Γράφει η Τζωρτζίνα Κουριαντάκη
Ελπίδα
1
Τράβηξε με απογοήτευση την κάρτα από το μηχάνημα. Ώστε δεν είχε πληρωθεί ακόμα… Και τώρα; Ήλπιζε σε αυτό το δώρο. Ναι, ήταν σίγουρη πως το είχε διαβάσει κάπου. Το δώρο των Χριστουγέννων έπρεπε να είχε ήδη μπει. Άφησε έναν αναστεναγμό απογοήτευσης. Θα ξαναρχόταν την επομένη.
Η Ελπίδα ζούσε μόνη τον τελευταίο χρόνο. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τον θάνατο της μητέρας της και με τον πατέρα της είχαν μαλώσει. Η ίδια δεν κατάλαβε ποτέ γιατί της θύμωσε, πόσο μάλλον γιατί τής το κρατούσε ακόμα. Ίσως του είπε αλήθειες που δεν άντεχε να γνωρίζει. Ίσως πάλι, να ήθελε απλά να τσακωθεί μαζί της. Ποιος ξέρει; Μπορεί και να μη μάθαινε ποτέ. Το είχε άλλωστε συνηθίσει όλο αυτό. Να είναι μόνη, κυρίαρχος και αφέντρα του εαυτού της. Χωρίς επικρίσεις, χωρίς να πρέπει να δώσει λογαριασμό σε κανέναν.
Λίγο πριν την τρίτη δεκαετία της ζωής της και με ένα διαζύγιο στο ενεργητικό της, η Ελπίδα έβλεπε τα όνειρά της για διορισμό στον χώρο της εκπαίδευσης να κινδυνεύουν να ναυαγήσουν. Όλη της η ζωή, ένα ναυάγιο. Είχε απογοητεύσει τον πατέρα της και κυρίως τον ίδιο της τον εαυτό.
Ένας μελαχρινός άντρας, γύρω στα τριάντα, καθόταν στα σκαλοπάτια της. Εκείνη πέρασε από δίπλα του. Πόσο αταίριαστοι ήταν οι δυο τους, μπροστά από την καγκελόπορτα… Εκείνος, ρακένδυτος και ολοφάνερα ταλαιπωρημένος, καθόταν σκυφτός. Θαρρείς και όλο το βάρος του κόσμου είχε εναποτεθεί στους ώμους του. Εκείνη, ψηλόλιγνη και καστανόξανθη, έμοιαζε να έχει ξεπηδήσει από σελίδα κοσμοπολίτικου περιοδικού. Τα μάτια της πιο γαλανά κι από το γαλάζιο του ουρανού στις αρχές του καλοκαιριού. Τα κυματιστά μαλλιά της, μόλις που χάιδευαν τους ώμους. Έκλεισε αμήχανα την πόρτα πίσω της.
Υπόλοιπο: 5,26 ευρώ… Δεν μπορούσε να βοηθήσει ούτε τον ίδιο της τον εαυτό με αυτά τα χρήματα, πόσο μάλλον εκείνο τον ζητιάνο. Έβγαλε τις ψηλοτάκουνες γόβες της και κάθισε στον αγορασμένο με δανεικά καναπέ. Ίσως αν γύριζε στον πατέρα της... Αν δεχόταν να αναλάβει το βιβλιοπωλείο... Όχι, δεν θα τα παρατούσε τώρα. Είχε ήδη βρει μια δουλειά -αν μπορεί κανείς να αποκαλέσει δουλειά την ημιαπασχόληση σε μια τηλεφωνική εταιρεία, με τον κατώτατο βασικό μισθό. Τον κατώτατο του κατώτατου, σκέφτηκε και χαμογέλασε θλιμμένα. Τόσα όνειρα, τόσες υψηλές -ομολογουμένως- προσδοκίες, είχαν στριμωχτεί σε ένα γραφείο του ενός τετραγωνικού, χωρισμένο από αυτά των συναδέλφων της με ένα λεπτό τζάμι. Κοίταξε τον τοίχο απέναντί της. Αριστεία, έπαινοι, πτυχίο στα Μαθηματικά και μεταπτυχιακό στην Οικονομετρία. Φαντάσματα από κάποιο ξεχασμένο παρελθόν.
2
Οι αχτίνες του ήλιου είχαν με ευκολία διαπεράσει τις λεπτές κουρτίνες. Η Ελπίδα άνοιξε τα μάτια της. Ήταν Χριστούγεννα! Έκανε ένα καυτό ντους, έβαλε όπως-όπως τη φόρμα και τα αθλητικά της και έτρεξε προς την έξοδο. Ο άστεγος ήταν ακόμα εκεί. Ο ήλιος ήταν τόσο αδύναμος, που δεν είχε κατορθώσει να ζεστάνει τη μέρα. Ένα αμήχανο «Καλημέρα» βγήκε από τα χείλη της. Εκείνος απλά χαμογέλασε ξαφνιασμένος.
Οι αγαπημένοι της εργοδότες δεν είχαν μπει στον κόπο να καταθέσουν τα χρήματα. Θα έπρεπε να το πάρει απόφαση. Αυτά τα Χριστούγεννα δε θα είχε ούτε βραδινή έξοδο, ούτε μελομακάρονο με τον καφέ της, ούτε καν φωτάκια για το έλατο, μιας και της είχαν καεί τα περσινά. Μαζί με τα φωτάκια και τα μελομακάρονα αποχαιρέτησε και την εικόνα των γεμάτων ντουλαπιών της κουζίνας της.
Είχε βγει για τρέξιμο. Λες και ήθελε να ξεφύγει από κάτι. Ή μήπως έτρεχε προς το μέλλον; Είχε κουραστεί πια να περιμένει πως κάτι θα άλλαζε. Θυμήθηκε τις παλιές, καλές εποχές. Διόρθωσε τον εαυτό της. Τις παλιές εποχές. Καλές δεν ήταν -τουλάχιστον όχι για την ψυχή της. Το σπίτι της κάποτε ήταν γεμάτο από κάθε λογής καλούδια. Οι ντουλάπες της ήταν γεμάτες από επώνυμα κομμάτια που τα είχε ακόμα. Πραγματικά, αν την απάνταγε κανείς στον δρόμο, θα ορκιζόταν ότι ζούσε τη μεγάλη ζωή. Εκείνη όμως έβγαζε μόλις και μετά βίας τα έξοδα για τους λογαριασμούς της. Όμως αυτό θα άλλαζε, δεν μπορεί. Ίσως αν έκανε λίγη υπομονή ακόμα…
Ήθελε απεγνωσμένα να αποδείξει στον πατέρα της πόσο λάθος έκανε που δεν πίστεψε σε εκείνη. Ήθελε τόσο πολύ να διαψεύσει τον πρώην άντρα της! Αυτά τα λόγια του, όταν χώριζαν… «Δεν θα τα καταφέρεις χωρίς εμένα, δεν…» Ακόμα και χθες, που είχε έρθει να της δώσει κάποια πράγματά της, την αποκάλεσε ανώριμη και ονειροπόλα. Όχι, δεν είχε να αποδείξει τίποτα σε κανέναν. Στον εαυτό της. Μονάχα σε αυτόν χρωστούσε. Το όποιο μερίδιο της αντιστοιχούσε, θα το διεκδικούσε με όλη της την ψυχή. Μα πότε θα ερχόταν ο πολυπόθητος διορισμός; Πόσοι διαγωνισμοί ακόμα;
Είχε κιόλας σουρουπώσει. Κατευθύνθηκε προς το λιμάνι. Πόσο αγαπούσε τη θάλασσα! Τη μυρωδιά του ιωδίου… Οι σκέψεις έκαναν για άλλη μια φορά φασαρία μες στο μυαλό της. Πόσο γεμάτη ελπίδα ήταν πιο μικρή! Πόσο φιλόδοξη… Μα είναι αλήθεια ανωριμότητα να τολμά κανείς να θέτει υψηλούς στόχους; Να ρισκάρει και να έχει την αξίωση να επιτευχθούν τα όνειρά του; Θα πρέπει άραγε ο άνθρωπος να περιορίζει τα θέλω του και να συμβιβάζεται με το εύκολα επιτεύξιμο, το αβίαστα προσιτό, το από την κοινωνία αποδεκτό; Μα πόσο άδεια θα ήταν αλήθεια μια τέτοια ζωή! Ζωή… Καιρό είχε να σκεφτεί αυτήν τη λέξη δίχως να την ταυτίσει με την επιβίωση.
Ήταν Χριστούγεννα και ήταν άφραγκη. Ήταν μια γυναίκα γεμάτη απογοήτευση, μα συνάμα γεμάτη από μια κρυφή ελπίδα για μια αλλαγή. Σκέφτηκε τον άστεγο στην πόρτα της. Άραγε εκείνος, αντάμα με την απογοήτευση, είχε και λίγη ελπίδα; Πήγε σε ένα ψητοπωλείο και έδωσε την κάρτα της -αυτή με το κολλημένο πια υπόλοιπο των 5,26 ευρώ. Γύρισε σπίτι τρέχοντας. Ο άστεγος ήταν ακόμα εκεί. Κάθισε δίπλα του, στο πλατύσκαλο.
− Με λένε Ελπίδα. Θες να μοιραστούμε δυο σουβλάκια και μια μπύρα;
− Σε ευχαριστώ. Με λένε Αναστάση.
− Χρόνια πολλά, Αναστάση.
− Χρόνια πολλά, Ελπίδα.
3
Ο δυνατός άνεμος την ξύπνησε. Πού να έβγαλε τη νύχτα ο Αναστάσης; Ένιωθε τύψεις που δεν τον είχε προσκαλέσει στο σπίτι της. Αυτές οι φοβίες της! Έφταιγαν όλα αυτά που έβλεπε στην τηλεόραση. Πόσο αρνητικά την είχαν επηρεάσει… Μα πού ήταν ο Αναστάσης; Έριξε ένα παλτό πάνω της και βγήκε έξω. Στο πλατύσκαλο υπήρχε μόνο μια εφημερίδα. Αυτή που είχε στρώσει κάτω χθες για το μικρό τους φαγοπότι. Γυρισμένη σε μια μισοσκισμένη σελίδα με αγγελίες, είχε κάτι γραμμένο πάνω-πάνω, στο περιθώριο. «Ευχαριστώ, Ελπίδα!» Μια γραμμή υπογράμμιζε αυτό το λακωνικό ευχαριστήριο. Μια γραμμή που κατέληγε σε μια αγγελία. «Ζητείται καθηγητής-τρια Μαθηματικών από Φροντιστήριο…»
Κυρ-Αγησίλαος
Είχε ξυπνήσει ευδιάθετος εκείνο το πρωινό. Το αγαπημένο του βιβλιοπωλείο είχε σωθεί. Θυμάται ακόμα εκείνη την ημέρα που ένας αινιγματικός άγνωστος μπήκε στο μαγαζάκι του. Κρατούσε ένα απόκομμα εφημερίδας. Είχε έρθει για την αγγελία.
Ναι, ζητούσε υπάλληλο για το βιβλιοπωλείο του. Βιβλιοπωλείο μόνο -χωρίς γραφική ύλη, παιχνίδια και είδη δώρων. Η μυρωδιά των βιβλίων ήταν διάχυτη στον χώρο. Ο κυρ-Αγησίλαος έβαζε ανέκαθεν στη βιτρίνα αυτά που αγαπούσε πιο πολύ, αυτά που είχαν μιλήσει απευθείας στην ψυχή του. Πώς θα μπορούσε τώρα να εμπιστευτεί το παιδί του, σε έναν άγνωστο; Ναι, παιδί του ήταν, ποτέ δεν το λογάριασε ως μαγαζί.
Η εμφάνιση ετούτου του νεαρού μαρτυρούσε τη φτώχεια του. Τόσο παραιτημένος, τόσο ταλαιπωρημένος… Ένας ευγενικός αλλά ρακένδυτος νεαρός. Ήταν λοιπόν άστεγος. Κι αν η αγγελία τον τράβηξε λόγω της προσφοράς στέγης μαζί με τη θέση εργασίας; Αν δεν ενδιαφερόταν διόλου για τα βιβλία; Μα όχι. Τούτος ο νεαρός χάιδευε τα εξώφυλλα των βιβλίων, σαν να ήταν παλιοί γνώριμοι. Είχε ψυχή το άγγιγμά του. Κάπου όμως τον είχε ξαναδεί. Ναι, ήταν σίγουρος ότι κάποτε είχε ξαναδεί αυτό το ευγενικό πρόσωπο. Του έδειξε το δωμάτιο και του πήγε μια αλλαξιά ρούχα και ξυριστικά. Μα πού τον είχε ξαναδεί;
Είχε πια γεράσει και το αδύναμο μυαλό του δεν τον βοηθούσε. Είχε χάσει πριν επτά χρόνια τη γυναίκα του, είχε τσακωθεί με τη μοναχοκόρη του και τώρα ζούσε μόνος. Μόνος με τα βιβλία του και τη μυρωδιά τους. Ήταν όμως καιρός να ξεκουραστεί. Στα εξήντα επτά του χρόνια, το μόνο που ήθελε ήταν να βρει χρόνο να βγει έξω από το διαμέρισμα και το αγαπημένο του βιβλιοπωλείο. Να τριγυρίσει στη γειτονιά, να εξερευνήσει όλες τις γωνιές της πόλης και να κάνει μικρές αποδράσεις στο λιμανάκι. Τώρα όμως. Όσο τον κρατούσαν ακόμα τα πόδια του.
Θυμάται τον Αναστάση να κατεβαίνει τη σκάλα, φρεσκοξυρισμένος, χαμογελαστός, φορώντας καθαρά ρούχα. Μα ναι, τον αναγνώρισε αμέσως. Ήταν ένας από τους αγαπημένους του συγγραφείς. Είχε πάει στην παρουσίαση ενός εκ των τριών βιβλίων του. Να ήταν τόσο τυχερός; Το μικρό του βιβλιοπωλείο δε θα μπορούσε να πέσει σε καλύτερα χέρια.
Ένα πράγμα έμενε να κάνει τώρα. Είχε άθελά του, πικράνει την κόρη του με το πείσμα του. Αντί να της σταθεί στο διαζύγιό της, πρώτα την κατηγόρησε ότι βιάστηκε να χωρίσει και μετά είχε την αξίωση να θάψει τα όνειρά της και να κλειστεί στο μαγαζάκι της οδού Κοραή. Τώρα όμως, όλα είχαν αλλάξει. Ναι, ο κυρ-Αγησίλαος θα πήγαινε να την βρει. Μα κι αυτή… να πάει και να χωρίσει πριν του κάνει ένα εγγονάκι;
Αναστάσης
Καθώς η λέξη «ΤΕΛΟΣ» εμφανίστηκε στην οθόνη, ένας αναστεναγμός βγήκε από τα χείλη του. Είχε μόλις τελειώσει το σύγγραμμά του. Τα μαύρα του μάτια έλαμπαν από ευχαρίστηση. Επιτέλους έκανε και πάλι αυτό που αγαπούσε. Στο μικρό βιβλιοπωλείο της οδού Κοραή, οι πελάτες δεν έκαναν ουρά, ούτε σκοτώνονταν πάνω από τους πάγκους για το ποιος θα πρωτοπάρει ένα αντίτυπο από το αγαπημένο του βιβλίο. Στο μικρό συνοικιακό βιβλιοπωλείο, το κουδουνάκι στην πόρτα μπορεί να χτυπούσε τέσσερις -το πολύ πέντε φορές την ημέρα. Είχε ζεστασιά, ηρεμία, χρόνο για να γράψει και πάλι. Μα πάνω από όλα, είχε μεράκι.
Τον είχε αγαπήσει αυτόν τον χώρο. Ένιωθε σα να είχε φύγει στην ξενιτιά και η καλή του μοίρα να τον γύρισε στην πατρίδα. Ένας παράδεισος στην οδό Κοραή -ο δικός του παράδεισος. Άραγε η καλή του νεράιδα είχε αγαπήσει αυτόν τον χώρο όσο εκείνος; Να ζούσε ακόμα σε εκείνο το περικυκλωμένο από πολυκατοικίες σπιτάκι; Δεν είχε πει ποτέ τίποτα στον κυρ-Αγησίλαο. Ίσως αν φιλιώναν με την κόρη του… Μα δεν ήταν σωστό να ανακατευτεί.
Είχε αγοράσει ένα κουτί μελομακάρονα. Σαν σήμερα του είχε εκμυστηρευτεί ότι τους είχε αδυναμία. Χτύπησε το κουδούνι με τρεμάμενα χέρια. Αναρωτήθηκε τι θα είχε γίνει αν δεν είχε βγει εκείνος ο θυμωμένος άντρας από το σπίτι της. Θυμάται, καθόταν στα σκαλοπάτια όταν άκουσε να βροντά η πόρτα πίσω του. Ήταν ένας άντρας ψηλόλιγνος, καλοντυμένος και… ολοφάνερα νευριασμένος. Του έπεσε μια εφημερίδα. Ο Αναστάσης του φώναξε, μα εκείνος μπήκε μες στο πανάκριβο σπορ αμάξι του, πάτησε το γκάζι και εξαφανίστηκε.
Απόστολος
Πέταξε την εφημερίδα στην άκρη και άναψε ένα τσιγάρο. Μα αλήθεια, υπήρχαν άνθρωποι που να πίστευαν αυτές τις αηδίες; Μόλις είχε διαβάσει το άρθρο του νέου συζύγου της πρώην του. Κάτι για το πεπρωμένο, για τα παιχνίδια της μοίρας και διάφορα άλλα, που αδυνατούσε να κατανοήσει. Ο Τόλης δεν είχε χαρεί, μα ούτε και είχε στενοχωρηθεί με τα νέα της πρώην γυναίκας του. Είχε βρει δουλειά σε ένα φροντιστήριο, τα ξαναβρήκε με τον πατέρα της, παντρεύτηκε ένα συγγραφέα -που ουδέποτε ο ίδιος είχε ακούσει- και είχε κάνει δύο παιδιά. Του ήταν τόσο αδιάφορα όλα αυτά…
Όχι, η ζωή του δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από τη δική της. Στα σαράντα πέντε του χρόνια είχε καταφέρει να κερδίσει τον τίτλο του πιο ακριβοπληρωμένου προπονητή ποδοσφαίρου, καθώς και εκείνον του πιο περιζήτητου εργένη. Ναι, είχε όποια γυναίκα ήθελε στο κρεβάτι του και με τα λεφτά του ήξερε να τις κακομαθαίνει. Ειλικρινά, δεν έλειπε τίποτα από τη ζωή του. Χτένισε τα ελαφρώς γκριζαρισμένα του μαλλιά και άνοιξε την ηλεκτρονική αλληλογραφία. «Ευχαριστώ, Απόστολε!»
Άγνωστη διεύθυνση. Δε θα έμπαινε στη διαδικασία να μάθει ποιος το έστειλε. Κανείς δεν τον αποκαλούσε έτσι και ουδέποτε στη ζωή του βοήθησε κάποιον. Ναι, σίγουρα έγινε κάποιο λάθος. Όπως λάθος ήταν και ένα προηγούμενο άρθρο του αγαπημένου συζύγου της πρώην του. Ένα άρθρο για το κάρμα, για τις καλές πράξεις που γυρίζουν σε εσένα. Μα τι κουταμάρες! Χαμογέλασε με αυταρέσκεια. Όχι, δεν πίστευε ότι είχε κάνει ποτέ την οποιαδήποτε καλή πράξη και όμως η ζωή του τα είχε φέρει μια χαρά.
Δεξί κλικ. Διαγραφή. Ίσιωσε τη γραβάτα του, χαμογέλασε κλείνοντας το μάτι στο είδωλό του στον καθρέπτη και κλείδωσε την πόρτα πίσω του. Στην οθόνη του υπολογιστή εμφανίστηκε μια ειδοποίηση. «Η διαγραφή του μηνύματος απέτυχε. Προσπαθήστε ξανά».
ΤΕΛΟΣ
Copyright © Τζωρτζίνα Κουριαντάκη All rights reserved, 2018
Το συνοδευτικό κολάζ δημιουργήθηκε από λεπτομέρειες έργου του Leander Kresse
Επίσης: