Πρώτα διάλεξα τυχαία -ίσως η μοναδική περίπτωση που επιτρέπω στον εαυτό μου την τύχη- ένα βιβλίο της· δε θυμάμαι καν τον πάγκο ή το βιβλιοπωλείο. Μετά την λάτρεψα εισχωρώντας στον κόσμο της, εκείνον που δημιουργεί γράφοντας. Αργότερα προέκυψε μια ανάρτηση για τη Βίργκω της ερημιάς και τα κρυφά Κελαϊδόνια σε τούτο το ιστολόγιο και μετά, ήρθε εκείνη.
Η Νατάσα Κεσμέτη ανήκει στο σπάνιο εκείνο είδος του πολυγραφότατου που δεν περιαυτολογεί, δε διαθέτει κανένα προφίλ σε κανένα κοινωνικό δίκτυο, δε παρελαύνει σε παρουσιάσεις βιβλίων βγάζοντας φωτογραφίες με ομότεχνους και όχι μόνο, δεν (αυτο-)προβάλλεται πουθενά -και για κανέναν λόγο- γιατί, πολύ απλά, έχει κατακτήσει όλα εκείνα που ορίζουν έναν λογοτέχνη και όλοι οι άλλοι λόγοι περιττεύουν.
Εκείνη με βρήκε. Ένα μαγικό σύμπαν οδήγησε το μπουκαλάκι με το μήνυμα που πέταξα στο πελαγίσιο διαδίκτυο στην πόρτα της, το άνοιξε, το διάβασε... και τότε έγιναν περισσότερα μαγικά. Το Νησί από ελαφρόπετρα έφτασε στη δική μου πόρτα, όμως σε μια δύσκολη χρονικά στιγμή, αρκετά πιεσμένη και δύστροπη. Το άφησα στην άκρη συνειδητά, για να το πιάσω στον κατάλληλο χρόνο, για να το απολαύσω, να του δώσω την προσοχή που του αξίζει και να μου προσφέρει ατόφια την ομορφιά των σελίδων του.
Για τους αναγνώστες που δεν την γνωρίζουν, η Νατάσα γράφει πολυτονικά. Και μόνο. Κι έτσι όπως γράφει (πλούσια, ρομαντικά, μεστά, αρχοντικά, με απέραντη ευγένεια στη γλώσσα και σεβασμό) έτσι είναι και ως άνθρωπος -θα συμπληρώσετε ότι δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Θα έπρεπε ίσως να γράψω αυτές τις αράδες πολυτονικά προς τιμήν της, αλλά το μέσο που χρησιμοποιώ δε μου επιτρέπει τέτοιες «επαναστάσεις».
Διαβάζοντας τα διηγήματα σκέφτομαι αυθόρμητα πόση αντίθεση κάνει η βαρύτητά τους με την ελαφρόπετρα του τίτλου και (ξαν-)ανακαλύπτω τον «άλλο αέρα» που δημιουργεί με τις λέξεις της, τους ανθρώπους που έρχονται θαρρείς από άλλη εποχή, μα είναι η δική μας εποχή και οι άνθρωποι, αυτοί που κυκλοφορούν τριγύρω μας, αν όχι εμείς οι ίδιοι... τόσο οικεία όλα και τόσο υπέροχα αλλιώτικα μαζί! Διακρίνω την μοναδική λαογραφία και ηθογραφική της διάθεση, και τη νοσταλγία που πάει χέρι-χέρι με την μνήμη -τις μνήμες- αναζητώντας το Νόημα.
Σκέφτομαι ότι έγινα φιλαναγνώστρια σε μια προσπάθεια να χορτάσω τη δίψα μου και κάνω αυθόρμητα τους συσχετισμούς με τις ιστορίες του βιβλίου, το νερό που είναι το στοιχείο του... Τότε συναντώ και μια φράση που θα μπορούσε άνετα να χαρακτηρίσει (και) τη δίψα τού συγγραφέα -συνειρμικά την κάθε δίψα- όταν λέει:
Η δίψα σε γεμίζει αλλόκοτες ιδέες και κανείς βέβαια δεν ξεδιψάει μόνο με κύρια ονόματα ή επίθετα, με την ανάμνηση ή το όνειρο του νερού. Καμία διήγηση δεν είναι αρκετή.
Τελικά, ναι, καμία διήγηση δεν είναι ποτέ αρκετή. Είμαστε φτιαγμένοι κάποιοι άνθρωποι έτσι που να μη χορτάσουμε ποτέ ή μήπως όλοι οι άνθρωποι είμαστε φτιαγμένοι έτσι που να μη χορταίνουμε ποτέ; Στον αναλογισμό μου μου απαντά η συγγραφέας προτού προλάβω να υποπέσω σε τίποτα βεβιασμένα ή λάθος συμπεράσματα.
Με τούτον τον λόγο που είπε δ ι ψ ώ, έδειξεν (ο Κύριος είς τον σταυρόν) ότι κανένα πράγμα του κόσμου τούτου δεν μπορεί να χορτάσει την επιθυμία του ανθρώπου· αλλά η μεν ζωή του ανθρώπου τελειώνει, η δε δίψα και επιθυμία του δεν τελειώνει.
Ώστε, δε θα ξεδιψάσουμε ποτέ. Ευτυχώς! Φτάνει να έχουμε νερό για τη δίψα του κορμιού και τέτοια λογοτεχνικά στολίδια για τη δίψα του πνεύματος.
Επιστρέφοντας στα χαρακτηριστικά των ιστοριών, συνήθως γράφει σε πρώτο πρόσωπο. Μια αμεσότητα που φέρνει τα πρόσωπα και τις αφηγήσεις τους πιο κοντά στον αναγνώστη, κάνοντάς τον κάποιες φορές μάρτυρα, συμπαραστάτη ή κοινωνό. Κι άλλες φορές, όπως στον Μονόλογο στις Κουκουβάουνες, η δραματική τέχνη οφείλει να «ανακαλύψει» την πένα της και να την αξιοποιήσει στη σκηνή (αν δεν το έχει ήδη κάνει· λες;). Αλλού, πάλι, ο μονόλογος είναι και διάλογος μαζί (Σούσσα η ξενοδόχα), δηλαδή πρωτοπρόσωπος διάλογος ενώ κάλλιστα θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει πολλά έργα ως συνεντεύξεις ή εξομολογήσεις προς τον αναγνώστη. Τα πρόσωπα, ως γήινοι εκπρόσωποι, ονοματίζονται από τη φύση, από άνθη, φυτά, φρούτα... αποκτούν τα στοιχεία της και συνδέονται περισσότερο με αυτή. Οι ιστορίες διαθέτουν συνδετικούς κρίκους και, φυσικά, η κυρία Νηρού είναι πανταχού παρούσα.
Επειδή είμαι ψυχαναγκαστική και υπεραναλυτική όταν διαβάζω τα βιβλία μου, προσέχω την δημιουργική «εμμονή» με το νι, το γράμμα που σηματοδοτεί το βιβλίο, αφού: Νατάσα, Νησί, Νηρού, Νηρίτη, Νηρέας, Νηρηίδες, Νάξος... και νερό, βεβαίως. Το υγρό στοιχείο που χρωματίστηκε πορφυρά στο βιβλίο, από όλη τη γκάμα του κόκκινου παρά του μπλε. Νερό στις λέξεις μα φωτιά στο χρώμα.
Τι χρειάζεται η Ιστορία; Αυτά τα άγρια ρεύματα που μας φέρνουν και μας παίρνουν, αυτή η άμπωτη κι η πλημμυρίδα από μικρές μικρές τρομακτικές ιστορίες, τα ψήγματα κοφτερού ανελέητου προσωπικού πόνου, τα αγκίστρια μέσα στα σπλάχνα των πλασμάτων, σε τι χρησιμεύουν;
Θα θυμάμαι πάντα, και προτείνω να εισαχθεί ως όρος, την Εικαστική λογοτεχνία, το ομώνυμο έργο του βιβλίου (μην αναρωτιέστε πώς και από πού κι ως πού προέκυψε ομώνυμο· διαβάστε το βιβλίο). Θαρρώ η Νατάσα Κεσμέτη γράφει εικαστική λογοτεχνία και ενδεχομένως αυτό το διήγημα είναι το καλύτερο όλων. Επίσης, νομίζω κι άλλα πολλά πράγματα εξίσου εντυπωσιακά και όμορφα, και ίσως για κάποιους δημιουργούς αξίζει να γεμίσει κανείς εκατοντάδες αράδες, όμως το μέσο στο οποίο γράφω δεν προσφέρεται για μεγάλα κείμενα και υπεραναλύσεις... Θα μείνω φειδωλή.
Αναζητήστε τη συγγραφέα όπου και όπως μπορείτε. Βρείτε τα βιβλία της, τα έργα της. Όλα χωρίς εξαιρέσεις. Ταξιδέψτε με τους τόσο οικείους ήρωές της και τα μέρη του τόπου μας. Θαυμάστε τα αρώματα και τα χρώματα που διαθέτει η μελάνινη παλέτα της συνθέτοντας αυτό που, κατά τη γνώμη μου, είναι η λογοτεχνία.
Κάποιου το οξυγόνο ρουφάμε με την αναπνοή μας...
Ο συγγραφέας δεν μπορεί να υποδύεται τον Θεό χωρίς κόστος.
Το Νησί από ελαφρόπετρα τής Νατάσας Κεσμέτη κυκλοφόρησε το 2008 από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Ευχαριστώ τη Νατάσα Κεσμέτη για την αποστολή του βιβλίου και την υπέροχη αφιέρωσή της.
Οι πλαγιογραμμένες φράσεις είναι αποσπάσματα.
Περισσότερα:
Η Βίργκω της ερημιάς και τα κρυφά Κελαϊδόνια
Η Βίργκω της ερημιάς και τα κρυφά Κελαϊδόνια