Γράφει η Τζωρτζίνα Κουριαντάκη
Στον Άδη έκκληση έκανε την πόρτα να περνάει,
δικούς το βλέμμα να χαϊδεύει κι ύστερα να γυρνά.
Μάσκα χαμόγελου έταξε στο γυρισμό να βάνει,
φερέφωνα απόκοσμα να μην τα μαρτυρά.
Βροχή το σύννεφο έφερε, δάκρυσε όλη η φύση.
Του γκρίζου η υπεροχή, τώρα ιεροσυλία.
Υγρά τα βλέφαρα έγειραν σε μάγουλα νωπά.
Σφάλισαν τα ματόκλαδα, μαζί κι η συμφωνία.
«Πατέρα μου, μην βιάζεσαι, τ’ αμάξι μην το πάρεις.
Το γιασεμί στις μπούκλες σου άσε με να μυρίσω.
Σ’ ένα ζεμπέκικο βαρύ, 'πο κείνα τα δικά σου,
σαν να ’χω την αξίωση να σε χειροκροτήσω.
Θείε μου, δεν το χόρτασες ακόμα το τσιγάρο;
Καρκίνος ήρθε, ζήλεψε του πνεύματός σου νιότη.
Γιαγιά μου, μην μου βιάζεσαι, μπροστά είναι το παιδί σου.
Ο Χάρος σαν στο άρπαξε, ρίχτηκες στο κατόπι.»
Σαν το κοράκι έκρωξε, μεγάλωσαν οι κόρες.
Πίσσα το σκότος γύρω του και το μυαλό στεγνό.
Να ’τανε τάχα όνειρο για να 'ρθε από ταξίδι;
Και αν ναι, να ’ταν το τίμημα ετούτο το κενό;
Τα δάχτυλα ψηλαφιστά διέκριναν το πάσο.
Άγρια, ανέλπιστη χαρά και σκοτεινή λαχτάρα.
Τόπο η έκκληση έπιασε, τον Άδη είχε περάσει.
Ν’ ανακαλέσει διαδρομή και ξακουστή βαρκάδα
προσπάθησε, μ’ αδύνατο στις σκέψεις να το βρει.
Από θνητούς απάτητη, άφαντη, άβατη πύλη
το τάξιμό του πλήρωσε τα λύτρα να διαβεί.
Βουή πίσω τον έσπρωξε, το σώμα ένα βαρίδι.
Διψούσε τ’ όνειρο γι’ αυτόν και τον καλούσε πίσω.
Ρίσκο να ‘ταν μια δοκιμή στου Άδη την ανέχεια;
Φιλί Ιούδα έδωσε στο μαγικό χαρτάκι
και χύμηξε του ονείρου του να έβρει τη συνέχεια.
Κι οι τρεις τον καλωσόρισαν μ’ άγριας χαράς τσιμπούσι.
Κι ομπρός από την είσοδο, κάτω από τη σελήνη
χωστά πήγε και έσκισε επιστροφής του πάσο,
στο πέτο τα κομμάτια του έκρυψε με βιασύνη
Αγκάλιασε ως πρότινος υπάρξεις νεφελώδεις
που τώρα πια την ένιωθε τη σάρκα τους στο δέρμα.
Αχ, να μην ξύπναγε ποτέ, τ’ όνειρο να κρατούσε,
Αχ ας μην ήταν όλο αυτό, έργο δικής του πένας.
«Δεν ξέρω κύριε όργανο, εγώ κρύο τον βρήκα.
Χαμόγελο μακάβριο, στόλιζε τη μορφή του.
Απ’ όσο ξέρω, το παιδί, κανένα εχθρό δεν είχε.
Δυο χρόνια είχα τη χαρά να 'μαι στη δούλεψή του.
Σας λέω, μόνος έμενε, κλειδί μού είχε δώσει.
Όφου μωρέ και αλίμονο, θα τόνε δω στο μνήμα.
Στη σάλα γω σιδέρωνα μαύρες ενδυμασίες.
Το μεροκάματό μου αυτό, θα πλήρωνε το τμήμα;»
🍂
Copyright © Τζωρτζίνα Κουριαντάκη All rights reserved, 2018
Το συνοδευτικό κολάζ απεικονίζει έργο της Judith Gebhard Smith. Πηγή
Της ίδιας: