Το βιβλίο με το οποίο ασχοληθήκαμε ήταν «Το φύλλο, Το πηγάδι, Τ' αγγέλιασμα» του Βασίλη Βασιλικού, το οποίο δημοσιεύθηκε το 1961. Ο Βασιλικός περιγράφει τρεις φανταστικές ιστορίες με τόση αληθοφάνεια που είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις τα όρια ανάμεσα στο πραγματικό και στο φανταστικό. Η πλοκή εκτυλίσσεται στο χώρο του παράδοξου με απόλυτη πειστικότητα. Είναι μια τριλογία σταθμός στην ιστορία της μεταπολεμικής λογοτεχνίας με διαχρονικά μηνύματα που προβληματίζουν γύρω από τα θέματα που ταλανίζουν τον άνθρωπο διαχρονικά. Η φωνή του συγγραφέα ακούγεται παραστατική, ζωντανή και ανατρεπτική, όπως επαναστατικά είναι και τα μηνύματα που περνούν στον αναγνώστη που στοχάζεται με πιο διεισδυτική ματιά.
Στο Φύλλο, η Φύση εκδικείται τους ενοίκους μιας πολυκατοικίας. Ο νεαρός της ιστορίας, υποφέρει από τους θορύβους της αστικής ζωής και αναζητά λίγες στιγμές ηρεμίας και χαλάρωσης. Όταν φιλοξενήσει ένα φυτό το οποίο στην πορεία αποκτά εξωπραγματικές διαστάσεις καθώς οι ρίζες του απλώνονται στα θεμέλια και σ’ όλους τους ορόφους της πολυκατοικίας, θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια την υπόστασή της θα αποκτήσει την ψευδαίσθηση του επίγειου παραδείσου. Ο νεαρός κλείνεται στο διαμέρισμά του απ’ όπου παρακολουθεί και ενισχύει την ανάπτυξη του φυτού. Ουσιαστικά η εξάπλωσή του είναι μια μορφή εκδίκησης της φύσης στην παρέμβαση του ανθρώπου που την καταστρέφει με τις επεκτατικές του διαθέσεις και τον συνωστισμό των πόλεων.
Στο Πηγάδι, η γη εκδικείται εκείνους που την απαρνούνται και ασχολούνται με την τεχνολογία..Ο μαθητής αντλεί νερό από ένα μαγεμένο πηγάδι, αρρωσταίνει στο τέλος από μια περίεργη αρρώστια και πεθαίνει.
Στο Αγγέλιασμα η Ζωή εκδικείται όσους πιστεύουν στην μεταθανάτιο ζωή και επαναπαύονται. Στην συγκεκριμένη αφήγηση συναντάμε μια φανταστική στρατιωτική θητεία που είναι καταπιεστική και εξαντλητική για τους νέους. Ωστόσο ο νεοσύλλεκτος μετασχηματίζεται σε έναν άγγελο απαλλαγμένο από ανθρώπινες αδυναμίες και αισθήματα.
Το Φύλλο προβάλλει ηχηρό μήνυμα προστασίας του οικοσυστήματος. Το Πηγάδι είναι μια παρωδία των επιπτώσεων της εκβιομηχάνισης. Το Αγγέλιασμα κατακρίνει τον καπιταλιστικό τρόπο ζωής ως απατηλό και μάταιο.
Στο Πηγάδι, η γη εκδικείται εκείνους που την απαρνούνται και ασχολούνται με την τεχνολογία..Ο μαθητής αντλεί νερό από ένα μαγεμένο πηγάδι, αρρωσταίνει στο τέλος από μια περίεργη αρρώστια και πεθαίνει.
Στο Αγγέλιασμα η Ζωή εκδικείται όσους πιστεύουν στην μεταθανάτιο ζωή και επαναπαύονται. Στην συγκεκριμένη αφήγηση συναντάμε μια φανταστική στρατιωτική θητεία που είναι καταπιεστική και εξαντλητική για τους νέους. Ωστόσο ο νεοσύλλεκτος μετασχηματίζεται σε έναν άγγελο απαλλαγμένο από ανθρώπινες αδυναμίες και αισθήματα.
Το Φύλλο προβάλλει ηχηρό μήνυμα προστασίας του οικοσυστήματος. Το Πηγάδι είναι μια παρωδία των επιπτώσεων της εκβιομηχάνισης. Το Αγγέλιασμα κατακρίνει τον καπιταλιστικό τρόπο ζωής ως απατηλό και μάταιο.
Ο Βασιλικός μεταπλάθει μια άλλη πραγματικότητα για να δηλώσει τη δυσφορία που προκαλεί στους νέους ο κόσμος που έχουν διαμορφώσει οι ενήλικες με κώδικες, κανόνες στους οποίους οι νέοι υποτάσσονται και στερούνται της επιλογής. Ο συγγραφέας καταγγέλλει την υποβάθμιση της κοινωνίας ως απόρροια της εκβιομηχάνισης, την διαφθορά της πολιτικής και υιοθετεί μεθόδους δημοσιογραφικές για να αντιμετωπίσει την κοινωνική επικαιρότητα της εποχής του και να ορθώσει τον λόγο του και την γραφή του απέναντί της. Ο ίδιος σε «Μια συζήτηση με τους Λαμπράκηδες» εξήγησε ότι προσπάθησε να αποδώσει τα αισθήματα που ενδεχομένως κουβαλούν οι νέοι που μεγαλώνουν σε μια κοινωνία που δεν επέλεξαν. Αντιπροσωπεύει τους νέους που γεύτηκαν την ασφυξία και το αδιέξοδο του αστικού κόσμου με τα παράδοξά του, κατόπιν ταξιδεύει στο σκοτάδι που παρομοιάζει με μεσαιωνικό της πανεπιστημιακής ζωής για να αποτελειώσει την προσωπικότητά του μέσα στην στρατιωτική του θητεία, όπου χάνεται η αίσθηση της επαφής με τη ζωή. Στον ουρανό αντιστρέφονται οι ρόλοι «σαν ζωντανός νεκρός αναπολεί τις ημέρες της νεκρής του ζωντάνιας».
Ο Βασιλικός αφορμάται από την λογοτεχνία της οργής που κατακτά την μεταπολεμική Ευρώπη και μεταφέρει ένα κλίμα αμφισβήτησης των κοινωνικών αλλαγών. Ο Βασιλικός καταργεί τις ποιητικές συμβάσεις της εποχής του και χρησιμοποιεί μια νεωτερική τεχνική που δημιουργεί μια ρευστότητα και αστάθεια σε πρόσωπα και καταστάσεις, ακριβώς για να εκφράσει μέσα από τον λόγο του την ανήσυχη πραγματικότητα της νεφελώδης εποχής του. Η ανησυχία του για τις επικείμενες αλλαγές τον οδηγεί στην σκηνοθεσία μιας παράλογης πραγματικότητας.
Το έργο του συγγραφέα τιμήθηκε με το βραβείο των «12».
Ο Βασιλικός αφορμάται από την λογοτεχνία της οργής που κατακτά την μεταπολεμική Ευρώπη και μεταφέρει ένα κλίμα αμφισβήτησης των κοινωνικών αλλαγών. Ο Βασιλικός καταργεί τις ποιητικές συμβάσεις της εποχής του και χρησιμοποιεί μια νεωτερική τεχνική που δημιουργεί μια ρευστότητα και αστάθεια σε πρόσωπα και καταστάσεις, ακριβώς για να εκφράσει μέσα από τον λόγο του την ανήσυχη πραγματικότητα της νεφελώδης εποχής του. Η ανησυχία του για τις επικείμενες αλλαγές τον οδηγεί στην σκηνοθεσία μιας παράλογης πραγματικότητας.
Το έργο του συγγραφέα τιμήθηκε με το βραβείο των «12».
Θα αναφερθώ σε ορισμένα σημεία του βιβλίου που συζητήσαμε και μέσα από τα αυτούσια λόγια του συγγραφέα θα έχει ο αναγνώστης του άρθρου μια πιο ενδελεχή θέαση.
Το φύλλο
Σελ.17. «Και ποιος ξέρει αν μ’ ένα σεισμό δεν γκρεμιστεί πάνω στα κεφάλια μας ολόκληρη η πολυκατοικία; Κι ωστόσο κανένας τους δεν μπορούσε να φύγει, γιατί όλοι τους είχαν δεθεί με συμβόλαια», εδώ περιγράφεται η απάτη στην παράδοση της πολυκατοικίας που κατασκευάστηκε με φθηνά και πρόχειρα υλικά και η δέσμευση των ενοίκων να παραμείνουν σε αυτή.
Σελ.18 Εκείνο που τον τράβηξε από την πρώτη στιγμή ήταν ότι βρέθηκε μέσα σε μια κάμαρα «παρθένα, αμόλυντη, άσπιλη, όπου κανένας άλλος πριν από Αυτόν δεν είχε κατοικήσει μέσα εκεί, όπου καμιά θύμηση άλλου δεν βάραινε στις γωνιές της». Η περιγραφή του δωματίου με τη συγκεκριμένη χρήση των επιθέτων θυμίζει την Θεοτόκο, παραπέμπει σε μια ιερή σχέση.
Σελ.30 «Παντού θα με βρίσκουν οι θόρυβοι και θα πέφτουν πάνω μου σαν τα πεινασμένα σκυλιά. Παντού και πάντοτε μέρα και νύχτα». Ένα συναίσθημα που όλοι έχουμε βιώσει, η έλλειψη ησυχίας.
Σελ.31 «Με τεντωμένες τις κεραίες του, σαν μέρμηγκας σταματημένος κάτω από τον κίνδυνο, περίμενε». Παρομοιάζει τον θόρυβο με εχθρό και ο ίδιος βρίσκεται σε κατάσταση άμυνας. Σταλακτίτες ονομάζει τους θορύβους που προέρχονται από πάνω και σταλαγμίτες αυτούς που προέρχονται από κάτω.
Σελ.31 «Με τεντωμένες τις κεραίες του, σαν μέρμηγκας σταματημένος κάτω από τον κίνδυνο, περίμενε». Παρομοιάζει τον θόρυβο με εχθρό και ο ίδιος βρίσκεται σε κατάσταση άμυνας. Σταλακτίτες ονομάζει τους θορύβους που προέρχονται από πάνω και σταλαγμίτες αυτούς που προέρχονται από κάτω.
Σελ.42 Οι συμμαθητές του του μετέδιδαν το άγχος των πανελλαδικών και λέει: «Οι άνθρωποι δεν πετυχαίνουν παρά να σε τρομοκρατούν».
Σελ.51 […] το φύλλο με τη ζωντάνια του και τη ζεστασιά του, τον βοήθησε να τα δει όπως ήταν: άψυχα σαν κενοτάφια και θαμπά σαν βερνικωμένα κιβούρια κι ολότελα περιττά σαν τους τύπους». Εδώ περιγράφει τα έπιπλα και τη θέση που είχαν για αυτόν στο διαμέρισμα.
Σελ.59 Παραλληλίζει το φύλλο με τα προσφιλή του πρόσωπα «Ήξερε ότι το ίδιο συμβαίνει με τα πολύ κοντινά μας πρόσωπα που, επειδή είναι πολύ κοντινά, είμαστε οι τελευταίοι που συνειδητοποιούμε τις διαφορές τους».
Σελ.68 «Εκείνο δεν μπορούσε να γίνει άνθρωπος, έπαιρνε αυτός τον τρόπο και τη μέθοδο ζωής του φυτού. Ήθελε να γυρίσει στο πλάι του, να ξαναβρεθούν στην εξαίσια σιωπή και τη δροσιά της κόχης του, όπου τα πάντα γαλήνευαν κι έκλειναν, όπως η πληγή με το πράσινο λάδι». Εδώ εισπράττουμε την εικόνα ενός αποξενωμένου ανθρώπου από το κοινωνικό σύνολο που αναπτύσσει σχέσεις εξάρτησης με ένα φυτό.
