Φ.Α.: Η ανάγκη να μοιραστώ με τον αναγνώστη ένα απέραντο ταξίδι σε πολλά και αντιφατικά συναισθήματα και σε ανθρώπινες σχέσεις. Η νοσταλγία, επίσης, από εικόνες της νιότης μου σε μια ελληνική πραγματικότητα της επαρχίας του '70, που τείνει να εξαφανιστεί.
Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Φ.Α.: Γλυκόπικρο.
Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
Φ.Α.: Δε θα δώσω συμβουλή αλλά μια ευχή. Μακάρι να ταυτιστεί με κάποιον από τους ήρωές του.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, πού θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Φ.Α.: Μα είναι ένα κανονικό ταξίδι! Στην νιότη μας, στον έρωτα, στις ζήλιες και στις αδικίες που πιθανόν έχουμε υποστεί. Σε γεγονότα και καταστάσεις που ίσως έχουμε ζήσει. Θα πηγαίναμε στο Ναύπλιο κυρίως και στα περίχωρά του, θα φτάναμε ως την Κυανή Ακτή κι έπειτα πάλι πίσω. Για μια στιγμή, για ένα χρόνο, ίσως και για μια ζωή.
Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μία φράση/παράγραφο από το βιβλίο
Φ.Α.: «…Κανελόριζα και Άνθος της Κανέλας… Τέλος!» της ανακοίνωσε κι έστρεψε το βλέμμα του ν' απολαύσει στο σεληνόφως το πρόσωπό της, διακόπτοντας απότομα το τραγούδι. «Δεν ξέρω παρακάτω» αιτιολόγησε. «Ως εδώ είχα ακούσει. Ήταν πρωί, χαράματα. Όλα ακόμη σιωπηλά, ήρεμα. Η θάλασσα ακύμαντη, καθρέφτης. Μόνο η φωνή του ψαρά τάραζε τη γαλήνη. Κατέβηκα απ` το αυτοκίνητο του νονού μου και ζύγωνα μαζί του τον ψαρά. Τότε μια υπέροχη φωνή έσπασε τη σιωπή και συνεπήρε τα αυτιά μου. Μια όμορφη γυναίκα πάνω στη βάρκα τραγουδούσε και ταυτόχρονα ξεδιάλεγε τα ψάρια. Στο πλευρό της, κι ένα κορίτσι, όμορφο σαν εκείνη, και παρορμητικό! Εξέφραζε μάλιστα έντονη διαμαρτυρία· δεν του άρεσε το τραγούδι. Αυτό, το υπέροχο τραγούδι, που μόλις σου τραγούδησα. Ήρθε ξανά στη μνήμη μου, μόλις σε ξαναείδα· με όλο το σκηνικό. Κι έσπασα το κεφάλι μου να ξαναβρώ τους στίχους. Ω, μόλις σε ξαναείδα! Μεγάλωσες. Έγινες πιότερο όμορφη. Κανέλα, Κανελόριζα, και Άνθος της Κανέλας, πες μου το παρακάτω!»
Μια ιστορία είμαι,
Ιδεατής κυρίως, μα ίσως κι αληθινής,
Άδολης αγάπης.
Συγκλονιστικής σε πολλά σημεία της,
Τρυφερής,
Ικανής και να σας θυμώσει.
Γεμάτη από εικόνες,
Μεστή σε πολλά γιατί,
Ήσυχη και παράλληλα τρικυμιώδης.
Αρώματα σκορπίζω,
Ρίγη μεγάλης συγκίνησης,
Κανέλας έντονα χρώματα,
Ελπίδας ανάσες χαρίζω
Ιχνηλατώ στο μυαλό, βαθιά.[1]
Το μυθιστόρημα της Φωτεινής Αζαμοπούλου, Μια στιγμή αρκεί, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Έξη. Βρείτε το βιβλίο εδώ. Διαβάστε κι ένα απόσπασμα!
Στο οπισθόφυλλο γράφει μεταξύ άλλων:
Ο έρωτας ξεκινά σε μια στιγμή, με την πρώτη ματιά. Όταν τα βλέμματα ανταμώσουν και μέσα τους ξεπηδήσει μια φλόγα που σιγοκαίει και δεν σε αφήνει λεπτό να ησυχάσεις. Και αν είσαι τυχερός και ο έρωτας γίνει αγάπη, τότε αυτή η φλόγα μεταμορφώνεται σε πυρκαγιά ικανή να κάψει οποιονδήποτε αντισταθεί στο διάβα της… Ακόμα και σένα τον ίδιο…
Κάπως έτσι ξεκίνησε και ο έρωτας του Αχιλλέα με την Κανέλα, σαν ανταμώθηκαν για πρώτη φορά. Μα έπρεπε να μείνει κρυφός, γιατί αυτή η γυναίκα δεν του άρμοζε. Ήταν φτωχή, ενώ αυτός μεγαλωμένος μέσα στα πλούτη μιας οικογένειας που ήθελε πάντα να βαδίζει σύμφωνα με τα πρέπει μιας κοινωνίας σκληρής και απρόσωπης.
Ποιες αποκαλύψεις στις ζωές τους θα προσπαθήσουν να τους κλέψουν το μερίδιο στην ευτυχία; Ποια τραγικά συμβάντα θα υψωθούν στο δρόμο τους για να τους συντρίψουν; Πόσα χρόνια θα περάσουν –μια ολόκληρη ζωή αλήθεια– για να δουν αυτό που πεισματικά αρνούνταν;
📖
[1] Η Φωτεινή Αζαμοπούλου συμπληρώνει την ακροστιχίδα του τίτλου του βιβλίου της. Η ακροστιχίδα είναι ένα παλαιό ποιητικό παιχνίδι στο οποίο τα αρχικά γράμματα των στίχων αν διαβαστούν από πάνω προς τα κάτω δίνουν μια λέξη ή φράση. Στην δική μου εκδοχή τα αρχικά γράμματα δίνουν τον τίτλο του έργου εκείνου που γράφει το παζλ και, εφόσον είναι ελεύθερος να συμπληρώσει τα αρχιγράμματα με όποιον τρόπο θέλει (μονολεκτικά, ποιητικά, περιγραφικά, κ.ο.κ. ακόμα και μονοσύλλαβα) ονόμασα την στήλη Ακρότιτλο. Περισσότερα σαν κι αυτό εδώ.