Οι ήρωες του Ξανθούλη είναι διαλεγμένοι προσεκτικά, ένας ένας αντιπροσωπεύουν και ένα διαφορετικό κομμάτι μιας κοινωνίας που υπήρχε, υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει στον ελληνικό χώρο. Το χιούμορ του συγγραφέα δεν έχει χαρακτήρα αποκλειστικά εύθυμο, αφού δεν είναι λίγες οι φορές που μεγεθύνει τα αρνητικά στοιχεία των ηρώων.
Έτσι, ένα υπερευφυές, χαρισματικό παιδί έχει την ατυχία να μεγαλώνει σε μια κοινότητα ανθρώπων, απόλυτα παράταιρων με την οξυμένη αντίληψή και χαρισματικότητά του. Η αγιοποίηση αυτού του παιδιού στα μάτια του αναγνώστη είναι αναπόφευκτη, γεγονός που πηγάζει από την άρτια σύνθεση των δευταραγωνιστών που έχει επιλέξει ο Ξανθούλης να τον περιβάλλουν.
Η πλοκή της ιστορίας, αν και σε κάποια σημεία γίνεται αργή, είναι δομημένη με τέτοιο τρόπο ώστε να οδηγεί σε ανατροπές και εκπλήξεις, που άλλοτε ο αναγνώστης έχει προβλέψει και άλλοτε αδυνατεί να υποθέσει. Από ένα σημείο κι έπειτα, ο αναγνώστης ξεχνά πως διαβάζει ένα μυθιστόρημα και γίνεται κοινωνός της όλης ιστορίας. Νιώθει σαν να ξέρει τη Χαλκόπολη καλύτερα από τον καθένα, συμπάσχει με τους ήρωες που θα συμπαθήσει περισσότερο, οργίζεται και θλίβεται με τα εμπόδια της ζωής του μικρού Σίμου, αλλά και αισθάνεται τη λύτρωση που έρχεται μαζί με το τέλος.
Το πολύ έξυπνο δομικό στοιχείο σε αυτή την ιστορία, που σαφώς έχουμε συναντήσει και σε άλλα βιβλία, είναι η συνομιλία με τον πρωταγωνιστή και η εμπλοκή του συγγραφέα στην ίδια την εξέλιξη της ιστορίας, ο οποίος εν είδει αποκάλυψης εμφανίζεται στον Σίμο και ως άλλος Θεός κινεί τα νήματα.
Η συγκίνηση, το γέλιο, η αίσθηση πως κάποιος σου εκμυστηρεύεται τη ζωή του ντυμένη με δανεικούς ήρωες, με τόση τρυφερότητα και προσωπική αλήθεια, είναι το απόσταγμα μιας ανάγνωσης που ενώ σε έχει κάνει ελαφρύτερο τις ώρες που διαρκεί, σου αφήνει το βάρος της γλυκιάς πίκρας πως η ζωή θα συνεχίζει στους ίδιους ρυθμούς, με τον αγώνα του καθενός να εξαρτάται από τις μικρές παρεμβάσεις κάποιου Συγγραφέα-Θεού. Άραγε ποιος γράφει τη δική μας ιστορία;
Καλές αναγνώσεις.
Το μυθιστόρημα του Γιάννη Ξανθούλη, «Εγώ, ο Σίμος Σιμεών», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Στο οπισθόφυλλο λέει μεταξύ άλλων:
Ο Σίμος Σιμεών –έτσι, με το Σι με γιώτα–, αν και θα μπορούσε, δεν ήρθε ουρανοκατέβατος στη Χαλκόπολη, μια ασήμαντη κωμόπολη στην Ανατολική Μακεδονία, με όλα τα στερεότυπα της ελληνικής επαρχίας στη δεκαετία του ’60. Είχε όμως τα δικά του φτερά και ήταν έτοιμος να τα δοκιμάσει σε επικίνδυνα πετάγματα.
Όλα ξεκινούν το 1964, μια σημαντική στιγμή για την Ελλάδα. Τότε, που κάτι έδειχνε να χαράζει ελπιδοφόρα στον βαλτωμένο μεταπολεμικό μας ορίζοντα, αλλά δεν θα κρατούσε για πολύ.
Περισσότερα από/για τον Γιάννη Ξανθούλη: