Οι λέξεις γλιστράνε, φεύγουν, δεν μένουν σταθερές. Καθορίζονται από την πραγματικότητα, αναίσχυντα και αισχρά. Ξεγυμνώνονται από τιμητές και δικαστές, σκυλεύονται από λογοτέχνες και δανδήδες (κάθε είδους), σε καφεδρόμια και παρεκκλήσια. Ετερόφωτες προχωρούν προς τον θάνατό τους, χωρίς να γίνουν ποίηση ή έστω μεταφορά και αλληγορία. Πεθαίνουν μάταια. Το αίμα τους κυλάει δίχως δύναμη και νόημα, μπροστά από ανώτερους και αγίους.
Η μόνη συντέλειά τους είναι: η αθανασία της απελπισίας. Προπατορικά, η λύτρωση δεν επιτυγχάνεται μέσα απ’ τα νέκρα γράμματα. Οι λέξεις (ο λόγος) χάνονται διαρκώς, δεν αλλάζουν λεξιλογικά τις εποχές, ίδιες και απαράλλακτες μένουν απ’ την περίοδο των παγετώνων. Άλλες υψηλές αξίες αθανατοποιούνται: ό,τι έχει σχέση με την παραστατική γεωμετρία, την ολιστική φυσική, τον δαρβινισμό και τη λατρεία της χυδαιότητας.
Οι λεκτικές σχοινοβασίες είναι τελικά ένας δρόμος προς τη μεγάλη αμφιλογία: όλα είναι θλίψη. Το τάλαντο μένει θαμμένο στον χρόνο και έξω απ’ τις γραμμές. Ο εραστής των λέξεων είναι ένα perpetuum mobile, είναι ένας χαρακτήρας αντιλογοτεχνικός σ’ έναν κόσμο που λατρεύει τη δράση και τις κυκλικές κινήσεις.
Το συνοδευτικό κολάζ δημιουργήθηκε από λεπτομέρειες πίνακα που βρέθηκε στη σελίδα Saatchi Art και φέρει τον ίδιο τίτλο με το πεζό του Χριστόφορου Τριάντη.
* Perpetuum mobile: ή αλλιώς το (εκκρεμές) αεικίνητο, που συνεχώς κινείται, αλλά ουσιαστικά μένει στον τόπο, δηλαδή ακίνητο.