Και για την μεγάλη καλλιτεχνική του καριέρα μας μιλά η μητέρα του Ρεγγίνα Βικτώρια Τουρίνι, σύζυγος του Ιάκωβου Χαλικιόπουλου Μάντζαρου. Είναι ο δεύτερος μονόλογος που παρακολουθώ με θέμα «Ο Γιος μου…», μια ιδέα των Δημήτρη Καρατζιά και Μάνου Αντωνιάδη, όπου επτά μητέρες επτά διάσημων προσωπικοτήτων, μας μιλάνε για τα παιδιά τους.
Ο εν λόγω μονόλογος γράφτηκε και ερμηνεύεται από την Χρύσα Σπηλιώτη, απόφοιτης της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου αλλά και διάσημης θεατρικής συγγραφέως με πολλές παραστάσεις στο βιογραφικό της. Τα έργα της «Ποιος ανακάλυψε την Αμερική» και «Φωτιά και νερό» έχουν παρουσιαστεί στην Αμερική, στην Κροατία, στο Άμστερνταμ και στο Βερολίνο. Το «Ποιος ανακάλυψε την Αμερική» έχει μεταφραστεί σε επτά γλώσσες και έχει μεταφερθεί 34 φορές σε διαφορετικές θεατρικές σκηνές.
Η Χρύσα Σπηλιώτη δέχεται την καινούρια πρόκληση και γράφει για την μητέρα του μεγάλου Κερκυραίου συνθέτη. Και την ονομάζω πρόκληση, γιατί όπως γράφει και η ίδια στο πρόγραμμα του θεάτρου, που διατίθεται στο θέατρο -και που περιέχει μέσα όλο το κείμενο του έργου- δεν κατάγεται από την Κέρκυρα και έως την στιγμή που έγραψε τον μονόλογό της, δεν είχε καμία ιδιαίτερη πληροφορία για τα πρόσωπα του έργου, πέρα από τις γενικές γνώσεις που έχουμε λίγο πολύ όλοι οι Έλληνες. Με ελάχιστα στοιχεία ειδικά για την Ρεγγίνα, της δόθηκε η ευκαιρία της μυθοπλασίας. Και τα καταφέρνει πάρα πολύ καλά!
Η Χρύσα Σπηλιώτη δέχεται την καινούρια πρόκληση και γράφει για την μητέρα του μεγάλου Κερκυραίου συνθέτη. Και την ονομάζω πρόκληση, γιατί όπως γράφει και η ίδια στο πρόγραμμα του θεάτρου, που διατίθεται στο θέατρο -και που περιέχει μέσα όλο το κείμενο του έργου- δεν κατάγεται από την Κέρκυρα και έως την στιγμή που έγραψε τον μονόλογό της, δεν είχε καμία ιδιαίτερη πληροφορία για τα πρόσωπα του έργου, πέρα από τις γενικές γνώσεις που έχουμε λίγο πολύ όλοι οι Έλληνες. Με ελάχιστα στοιχεία ειδικά για την Ρεγγίνα, της δόθηκε η ευκαιρία της μυθοπλασίας. Και τα καταφέρνει πάρα πολύ καλά!
Θα πω πάλι το ίδιο, που είχα πει και για το έργο του Περικλή Μοσχολιδάκη για την Αγγέλικα Νίκλη Σολωμού, συγχαρητήρια για την απόδοση της επτανησιακής διαλέκτου! Σε μια εποχή που χάνουμε τις ντοπιολαλιές μας, σε μια εποχή που χάνουμε τα έθιμά μας και τις μικρές, όμορφες πινελιές της κάθε περιοχής της Ελλάδας, η Χρύσα Σπηλιώτη, χωρίς να είναι η ίδια Επτανήσια, καταφέρνει να μας γυρίσει πίσω στους Κορφούς της Αγγλοκρατίας, του Μαίτηλα (του Άγγλου διοικητή Μαίτλαντ -η μητέρα μου θυμάται στα παιδικά της χρόνια στην Ζάκυνθο να χρησιμοποιείται το όνομα του Μαίτηλα ως φόβητρο ακόμα, εκατόν είκοσι τουλάχιστον χρόνια μετά την διοίκησή του!), των κόντηδων και του ξακουστού Λίμπρο Ντ᾽ Όρο (το χρυσό βιβλίο που περιείχε τα ονόματα των αριστοκρατών), του καψίματος του Λίμπρο Ντ᾽ Όρο από τους Ιακωβίνους, τον ερχομό του Ναπολέοντα και των Ρώσων, τα ξακουστά καρναβάλια με τις μορέτες (τις μάσκες που δεν φαινόταν το πρόσωπο και που για αυτόν το λόγο οι αριστοκράτισσες κρύβοντας την ταυτότητά τους, μπορούσαν να επιδοθούν σε "όργια"!).
Η Ρεγγίνα κατάγεται από την Δαλματία αλλά έρχεται στους Κορφούς μικρή μαζί με την οικογένειά της, μαθαίνει λατινικά, γαλλικά, ποίηση, μουσική, ζωγραφική, χορό και φιλοσοφία, όλα όσα μάθαιναν οι κοπελούλες της αριστοκρατίας στα Επτάνησα. Την παντρεύουν στα δεκατέσσερα με τον δεκαεξάχρονο Ιάκωβο Χαλικιόπουλο Μάντζαρο, και ενώνονται οι δυο αριστοκρατικές, πλούσιες οικογένειες. Εκείνη την εποχή η οικογένεια Χαλικιόπουλου Μάντζαρου ήταν από τις πιο πλούσιες και φημισμένες στην Κέρκυρα. Ιδιοκτησία τους ήταν η Μονή των Βλαχερνών στο Κανόνι, δίπλα στο Ποντικονήσι. Με γλαφυρό τρόπο η Χρύσα Σπηλιώτη μας περιγράφει την πρώτη νύχτα του γάμου της καθώς και όλα τα ήθη της εποχής, μιας εποχής που οι άντρες ζούσαν σε άλλον αιώνα και οι γυναίκες σε κάποιον περασμένο! Οι άντρες είχαν δικαίωμα να διατηρούν ερωμένες στα φανερά και να τεκνοποιούν μαζί τους ενώ οι γυναίκες δεν μπορούσαν καν να αναστήσουν με τον τρόπο που ήθελαν τα ίδια τους τα παιδιά, αφού τα μεγάλωναν παραμάνες. Παρόλα αυτά, η Ρεγγίνα θα καταφέρει να μορφώσει μόνη της τον μοναχογιό της, Νικόλαο, και θα είναι αυτή η πρώτη που θα του διδάξει μουσική. Λίγο αργότερα και βλέποντας το μεγάλο ταλέντο του παιδιού, οι γονείς του θα προσλάβουν τους καλύτερους καθηγητές μουσικής για να τον διδάξουν. Ο Νικόλαος Μάντζαρος θα κάνει το όνειρό του πραγματικότητα: θα γίνει ο ξακουστός συνθέτης της Κέρκυρας αλλά και όλης της Ελλάδας. Θα αρνηθεί την θέση του Διευθυντή του Ωδείου της Νάπολης, προκειμένου να μείνει στο νησί του και να ιδρύσει την Φιλαρμονική Εταιρεία της Κέρκυρας, της οποίας έγινε ο ισόβιος διευθυντής. Θα κάνει δωρεάν μαθήματα μουσικής στους φτωχούς Κερκυραίους και μέσα από την διδασκαλία του θα δημιουργηθεί η πρώτη γενιά Επτανήσιων συνθετών (Παύλος Καρρέρ, Φραγκίσκος Δομενιγίνης κ.ά.). Θα γράψει την πρώτη ελληνική όπερα με τίτλο Don Crepuscolo, θα μελοποιήσει πολλά ποιήματα του Διονυσίου Σολωμού, τον Θούριο του Ρήγα Φεραίου, ποιήματα του Γεωργίου Κανδιάνου Ρώμα, θα μελοποιήσει ιταλικά ποιήματα... Θα συνθέσει τα πρώτα ελληνικά έργα για κουαρτέτο εγχόρδων, το πρώτο ελληνικό έργο σε μορφή φούγκας και φυσικά θα συνθέσει τον «Ύμνο εις την Ελευθερία». Του απονεμήθηκε ο Αργυρός Σταυρός του Σωτήρος από τα χέρια του βασιλέα Όθωνα και ο Χρυσός Σταυρός του Σωτήρος, όταν ενώθηκαν τα Επτάνησα με την υπόλοιπη Ελλάδα.
