Στις 1 Μαρτίου η φιλαναγνωσία της Ορέστου συναντήθηκε για να συζητήσει το βιβλίο «Το μυθιστόρημα των τεσσάρων», στο οποίο συμμετείχαν τέσσερις γνωστοί συγγραφείς οι Καραγάτσης, Βενέζης, Τερζάκης και Μυριβήλης. Η ιστορία ξεδιπλώνεται μέσα από την οπτική γωνία των τεσσάρων κορυφαίων εκπροσώπων του είδους και ο καθένας τους πιάνει το νήμα από εκεί που το άφησε ο τελευταίος χωρίς να έχει προηγηθεί συνεννόηση για την πλοκή. Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 1958 και φιλοξενήθηκε στις στήλες της εφημερίδας «Ακρόπολις» και πραγματικά ήταν ένα πρωτοποριακό πείραμα για τα λογοτεχνικά δεδομένα της εποχής. Η ιστορία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί κουβαλά δράση, έρωτα, μυστηριώδεις αναδρομές στο παρελθόν που ρίχνουν άπλετο φως στην εξιχνίαση της υπόθεσης που θυμίζει αστυνομικό μυθιστόρημα.
Χρονικά βρισκόμαστε στα 1920 στην Αίγινα και η δράση ξεκινάει σε έναν ανεμόμυλο στον οποίο και ολοκληρώνεται στα 1953. Πληροφορούμαστε για τη ζωή των ανθρώπων της αθηναϊκής κοινωνίας της εποχής και την εισαγωγή των ξενόφερτων ηθών.
Ο Ανδρέας Μανιάτης είναι ένας πετυχημένος επιχειρηματίας που διατηρεί μύλο και σαπουνάδικο. Φέρεται πολύ ευγενικά στην γυναίκα που ερωτεύεται και τελικά παντρεύεται. Μια μέρα επιστρέφει από ένα ταξίδι νωρίτερα από το αναμενόμενο και η εικόνα που αντικρίζει είναι σοκαριστική. Συλλαμβάνει τη νεαρά σύζυγό του να ερωτοτροπεί με τον ανιψιό του που τόσο βοήθησε οικονομικά και συναισθηματικά. Η ένταση που κουβαλά εκτονώνεται με μια σκληρή απόφαση: ρίχνει τον ανιψιό του στο καζάνι με το σαπούνι και δένει τη γυναίκα του γυμνή στη φτερωτή του ανεμόμυλου, ενώ ο ίδιος αποχωρεί από το νησί.
Η γυναίκα γίνεται αντικείμενο σεξουαλικής εκμετάλλευσης αντρών της περιοχής και μένει έγκυος από κάποιον χωρικό, αφού πλέον η λογική της την έχει εγκαταλείψει και κυκλοφορεί σαν ελεύθερο θηρίο. Φέρει στο κόσμο ένα πανέμορφο κοριτσάκι. Όταν η η ίδια πεθαίνει το κοριτσάκι υιοθετείται από μια πλούσια κυρία που αναλαμβάνει να την μεγαλώσει και να την σπουδάσει μουσική και χορό στο εξωτερικό. Όταν επιστρέφει στην Αθήνα, η κοπέλα γίνεται διάσημη και ξεκινά καριέρα ως αρτίστα του λυρικού θεάτρου γνωστή με το ψευδώνυμο Νενέλα. Παράλληλα φροντίζει τους φυλακισμένους πατριώτες και συγκεντρώνει χρήματα για τους άντρες του Ζέρβα ως μέλος μιας παράνομης οργάνωσης.
Ο λοχαγός Αμεντέο Μαντσίνι εργάζεται στην ιταλική διοίκηση και είναι γιος Ελληνίδας και Ιταλού σταφιδέμπορα από την Πάτρα. Ερωτεύεται τη Νενέλα και της δείχνει τον θαυμασμό του στέλνοντας λουλούδια στο τέλος κάθε παράστασης.
Επισκέπτεται την Νενέλα στο σπίτι της, όπου έρχεται αντιμέτωπος με μια στάση απόρριψης παρά αποδοχής. Σταδιακά όμως η κατάσταση εξομαλύνεται και κερδίζει την εμπιστοσύνη της μέσα από την επιμονή του και την αποκάλυψη πληροφοριών χρήσιμων για την οργάνωση που ανήκε εκείνη. Η Νενέλα λαμβάνει σημειώματα μυστικά μέσα σε τριαντάφυλλα που αποκαλύπτουν Έλληνες που καταδιώκονται και είναι οι επόμενοι στόχοι για σύλληψη, ώστε αυτή καταφέρνει να τους προφυλάσσει. Η Νενέλα ενημερώνεται για τη σύλληψη του Μυλωνάκου, ήρωα του αλβανικού μετώπου και αρχηγού της οργάνωσης. Ωστόσο, κατά ένα παράδοξο τρόπο, ο ίλαρχος συλλαμβάνεται.
Ο Μαντσίνι προβληματίζεται έπειτα από αυτό το γεγονός, αν θα πρέπει να υπηρετήσει το χρέος του στην Ιταλία και να σταλεί στη Λιβύη ή αν θα συνεχίσει πιστός στην αγάπη του για την Ελλάδα να βοηθάει υπόγεια. Σε αυτό το σημείο και έχοντας αναπάντητα ερωτήματα περνάμε στο δεύτερο κεφάλαιο που είναι γραμμένο από τον Καραγάτση με πιο νατουραλιστική ματιά και συστατικά αστυνομικής πλοκής που θυμίζουν δημοσιογραφικό ρεπορτάζ. Η Νενέλα που διατηρούσε επαφές με τον αξιωματικό κρίνεται ένοχη προδοσίας στην υπόθεση του Μυλωνάκου. Αυτή η ενοχοποίηση οδηγεί την ίδια σε μια προσπάθεια εξιχνίασης του παρελθόντος. Στα πλαίσια αυτής της ανάγκης να διαλευκάνει την αλήθεια βρίσκεται στο νησί από το οποίο κατάγεται την Αίγινα. Ωστόσο δύο αστυνομικοί συντάκτες αναλαμβάνουν να αναζητήσουν τα ίχνη της αλήθειας ως καταλληλότεροι.
Ουσιαστικά οι συγγραφείς αναδεικνύουν τις προσωπικές τους τοποθετήσεις την περίοδο της Κατοχής σε εθνικά και κοινωνικά ζητήματα. Ο Καραγάτσης αναφέρεται στους προδότες ως «βιολογικό κατακάθι κάθε φυλής», που η προσκόλλησή τους στην ύλη και στο ατομικό συμφέρον ξεπερνά την αγάπη τους για την πατρίδα και τη συλλογικότητα. Ο Βενέζης λέει ότι οι άνθρωποι υποκινούνται από τις ενδότερες στοιχειώδεις βιολογικές ανάγκες για το ψωμί και την κάλυψη βασικών αναγκών. Ο Τερζάκης αναφέρεται στην φιλοδοξία των νεαρών κοριτσιών να μοιάσουν τις κυρίες του κινηματογράφου και να υιοθετήσουν ανάλογο τρόπο κοσμικής ζωής. Πολλές φορές η επιδειξιμανία και η ροπή στον αρχοντικό τρόπο ζωής θολώνει το μυαλό τους και αυτός γίνεται αυτοσκοπός που αγιάζει τα μέσα και γίνονται αδίστακτες. Ο Μυριβήλης σχολιάζει τον πόλεμο ως μια φριχτή δύναμη που ξεπερνά τον άνθρωπο και τον υποκινεί σε ολέθριες και αδελφοκτόνες πράξεις γιατί διέπεται από τη δική του νομοτέλεια. μέσα σε μια λογική παραφροσύνης.
Οι συγγραφείς ρίχνουν άπλετο φως στην σκοτεινή αυτή περίοδο του ελληνισμού. Η συντήρηση των υπόγειων μηχανισμών αντίστασης με την αρωγή των θεατρίνων και η μετάδοση ιδεών χωρίς να το αντιλαμβάνονται οι Γερμανοί και οι Ιταλοί. Η κατάχρηση της ανδρικής καλοσύνης και η τιμωρία της γυναικείας απληστίας ως απόρροια της ανηθικότητας. Το εγχείρημα ήταν μια πρωτοβουλία του Γιάννη Μαρή που στέφθηκε με επιτυχία. Έχει αποσπασματικό χαρακτήρα και πολυπλοκότητα που εξηγείται από το ότι ο κάθε συγγραφέας πρέπει να πάει το όχημα των συλλογισμών στην επόμενη στάση χωρίς προσχέδιο να πειραματιστεί σα να συμμετέχει σε ένα παιχνίδι. Αυτή η ιδιαιτερότητα επισφραγίζει τον χαρακτήρα του έργου και υπό αυτό το πρίσμα προσφέρεται το μυθιστόρημα να το προσεγγίσει ο αναγνώστης.
Τα μέλη της φιλαναγνωσίας συνεχίζοντας το κέφι με το οποίο γράφτηκε το βιβλίο πειραματίστηκαν στη συγγραφή μιας ιστορίας που έκριναν ότι θα αποτυπώσει καλύτερα τα νοήματα που εισέπραξαν κατά την προσωπική τους ανάγνωση. Όλες οι προσπάθειες ήταν αξιόλογες και πιο κοντά στο στόχο ήταν το κείμενο του κου Γιώργου Μαλίτσα, ο οποίος κατάφερε μέσα από την εικονοποία να αναπαραστήσει τα θέματα του έργου και να μας συγκινήσει με τη γραφή του. Συνόψισε το νόημα του έργου με αλληγορικό τρόπο, παρομοιάζοντας το κεντρικό ζευγάρι του μυθιστορήματος με μαργαριτάρια στο ίδιο όστρακο που αναδύονται στην επιφάνεια της θάλασσας μετά από κακουχίες χωρίς να έχουν διαβρωθεί ή να έχουν χάσει κάτι από την λάμψη τους.
Οι σκέψεις όλων των μελών της φιλαναγνωσίας της βιβλιοθήκης της Ορέστου είναι τα δικά μου μαργαριτάρια, ο πνευματικός θησαυρός της βιβλιοπαρέας μας που στηρίζω και ενθαρρύνω ως συντονίστρια της λέσχης.
Οι σκέψεις όλων των μελών της φιλαναγνωσίας της βιβλιοθήκης της Ορέστου είναι τα δικά μου μαργαριτάρια, ο πνευματικός θησαυρός της βιβλιοπαρέας μας που στηρίζω και ενθαρρύνω ως συντονίστρια της λέσχης.
Το μυθιστόρημα των Στρατή Μυριβήλη, Μ. Καραγάτση, Άγγελου Τερζάκη και Ηλία Βενέζη, «Το μυθιστόρημα των τεσσάρων», κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εστία.