Σελ.83 «Πήγαινε τώρα να γκρεμίσει κι όλο το δώμα της πολυκατοικίας; Μα θα ‘χε τη δύναμη ή θα λύγιζε και θα υποτασσόταν;» Εδώ φαίνεται η εμμονή του να εκδικηθεί τον αστικό τρόπο ζωής μέσω της κυριαρχίας του φυτού και οι εσωτερικές του σκέψεις.
Σελ.92 «Κι όμως από μέσα το κάστρο σας σκουλήκιασε και θα πέσει μια μέρα, είπε με αυτοπεποίθηση. Ούτε μια ραγισματιά δεν μαρτυρά το σαράκι που σκάβει σιγά σιγά το πέτρινο θηρίο σας».
σελ.93 «Οι ρίζες σου φτάσαν στο δεύτερο πάτωμα. Κουράγιο. Φάγαμε το βόδι μένει η ουρά. Κι όλοι τους είναι ανάστατοι. Όταν με κομμάτιαζαν αυτοί με τους θορύβους τους, εγώ δεν έλεγα τίποτα. Η σειρά μου τώρα. Τα πάντα πληρώνονται στον κόσμο αυτό. Δικαιοσύνη». Οι εκδικητικές τάσεις επιβεβαιώνονται ρητά και ξεκάθαρα πλέον. Στη συνέλευση της πολυκατοικίας ο κάθε ένοικος δίνει τη δική του ερμηνεία και λύση και όταν ανακάλυψαν την αιτία του πανικού και έφθασαν οι ένοικοι έξω από την πόρτα του Λαζάρου ο ίδιος λέει: «προκόψαμε, περάσαμε ένα αξέχαστο καλοκαίρι, φύλλο μου, γυναίκα μου, άτλαντά μου».
Το Πηγάδι
σελ.160 «Τη ζηλεύω που χαίρεται. Εγώ δεν μπορώ πια να χαρώ… Δεν μπορώ να είμαι απλός, ύστερα από τόσα που μας μάθαν, που είδαμε, που ξέρουμε… Στην πολιτεία ήταν διαφορετικά. Τη ζήλευα πάλι, αλλά και είχα τρόπους να τη βάζω κάτω με τις γνώσεις μου».
Σελ.161 «Φοβάμαι από μικρός να έρθω στο πηγάδι. Κι αντί για αυτό τι κάνω; Ακριβώς το αντίθετο. Της λέω ψέματα ότι το ξέρω, προσπαθώ να την τρομάξω όσο γίνεται περισσότερο, για να ηρεμήσω κι εγώ. Και το αποτέλεσμα; Να μην προχωράμε, να μην το πλησιάζουμε ποτέ. Να που βρήκα τον κόμπο του μπερδέματος και τώρα μένει το άλλο μισό: Πώς να ξεμπλέξω;»
Σελ.163 «Με το να κάνεις μια ελεημοσύνη σε έναν φτωχό, αλαφρώνεις τάχα από το βάρος της παγκόσμιας ενοχής σου;»
Σελ.171 «Το πηγάδι και η αυγοσυκιά είναι ζευγάρι, ταίρι αχώριστο, ευτυχισμένο, αλληλοσυμπληρούμενο. Αιώνες παντρεμένοι. Ήταν μια ρίζα της αυγοσυκιάς, που κολυμπούσε στο νερό του πηγαδιού κι έπαιζε και γαργαλιόταν, όπως κάνουν οι παντρεμένοι στα κρεβάτια τους. Μια εικόνα ασύμβατη φανταστική δοσμένη με αληθοφάνεια.»
Σελ.184. «Ο θαυμασμός των γονιών του, τον υποχρέωνε να συνεχίσει». Η φράση αυτή είναι τροφή για σκέψη, πόσο βοηθάει η ενθάρρυνση τα παιδιά να πιστεύουν στον εαυτό τους και να νιώθουν την ηθική υποχρέωση να συνεχίσουν.
Σελ.198 «Τι χρυσή, τι συμπονετικιά κοπέλα που είσαι, Μαλάμω. Σωστό μάλαμα» Νomen ominem, η σημασία που αποκτά το όνομα και η σημειολογία του στο έργο.
Σελ.203 «Ο Θάνος άφησε το σκοινί του κουβά να γλιστρήσει από τα χέρια του και είδε πως έγινε χέλι το σκοινί και βούτηξε κι αυτό μες στη λάσπη». Εδώ φαίνεται το απόλυτα φανταστικό στοιχείο, ένα στοιχειωμένο και μαγεμένο πηγάδι, που μας θυμίζει τις λαϊκές δοξασίες για μαγεμένα στοιχεία της φύσης.
Στο τέλος ο ήρωας πεθαίνει παράδοξα από έναν άγνωστο ιό το 1957.
Τ’ αγγέλιασμα
Σελ.214 «Στη σχολή Εφέδρων Αγγέλων Ουρανού, πίστεψέ με, αγάπη μου, πως υπάρχει λιγότερη παρεξήγηση από ό,τι μες στη στενή γυάλα της πόλης μας. Εδώ είμαστε όλοι εξισωμένοι κάτω από τον ισοπεδωτικό νόμο του θανάτου. Άνθρωποι και υπάνθρωποι, αγράμματοι και σπουδασμένοι, πλούσιοι και φτωχοί.»
Σελ.218 « …όπως νιώθω απέραντα πιο ζωντανός από τότε που πέθανα». Εδώ φαίνεται η αντίφαση ανάμεσα στην επίγεια ζωή την οποία οι άνθρωποι νομίζουν ότι ζουν, αλλά είναι σαν να είναι νεκροί, αφού έχουν προεπιλεγμένη ζωή με νόρμες και στην επουράνια ζωή όπου καταργούνται τα ανθρώπινα κριτήρια και υπάρχει πραγματική ισότητα που σηματοδοτεί την πραγματική ζωή παρόλο που η βιολογική έχει σταματήσει.
Σελ.240 «Όταν πεθαίνεις, πρέπει να βρεις μιαν άλλη ατραπό και όχι να επιστρέψεις πίσω στα στενά πλαίσια μιας πόλης που σε μαχαίρωσε, ενός δέντρου που σε πρόδωσε, μιας διαφήμισης που σε τρύπησε σαν βέλος». Εδώ είναι ξεκάθαρη η δυσφορία που βιώνει ένας νέος στην πόλη και η βαθιά απογοήτευση από τους ρυθμούς και τον τρόπο ζωής της.
Σελ.260 «Κι έλεγες, «τι πάχνη Άγγελε,τι πάχνη»[…] και μου έλεγες πως […] έχω χέρια για να αγκαλιάζω τους ορίζοντες και στόμα για να φιλώ την ανατολή […] κι έλεγες «τα δυο κορμιά μας ενωμένα στον παράδεισο, τα μέλη μου πήραν κι όλα την μουσική των δικών σου» κι έκαιγες, γιατί σε ήξερα πριν σε γνωρίσω, και οι δυο μας απόψε ήταν η πρώτη νύχτα που δραπετεύσαμε από τα ξεχωριστά κελιά μας […] .
Σελ.261 «Άγγελε, αυτό δεν πρόκειται να ξαναγίνει» είπες κι έφυγες θυμωμένη με τον εαυτό σου, με άφησες εκεί σύξυλο, στη γωνιά με τους θεόρατους ίσκιους […] έσερνα τα πόδια μου σαν να είχαν παραλήσει […], γιατί πριν αρχίσουμε είχα αυτή την πικρή αίσθηση του τελειωμού, όπως γεννιόμαστε με το σπέρμα του θανάτου […] κι απ’ τα λόγια σου δεν έμενε παρά μόνο η τελευταία σου φράση, πιο μυστήρια από χρησμό, πιο ασήκωτη από τον ερχομό της μπόρας, τυλιγμένη σε μια μυρωδιά πικραμύγδαλου και μπανάνας, «αυτό δεν πρόκειται να ξαναγίνει». Η μοίρα παίζει πολλά παιχνίδια και ορισμένες φορές τα ερωτικά συναισθήματα των ανθρώπων δεν βρίσκουν πρόσφορο έδαφος να καρποφορήσουν γιατί υπάρχουν ποικίλα εμπόδια.
Σελ.269 «Μαζί τα γνωρίζουμε όλα, μαζί τ’ ανακαλύπταμε, αβίαστα, μαζί με τον πρώτο έρωτα, ανάμεσα από χίλιες συμπληγάδες που μας απειλούσαν, γιατί μέσα στην τρυφεράδα μας ήμασταν πιο δυνατοί από την πέτρα, μέσα στην απόλυτη άγνοια του κόσμου που είχαμε, ξέραμε πιο πολλά, μέσα στο σκοτάδι που ζούσαμε, ήμασταν πιο ενήμεροι για το φως.»
Σελ.281 «…ένα παιδί κορίτσι ή αγόρι ή κάτι ανάμεσα από τα δύο, για να ταιριάζει με τον ερμαφρόδιτο κόσμο…» Η οργή και η απογοήτευση του συγγραφέα από τον κόσμο.
Σελ.284 «Στο τέλος ξέρεις μοιάζουμε με τα πρόσωπα που μισούμε. Ή μισούμε ό,τι αγαπήσαμε.»
Σελ.336 Του έστειλε μια μπούκλα από τα μαλλιά της και ένα γράμμα. «Στην πτήση που κάναμε, τα έδεσα στο λαιμό μου σαν φυλακτό και τότε έγινε το θαύμα. το φως που χυνόταν σπάταλα ολόγυρά μου δεν το εκτόπιζα πια. Μόλις το άγγιζα, σαν σίδερο που το ακουμπάς και σε χτυπάει το ρεύμα, περνούσε ανεμπόδιστα μέσα μου. Δεν ήμουν μόνος στον ουρανό. Ήσουν κι εσύ μαζί μου. Με το δικό σου κομμάτι από φως που είχα στο στήθος μου, δέθηκα έξαφνα με το άναρχο, το άχραντο, το ακοίμητο φως του κόσμου, […] μ’ έκανες αιώνιο». Αυτά του λόγια του Άγγελου για τη Πηδαχθόνη δείχνουν ότι μόνος του αισθανόταν ατελής ενώ αποκτούσε άλλες δυνάμεις όταν τον συμπλήρωνε το άλλο του μισό.
Όλη η τριλογία αναφέρεται στα φύλλα, τα ψάρια και τα πουλιά που ζουν στη στεριά, στο νερό και στον αέρα. Αυτά τα είδη των οργανισμών είναι η κτιστή ύλη και εδώ συνειρμικά σκεφτόμαστε τη φιλοσοφία και το εν του Πλωτίνου. Το διήγημα προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις. Εμείς συνοψίσαμε τα σημεία που μας προκάλεσαν μια δεύτερη ματιά, αλλά το βιβλίο είναι πλούσιο σε νοήματα και μηνύματα και ο κάθε αναγνώστης μπορεί να εξαγάγει διαφορετικά συμπεράσματα.
Ο Βασίλης Βασιλικός είναι ένας πολυβραβευμένος, πολυδιαβασμένος, καταξιωμένος και ο πιο πολυμεταφρασμένος συγγραφέας μετά τους Καζαντζάκη, Ρίτσο, και Καβάφη. Έχει αναλάβει ποικίλους ρόλους σε αξιώματα δημοτικού συμβούλου στο Δήμο Αθηναίων, πρέσβη των προσωπικοτήτων της Ελλάδας στην Unesco, διετέλεσε πρόεδρος της εταιρείας συγγραφέων και υπήρξε σκηνοθέτης, σεναριογράφος, δημοσιογράφος ερασιτέχνης ηθοποιός και αναπληρωτής γενικός διευθυντής της ΕΡΤ.
Ο Βασίλης Βασιλικός γράφει σαν αυτοθεραπεία. Πιστεύει ότι η τέχνη είναι ένας τρόπος εκτόνωσης και λύτρωσης και η γραφή συνεισφέρει στην ίαση της ψυχής από τα τραύματα και βάρη που κουβαλάει.
Ο Βασίλης Βασιλικός γράφει σαν αυτοθεραπεία. Πιστεύει ότι η τέχνη είναι ένας τρόπος εκτόνωσης και λύτρωσης και η γραφή συνεισφέρει στην ίαση της ψυχής από τα τραύματα και βάρη που κουβαλάει.