Η Ρεγγίνα κατάγεται από την Δαλματία αλλά έρχεται στους Κορφούς μικρή μαζί με την οικογένειά της, μαθαίνει λατινικά, γαλλικά, ποίηση, μουσική, ζωγραφική, χορό και φιλοσοφία, όλα όσα μάθαιναν οι κοπελούλες της αριστοκρατίας στα Επτάνησα. Την παντρεύουν στα δεκατέσσερα με τον δεκαεξάχρονο Ιάκωβο Χαλικιόπουλο Μάντζαρο, και ενώνονται οι δυο αριστοκρατικές, πλούσιες οικογένειες. Εκείνη την εποχή η οικογένεια Χαλικιόπουλου Μάντζαρου ήταν από τις πιο πλούσιες και φημισμένες στην Κέρκυρα. Ιδιοκτησία τους ήταν η Μονή των Βλαχερνών στο Κανόνι, δίπλα στο Ποντικονήσι. Με γλαφυρό τρόπο η Χρύσα Σπηλιώτη μας περιγράφει την πρώτη νύχτα του γάμου της καθώς και όλα τα ήθη της εποχής, μιας εποχής που οι άντρες ζούσαν σε άλλον αιώνα και οι γυναίκες σε κάποιον περασμένο! Οι άντρες είχαν δικαίωμα να διατηρούν ερωμένες στα φανερά και να τεκνοποιούν μαζί τους ενώ οι γυναίκες δεν μπορούσαν καν να αναστήσουν με τον τρόπο που ήθελαν τα ίδια τους τα παιδιά, αφού τα μεγάλωναν παραμάνες. Παρόλα αυτά, η Ρεγγίνα θα καταφέρει να μορφώσει μόνη της τον μοναχογιό της, Νικόλαο, και θα είναι αυτή η πρώτη που θα του διδάξει μουσική. Λίγο αργότερα και βλέποντας το μεγάλο ταλέντο του παιδιού, οι γονείς του θα προσλάβουν τους καλύτερους καθηγητές μουσικής για να τον διδάξουν. Ο Νικόλαος Μάντζαρος θα κάνει το όνειρό του πραγματικότητα: θα γίνει ο ξακουστός συνθέτης της Κέρκυρας αλλά και όλης της Ελλάδας. Θα αρνηθεί την θέση του Διευθυντή του Ωδείου της Νάπολης, προκειμένου να μείνει στο νησί του και να ιδρύσει την Φιλαρμονική Εταιρεία της Κέρκυρας, της οποίας έγινε ο ισόβιος διευθυντής. Θα κάνει δωρεάν μαθήματα μουσικής στους φτωχούς Κερκυραίους και μέσα από την διδασκαλία του θα δημιουργηθεί η πρώτη γενιά Επτανήσιων συνθετών (Παύλος Καρρέρ, Φραγκίσκος Δομενιγίνης κ.ά.). Θα γράψει την πρώτη ελληνική όπερα με τίτλο Don Crepuscolo, θα μελοποιήσει πολλά ποιήματα του Διονυσίου Σολωμού, τον Θούριο του Ρήγα Φεραίου, ποιήματα του Γεωργίου Κανδιάνου Ρώμα, θα μελοποιήσει ιταλικά ποιήματα... Θα συνθέσει τα πρώτα ελληνικά έργα για κουαρτέτο εγχόρδων, το πρώτο ελληνικό έργο σε μορφή φούγκας και φυσικά θα συνθέσει τον «Ύμνο εις την Ελευθερία». Του απονεμήθηκε ο Αργυρός Σταυρός του Σωτήρος από τα χέρια του βασιλέα Όθωνα και ο Χρυσός Σταυρός του Σωτήρος, όταν ενώθηκαν τα Επτάνησα με την υπόλοιπη Ελλάδα.
Η Χρύσα Σπηλιώτη είναι εξαιρετική ως Ρεγγίνα Μάντζαρου, συγκινητική και αστεία ταυτόχρονα, σαρκάζει την εποχή της, σαρκάζει την σεξουαλική ζωή της, σαρκάζει τα ήθη της εποχής. Συγκινείται με τις επιτυχίες του γιου της, συγκινείται με τον έρωτα του γείτονα αλλά και με την ελληνική επανάσταση που έχει ξεσπάσει.
Την σκηνοθεσία υπογράφει ο Αυγουστίνος Ρεμούνδος, ο οποίος εκμεταλλεύεται τέλεια το υλικό αλλά και την αεικίνητη πρωταγωνίστρια του, η οποία βγαίνει μέσα από την κορνίζα του πορτρέτου της, τρέχει σε όλη την σκηνή, σκύβει, χορεύει, μιμείται τις φωνές του γιου και του άντρα της.
Φυσικά καθόλη τη διάρκεια του έργου ακούγονται οι μελωδίες του Νικόλαου Μάντζαρου σε επεξεργασία και επιμέλεια του Νικόλα Καρίμαλη.
Για τα σκηνικά και τα κουστούμια υπεύθυνη είναι η Τόνια Αβδελοπούλου, η οποία εκμεταλλεύεται μικρά αντικείμενα για να δώσει το χρώμα της εποχής και της τοποθεσίας: μια σβούρα, μικρά στρατιωτάκια, κουκλίτσες, ένα ημίψηλο, μια βεντάλια κ.ο.κ.
Συντελεστές:
Κείμενο: Χρύσα Σπηλιώτη
Σκηνοθεσία: Αυγουστίνος Ρεμούνδος
Μουσική: Νικόλαος Μάντζαρος
Μουσική επιμέλεια/ Επεξεργασία: Νικόλας Καρίμαλης (Razastarr)
Σκηνικά/ Κοστούμια: Τόνια Αβδελοπούλου
Χορογραφία: Μάτα Μάρρα
Σχεδιασμός Φωτισμού: Βαγγέλης Μούντριχας
Βοηθός σκηνοθέτη: Νίνα Ντούνη
Φωτογραφίες: Χριστίνα Φυλακτοπούλου
Video: Νικήτας Χάσκας
Αφίσα: Δημήτρης Ζουγκός
Παραγωγή: Πολυχώρος Vault
Ερμηνεία: Χρύσα Σπηλιώτη
Για το project «Ο Γιός μου...» όπως και για τις άλλες παραστάσεις στον Πολυχώρο Vault Theatre Plus δείτε εδώ