Μονάχα που περνώντας του ουρανού τα πουλιά, με τις φτερούγες τους χτύπησαν και γέμισαν βουή τη μικρή της καρδιάς σου την Άνοιξη”
“και ύστερα, βρέθηκα να περπατάω στο περιβόλι του χρόνου, κρατώντας ένα καλάθι γεμάτο παθιασμένα φαντάσματα που διψούσαν να κλέψουν την σοδειά του γέλιου μου.”
“μα δες τους! Κάθε πρωί, στα καλογυαλισμένα ρούχα τους σφιγμένοι, φορούν χαμόγελα κενής ζωής”
“με χέρια απλωμένα να πιάσουν την άκρη του γέλιου”
“Γιατί η ζωή σου κρεμιέται στον ολόλευκο τοίχο.”
“μετρούσα αγγέλους και δαίμονες, να ικετεύουν για ψεύτικα “αχ”
“Και ύστερα, βρέθηκα να περπατάω στο περιβόλι του χρόνου, κρατώντας ένα καλάθι γεμάτο παθιασμένα φαντάσματα που διψούσαν να κλέψουν τη σοδειά του γέλιου μου.”
“Το απόλυτο, μάτια μου, σαν το γευτείς αλλάζει η ψυχή σου. Ένα με το χάος θα γίνεις, στη σκέψη του πεντέρημου αύριο”
Η ποιητική συλλογή της Βίκυς Τελίδου Μητρούλια, Τη νύχτα που μίλησε η σιωπή, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν
Περίληψη:
Άκλαυτη!
Με τα μαλλιά πλεξούδες κατηφόριζε η ζωή μου στου κάμπου το παράκνημα.
Να συναντήσει των αγρών τις ερωμένες, που με το πρώτο φύσημα του ανέμου λυγίζουν τα κορμιά τους στου πάθους το χορό, ντυμένες στα κόκκινα φουστάνια τους.
Ασεβείς κουβέντες στο ελαφρύ το θρόισμα της σκέψης, μουρμουράνε σιγανά μπρος στων ματιών τις οπτασίες που πλέκουν τα κορμιά τους στης αμαρτίας τα κρεβάτια.
Μονολογούσα ακουμπισμένη στου πλάτανου τη φυλλωσιά, τον ύμνο του παράλογου που από πριν είχα διαβάσει στου ύπνου μέσα το αγκάλιασμα.
Και, καθώς χόρευαν οι ερωμένες του αγρού των εραστών τον ύμνο του θανάτου, συνάντησα να τρέχει σαν αερικό η οπτασία σου.
Να χάνεται μισώντας τάχα τη ζωή μου.
Μέλι κερνούσαν οι μαινάδες, παλεύοντας να κλέψουν τη λογική που δεν απέκτησα ποτέ δοσμένη καθώς ήμουν στον Βακχικό χορό του έρωτα.
Και άκουσα του χρόνου τη φωνή να λέει στου πλάτανου τη φυλλωσιά:
«Στο πέρασμα της λογικής, όσοι χαθήκαν αγρίμια έγιναν. Ψάχνουν τους πόνους να μερέψουν για να ζουν.»
Οι πλαγιογραμμένες φράσεις είναι αποσπάσματα της συλλογής