεί η αγωνία του άγνωστου.