Μυθιστόρημα από τα παλιά.
Ποια παλιά όμως; Η ηλεκτρονική εποχή που ζούμε προσπερνά με ταχύτητα κάθε έργο, απασχολείται όσο προλάβει μαζί του και το αντικαθιστά τάχιστα με το επόμενο, σε μια προσπάθεια να χωρέσουν όλοι και όλα -το ίδιο και για τα πολυάριθμα βιβλία- μέσα σε λίγες βδομάδες, μη πω μέρες! Υπερπαραγωγή από τη μια και ιλιγγιώδεις ταχύτητες από την άλλη, έχουν ως αποτέλεσμα οι αναφορές, κριτικογραφίες, αρθρογραφίες κ.ο.κ. που αφορούν ένα λογοτεχνικό βιβλίο να περιορίζονται χρονικά καθώς μερικές μέρες αργότερα θα «μιλάμε» για το επόμενο. Κι αυτή η λογική του «χωρέματος» δε θα ήταν τόσο κακή αν ξέραμε ότι θα επανέλθουμε εν καιρώ σε ό,τι μας κέρδισε, να το ξαναδούμε και να το κρατήσουμε τελικά στη μνήμη, όμως αυτό που παρατηρώ όλο και περισσότερο είναι μια τεχνολογική «ξεπέτα» που από τη μια αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο άπαντες ενώ από την άλλη αμελεί επιδεικτικά να επανέλθει σε ό,τι προσπέρασε.
Ποια παλιά όμως; Η ηλεκτρονική εποχή που ζούμε προσπερνά με ταχύτητα κάθε έργο, απασχολείται όσο προλάβει μαζί του και το αντικαθιστά τάχιστα με το επόμενο, σε μια προσπάθεια να χωρέσουν όλοι και όλα -το ίδιο και για τα πολυάριθμα βιβλία- μέσα σε λίγες βδομάδες, μη πω μέρες! Υπερπαραγωγή από τη μια και ιλιγγιώδεις ταχύτητες από την άλλη, έχουν ως αποτέλεσμα οι αναφορές, κριτικογραφίες, αρθρογραφίες κ.ο.κ. που αφορούν ένα λογοτεχνικό βιβλίο να περιορίζονται χρονικά καθώς μερικές μέρες αργότερα θα «μιλάμε» για το επόμενο. Κι αυτή η λογική του «χωρέματος» δε θα ήταν τόσο κακή αν ξέραμε ότι θα επανέλθουμε εν καιρώ σε ό,τι μας κέρδισε, να το ξαναδούμε και να το κρατήσουμε τελικά στη μνήμη, όμως αυτό που παρατηρώ όλο και περισσότερο είναι μια τεχνολογική «ξεπέτα» που από τη μια αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο άπαντες ενώ από την άλλη αμελεί επιδεικτικά να επανέλθει σε ό,τι προσπέρασε.
Στο χώρο της λογοτεχνίας τώρα, που είναι και το θέμα μας, οι τίτλοι εναλλάσσονται με γοργούς ρυθμούς στις οθόνες μας, περιδιαβαίνουν τα κοινωνικά δίκτυα για λίγο καιρό άμα τη εμφανίσει τους και μετά χάνονται στο άπειρο. Μια σούπα μού κάνει όλο αυτό, ένα πλυντήριο που του ρίχνουμε λευκά, χρωματιστά και μαύρα μαζί, τα παρακολουθούμε για όσο διαρκεί η πλύση και μόλις ολοκληρωθεί τα πετάμε να μπουν τα επόμενα. Από την άλλη, τρέχουμε να προλάβουμε τις νέες κυκλοφορίες -μη τυχόν κι εκδοθεί τίποτα και δε το προσέξουμε- γνωρίζοντας ότι σε λίγο καιρό όλα θα έχουν παραγκωνισθεί από τα επόμενα -ίσως γι' αυτό τρέχουμε, όμως τα βιβλία δεν είναι γιαούρτια που λήγουν σε δυο βδομάδες! Με δυο λόγια, ξεχνάμε ότι τα βιβλία είναι παντοτινά και ακολουθούμε ένα άλογο σύστημα που θέλει να «βλέπουμε» εξίσου τα πάντα.
Επειδή, κάποιοι δημιουργοί δεν είναι για να «ξεχνιούνται» ή να «προσπερνιούνται» αποφάσισα να αναφερθώ στο «σύστημα» με αφορμή ένα μυθιστόρημα που πρωτοκυκλοφόρησε στα τέλη της δεκαετίας του 80, σκιαγραφεί υπέροχα εκείνη του 70, και κυκλοφορεί εδώ και δύο έτη από τις προαναφερόμενες εκδόσεις.
Ο Γιάννης Ξανθούλης είναι αυτό που ορίζει η λέξη λογοτέχνης· ένας τεχνίτης του λόγου με αισθαντική, διεισδυτική πένα και η έκδοση καλαίσθητη με όμορφο διάκοσμο. Παράλληλα, σκέφτομαι πως ένα τέτοιο βιβλίο μπορεί άνετα να διασκευαστεί σε θεατρικό μονόλογο -πρωτοπρόσωπο είναι έτσι κι αλλιώς- και είμαι πάντα κατιτίς πιο υπέρ με τα πολυπλαστικά έργα.
Στην υπόθεση... ένας άντρας στον αθηναϊκό Ιούλιο ζει το δράμα της «ενηλικίωσης» (του) αναζητώντας το άλλοθι για τα «συναισθηματικά τιμήματα» ενώ θυμάται το ταραγμένο καλοκαίρι του 74 και ό,τι έζησε έκτοτε.
Στις σελίδες του, θα συναντήσουμε πολλούς Σεπτέμβριους, όλοι κάτι χάραξαν στον ήρωα, στην χώρα και τον κόσμο αλλά ένας (θα) είναι εκείνος ο «χάρτινος Σεπτέμβρης». Θα συναντήσουμε και άρωμα μεταπολίτευσης, φωτεινά καλοκαίρια, εικόνες από στιγμές να ξεπετάγονται σαν φλας, αισθαντισμό, συναισθηματισμό και ένα αδιόρατο υπόγειο χιούμορ που γίνεται αφορμή για μικρά τραβήγματα στα χείλη· στις αναμνήσεις των παιδικών χρόνων το μικρό αδιόρατο χαμογελάκι γίνεται κανονικό -εκεί δεν απαντώνται πάντα τα πιο πλατιά χαμόγελα;
Η μαγεία, διάχυτη παντού, δε βρίσκεται σε αυτά που γράφει, είναι στον τρόπο έκφρασης. Στις μεταφορές και παρομοιώσεις του, στις τακτικά ατακτοποίητες παραγράφους που δεν ακολουθούν τη χρονική σειρά, στο ψυχογράφημα που προσφέρει, στα σκοτάδια... Ειδικά τα σκοτάδια του τα λάτρεψα. Όπως και την αναβίωση της δεκαετίας του 70, της δεκαετίας της αλλαγής, της μετάβασης: για τη χώρα, για τον ήρωα, για τον κόσμο...
Αγκαλιαστήκαμε ορφανοί... ...με τα δάχτυλα γαντζωμένα στους ώμους να ψαχουλεύουν τα σημάδια των φτερών απ' τις εποχές των αγγέλων.
Η λάμπα, κίτρινη, φανέρωσε τα πτώματα των πιο ευαίσθητων εντόμων, αυτών που δεν ξέρουν πως θα κάψουν τα φτερά τους πάνω στη λεία επιφάνεια του γλόμπου.
Ο Ξανθούλης είναι υπέροχος κατά τη δική μου άποψη και γούστο. Ξέρει να βάζει σε σειρά τις λέξεις χωρίς να τις φοβάται, γνωρίζει τη φόρμα. Εμπλουτίζει την ελληνική μυθογραφία και αξίζει να διαβαστεί ξανά και ξανά για να πιάσει κανείς όλες τις αποχρώσεις, ακόμα και τις πιο αδιόρατες.
Προχωρώ στο επόμενο έργο του με μια γατίσια άρια στ' αυτιά.
Εκείνος ξέρει... ...και ο Σεπτέμβρης (που) αρνήθηκε να γίνει Σεπτέμβριος.
Ο Ξανθούλης είναι υπέροχος κατά τη δική μου άποψη και γούστο. Ξέρει να βάζει σε σειρά τις λέξεις χωρίς να τις φοβάται, γνωρίζει τη φόρμα. Εμπλουτίζει την ελληνική μυθογραφία και αξίζει να διαβαστεί ξανά και ξανά για να πιάσει κανείς όλες τις αποχρώσεις, ακόμα και τις πιο αδιόρατες.
Προχωρώ στο επόμενο έργο του με μια γατίσια άρια στ' αυτιά.
Εκείνος ξέρει... ...και ο Σεπτέμβρης (που) αρνήθηκε να γίνει Σεπτέμβριος.
Το μυθιστόρημα του Γιάννη Ξανθούλη, Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Ευχαριστώ τις εκδόσεις Διόπτρα για τη διάθεση του βιβλίου.
Οι πλαγιογραμμένες φράσεις είναι αποσπάσματα.
Περισσότερα:
Το τανγκό των Χριστουγέννων
Την Κυριακή έχουμε γάμο
Ο Χρήστος Κοντοχρήστος