Γεννήθηκε ως Δημήτρης Βαλασιάδης το 1912 στην Αγία Κυριακή της Μικράς Ασίας, η οικογένειά του ήταν αρκετά εύπορη αλλά μετά τον ξεριζωμό του 1922 έχασαν τα πάντα, ήρθαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν αρχικά στην Αίγινα, κατόπιν στην Έδεσσα και τέλος στην Πέλλα. Ο ίδιος ο Λουντέμης εργάστηκε στα νιάτα του ως λαντζέρης, λούστρος, ψάλτης, επιστάτης. Ασχολήθηκε με την συγγραφή από πολύ νωρίς και ποιήματά του και διηγήματά του δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Νέα Εστία», στην Αθήνα συνδέθηκε με τον Κώστα Βάρναλη, τον Άγγελο Σικελιανό και τον καθηγητή Νίκο Βέη. Στην διάρκεια της Κατοχής οργανώθηκε στον ΕΑΜ και διετέλεσε γραμματέας της Οργάνωσης των Διανοουμένων. Στην διάρκεια του Εμφυλίου φυλακίστηκε για τα φρονήματά του, δικάστηκε για εσχάτη προδοσία και καταδικάστηκε σε θάνατο. Το 1947 εξορίστηκε στη Μακρόνησο και η γυναίκα του με την τρίχρονη κόρη του εξορίστηκαν στο Τρίκερι.
Το 1956 μεταφέρθηκε στην Αθήνα για να δικαστεί εκ νέου για αυτά που έγραφε στο μυθιστόρημά του «Βουρκωμένες μέρες», τα οποία θεωρήθηκαν «προπαγανδιστικά κατά της πατρίδας». Έσπευσαν να τον υπερασπιστούν σπουδαίοι λογοτέχνες της εποχής όπως ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Κώστας Βάρναλης, ο Στρατής Δούκας, ο Ασημάκης Πανσέληνος και ο Κώστας Κοτζιάς. Στο δικαστήριο ο προεδρεύων θα του πει ότι αν θέλει το καλό του παιδιού του πρέπει να αποκηρύξει το ΚΚΕ. Και ο Λουντέμης απαντά «χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να γίνουν δύο τα τέσσερα πόδια, δεν θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ!» Μετά την δίκη και την απαγόρευση των βιβλίων του ο Λουντέμης χάνει την ελληνική ιθαγένεια από την δικτατορία του Παπαδόπουλου και εκπατρίζεται στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας. Μετά την Μεταπολίτευση γυρίζει πίσω το 1976 πλέον και ανακτά την ελληνική ιθαγένεια. Τον επόμενο χρόνο πεθαίνει από καρδιακή προσβολή και ενταφιάζεται στο Α Νεκροταφείο Αθηνών.
Η Μακρόνησος άρχισε να λειτουργεί ως τόπος εξορίας το 1947, την ονόμασαν «στρατόπεδο προς αναμόρφωση» και αρχικά μεταφέρθηκαν 800 κομμουνιστές και γενικά δημοκρατικοί φαντάροι. Ήδη το 1948 ο αριθμός τους είχε φτάσει τις 5.000. Εν συνεχεία μεταφέρθηκαν στο Μακρονήσι οι Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών (ΣΦΑ) όπου κρατούνται οι υπόδικοι στρατοδικείων, οι αξιωματικοί του ΕΛΑΣ και οι αξιωματικοί που έλαβαν μέρος στο κίνημα της Μέσης Ανατολής (όρα Στρατή Τσίρκα και «Ακυβέρνητες Πολιτείες»). Αργότερα εστάλησαν στην Μακρόνησο και ανήλικοι τρόφιμοι του Αναμορφωτηρίου της Κηφισιάς καθώς και οι εξόριστοι από τα νησιά του Αιγαίου, τον Άη Στράτη, την Ικαρία και τη Λήμνο. Το 1950 μεταφέρθηκαν και γυναίκες μαζί με τα μωρά τους, ηλικιωμένες, βαριά άρρωστες. Σκοπός του κράτους ήταν η «αναμόρφωση» με μια σειρά σωματικών και ψυχολογικών βασανιστηρίων καθώς και η υπογραφή της δήλωσης μετάνοιας. Οι κρατούμενοι καλούνταν να υπογράψουν μια δήλωση στην οποία έπρεπε να αποκηρύττουν το ΚΚΕ, το ΕΑΜ, ΕΛΑΣ κ.λ.π. Η Μακρόνησος καταργήθηκε ως τόπος εξορίας το 1954 αν και ελάχιστοι στρατιώτες παρέμειναν εκεί έως το 1958.
Στο έργο του « Οδός Αβύσσου αριθμός 0», ο Λουντέμης περιγράφει την φρίκη που έζησε και ο ίδιος στο νησί της Μακρονήσου. Ήρωες του είναι ο Γιώργος και ο Παναής, δύο κομμουνιστές που κρατούνται και βασανίζονται στο νησί προκειμένου να υπογράψουν την λεγόμενη δήλωση μετανοίας. Ένας φαντάρος, ο Μελιτζάνας, παρότι εργάζεται για το κράτος, είναι καλόκαρδος και προσπαθεί να τους βοηθήσει να επιζήσουν. Ο διοικητής είναι ένας ακραίος αντικομουνιστής που μοναδικό του μέλημα είναι να τους σπάσει το ηθικό και να αποσπάσει την υπογραφή τους. Στο έργο επίσης εμφανίζεται ο βαρκάρης που εκτελεί τα δρομολόγια από και προς το νησί καθώς και ένας ρουφιάνος δήθεν αιχμάλωτος.
Σκληρό το έργο και βίαιο, δεν μας αφήνει να ξεχάσουμε το παρελθόν και την σκληρή πολιτική αντιπαράθεση που διέλυσε τη χώρα μας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Την θεατρική διασκευή έχει αναλάβει η Σοφία Αδαμίδου, γνωστή από τις θεατρικές της διασκευές «Σωτηρία με λένε» (για τη ζωή της Σωτηρίας Μπέλλου) και «Πού είναι η μάνα σου μωρή» της Δήμητρας Πέτρουλα. Την σκηνοθεσία έχει αναλάβει η Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη, η οποία καλείται να λύσει το σκηνικό πρόβλημα που συναντάμε στο εν λόγω έργο του Λουντέμη, αφού αρκετές σκηνές που παρουσιάζουν μεγάλο δραματουργικό ενδιαφέρον εκτυλίσσονται στην θάλασσα. Η σκηνοθέτιδα καταφεύγει στη λύση της προβολής βίντεο (την σκηνοθεσία των βίντεο έχει κάνει ο Γιώργος Κορδέλλας). Είναι μια λογικοφανής λύση, η οποία όμως μεταφέρει τη δράση στο κινηματογραφικό πανί από την σκηνή. Τα σκηνικά του Ντέιβιντ Νεγρίν είναι λιτά και λειτουργικά: πέτρες και βράχια γύρω γύρω, είναι οι πέτρες που αναγκάζονται να κουβαλάνε οι φυλακισμένοι. Τα κουστούμια της Μαρίας Παπαδοπούλου θεωρώ ότι είναι πετυχημένα αφού σε πηγαίνουν πίσω στην δεκαετία του 1940. Όλες οι ερμηνείες είναι αρκετά καλές, ξεχωρίζω αυτήν του Χριστόδουλου Στυλιανού αφού έχει την μεγαλύτερη δυσκολία και τις περισσότερες εναλλαγές, από πιστός εθνικόφρονας φαντάρος σε φίλος των φυλακισμένων.
Με ενόχλησε η χρησιμοποίηση του Εθνικού Ύμνου ως μελωδία που την χρησιμοποιούσαν οι εθνικόφρονες για να αναμορφώσουν τους αριστερούς. Επειδή καλώς κακώς κάποια τραγούδια και κάποιες συνθέσεις έχουν χρησιμοποιηθεί από συγκεκριμένες πολιτικές παρατάξεις: η Κάρμινα Μπουράνα από το ΠΑΣΟΚ, οι συνθέσεις του Σπανουδάκη από τη Νέα Δημοκρατία κ.λ.π. με ενοχλεί και μόνο η σκέψη της χρησιμοποίησης του Ύμνου εις την Ελευθερία από οποιοδήποτε κόμμα και παράταξη. Φυσικά καταλαβαίνω τους λόγους που επιλέχτηκε, αφού κι εγώ η ίδια στο νέο μου μυθιστόρημα τον χρησιμοποιώ με τον ίδιο τρόπο, αλλά στις δύσκολες εποχές που ζούμε πάλι, ας αποτελέσει ο Εθνικός Ύμνος τραγούδι χαρούμενο και θριαμβικό όλων των Ελλήνων. Κατά τα άλλα, πολλά συγχαρητήρια στους συντελεστές της παράστασης, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε!