Β.Ζ.: Από πολύ νέα επισκεπτόμουν και επισκέπτομαι, εννοείται ακόμη, χώρους όπου μένουν παιδιά μακριά απ’ την οικογένειά τους, είτε γιατί οι γονείς και συγγενείς δεν τα θέλουν, είτε γιατί οι γονείς είναι άτομα παραβατικά, έγκλειστα σε ιδρύματα και φυλακές. Υπάρχουν βέβαια και ορφανά, αλλά αυτά είναι λιγότερα και τα πιο ισορροπημένα, θα έλεγα.
Επειδή συμβαίνει να είμαι εκπαιδευτικός, πλησίαζα περισσότερο τις ψυχές των παιδιών αυτών και άκουγα τις εκμυστηρεύσεις τους. Το βαθύ τους πόνο, δηλαδή. Φυσικό, λοιπόν ήταν, με τα χρόνια, και καθώς κι εγώ ωρίμαζα, μεγαλώνοντας, να ασφυκτιώ κάτω απ’ το βάρος αυτών των αποκαλύψεων.
Ο πόνος των παιδιών, που δεν είχαν φταίξει σε τίποτα, αλλά πληρώνουν τις αμαρτίες των μεγάλων, με στοίχειωνε με τα χρόνια. Ώσπου έφτασε η στιγμή που οι φωνές τους πύργωσαν μέσα στο μυαλό μου. Το μυθιστόρημα είχε κιόλας γεννηθεί. Αφιερωμένο στα ανέστια παιδιά όλου του Κόσμου.
Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Β.Ζ.: Ανθρώπινο.
Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
Β.Ζ.: Δεν ξέρω αν είμαι ικανή να συμβουλέψω κάποιον, γιατί ο καθένας μας έχει τις διαθέσεις του, τις απόψεις του, τους προσωπικούς του προβληματισμούς, τα δικά του βιώματα και πιστεύω. Ωστόσο, θα παρακαλούσα να έχει, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, ανοιχτή την ψυχή του στον καημό και τη βουβή κραυγή των αθώων παιδιών!
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, που θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Β.Ζ.: Α, μάλιστα! Μα, σε χώρες, όπου η πείνα, η δίψα και η δυστυχία καταστρέφουν τις ανθρώπινες ζωές. Κι είναι ασφαλώς πάμπολλες. Διαλέξτε και πάρτε! Και πόσο θα μείνουμε; Μα, από μια μέρα έως ολόκληρη ζωή! Άλλος μπορεί να το σκάσει με το επόμενο μεταφορικό μέσο κι άλλος να ερωτευτεί τον τόπο και τους ανθρώπους και ν’ αποφασίσει να παλέψει μαζί τους. Εξαρτάται.
Κλείστε τη μικρή συνέντευξη με μια φράση/παράγραφο από το βιβλίο.
Β.Ζ.: «…Τραγουδήσαμε όλες μαζί το αποχαιρετιστήριο τραγούδι μας και ρίξαμε πάνω στον τάφο της, η κάθε μια μας ξεχωριστά, τόση αγάπη, που είμαι σίγουρη πως θα της κρατήσει τρυφερή συντροφιά, ώσπου να ξανανταμώσουμε. Και, τότε, με την ησυχία μας, θα κλάψουμε μαζί, θα γελάσουμε μαζί και θα τα ψάλουμε, με την καρδιά μας, σ’ όλους εκείνους που μας καταδίκασαν στην ερημιά του ορφανού ενός ιδρύματος…»
Το μυθιστόρημα της Βάσως Ζαφειροπούλου, Τα κορίτσια πίσω από τη χαραμάδα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άνεμος.
Στο οπισθόφυλλο γράφει:
«Τι παγωμένο σπίτι!» έλεγε με απόγνωση η μικρή Μαρίνα, που ζούσε παρά τη θέλησή της στην Πύλη του Ουρανού.
Ποια είναι η Πύλη του Ουρανού; Ποιοι καθορίζουν τις τύχες των μικρών παιδιών; Τι ένοχα μυστικά κρύβουν;
Αυτά ακριβώς θα μας αποκαλύψει η ηρωίδα μας, που εξαιτίας τής ορφάνιας της έζησε εκεί μέσα, κάτω από τις διαταγές άγνωστων σε εκείνη ανθρώπων. Θα μας εξομολογηθεί με ανοιχτή καρδιά τα βιώματά της, θα μας μιλήσει για καλούς κι αγαπημένους ανθρώπους που τη βοήθησαν να καλλιεργεί το όνειρό της για μια καλύτερη ζωή, αλλά και για άλλους που έχασαν τον δρόμο τους κι αποδείχτηκαν εγκληματικά ανάξιοι να αγγίζουν τις παιδικές ψυχές.
«Ποιος θα σταθεί ικανός να σου αναπληρώσει την αναντικατάστατη γονεϊκή αγάπη;» αναρωτιέται συχνά με βαθύ παράπονο, κυρίως όταν ο τρόμος κι η απελπισία τη λυγίζουν.
Μπορούν άραγε τα διάφορα ιδρύματα να καλύψουν τα κενά που αφήνει στην παιδική ψυχή η απώλεια των γονιών; Πόσο βασανίζεται ένα τρυφερό πλάσμα που ψάχνει απεγνωσμένα να μάθει ποιος είναι ο πατέρας της; Και πώς αντιδρά όταν επιτέλους μαθαίνει την αλήθεια;