«Αυτό που ήξερα και ήμουν βέβαιη ήταν η βαθύτερη ανάγκη μιας φυγής. Πάντα ήθελα να φεύγω. Να πετάει η ψυχή μου σαν τα πουλιά. Να νιώθω τη γλύκα μιας ατέλειωτης φυγής.»
Στο Δάσος των Παραμυθιών μοσχοβολούσε άνοιξη! Είχε έναν απέραντα κατακίτρινο ήλιο που έκανε τη ζωή να λαμποκοπάει κι ο ουρανός ήταν τόσο γαλανός που σου έκλεβε την ανάσα. Καθόμασταν παρέα με τον ζωηρούλη Πινόκιο στον καταχλοησμένο κήπο μου και μου εξιστορούσε τις τελευταίες του σκανταλιές με καμάρι! «Νομίζω πως συνέχεια μπλέκεις σε μπελάδες μικρέ!». Τον είδα να κάνει ένα νεύμα απορίας και να σηκώνει ελαφρά τους ώμους.
«Οι μπελάδες έρχονται από μόνοι τους, Ζαχαρίτσα! Έρχονται και με βρίσκουν.... ίσως να έρχονται επειδή μου αρέσουν!». Δε συμφωνούσα με αυτό αλλά τον άφησα να συνεχίσει. «Ίσως μου αρέσει να τραβάω την προσοχή… δεν είμαι σαν τα άλλα παιδιά εγώ… τι είμαι ακριβώς ούτε που ξέρω… ξέρω πως προσπαθώ να βγω από αυτό το ξύλινο σώμα… και θέλω να ξεφεύγω από σκέψεις που με βασανίζουν όλη την ώρα!» Αίφνης θυμήθηκα το τελευταίο βιβλίο που διάβασα της λατρεμένης Αλκυόνης… «….κι ύστερα άραζε στο μπαλκονάκι της ψάχνοντας να βρει ένα πέρασμα, ένα μονοπάτι φυγής ανάμεσα στ’ αστέρια. Φυγής ή καταφυγής; Αυτά τα δυο θόλωναν στη σκέψη της. Δεν μπορούσε να τα ξεχωρίσει.»
Γύρισα και κοίταξα με αγάπη αυτόν τον θλιμμένο μικρό με τις μεγάλες ανησυχίες. «Θα ήθελες να διαβάσουμε μερικά αποσπάσματα από ένα πολύ αγαπημένο μου βιβλίο;» Του έδωσα την κούπα με την κρύα σοκολάτα που μου ζήτησε κι αναζήτησα το βιβλίο στα παραγεμισμένα ράφια. Η ηρωίδα αυτής της ποιητικής ιστορίας είναι η Μάγδα. Ή αλλιώς: «Η κυρία με το καπελάκι». Οι σελίδες του έχουν άφθονες «φωτογραφίες ψυχών» όπως λέει η ίδια η συγγραφέας. Δεν είναι τίποτα άλλο από τις σελίδες του προσωπικού ημερολογίου της Μάγδας, σελίδες με ψυχογραφήματα των ανθρώπων που πέρασαν από τη ζωή της κι άφησαν ο καθένας με τον τρόπο του, το δικό του χνάρι. Η πιο καλή της φίλη η Αλέκα, οι θετοί γονείς, η μητέρα, τα αδέρφια, η κυρία Μυτόγκα, η Ουρανία, ο Γιωργής, ο Πάνος, η Νίνα, η Θένια, ο Στάθης κι ο Αλέξης του… «Περιμένω σ’ έναν σταθμό το τρένο που δεν θα περάσει ποτέ. Γιατί ποτέ, κανείς δεν θα με λυτρώσει από μένα. Διάβαζα κάπου και νομίζω πως μου πάει γάντι: η αρχή και το τέλος του ταξιδιού είναι εκεί ακριβώς που βρίσκεσαι εσύ».
Στάθηκε για λίγο το βλέμμα μου στα κλεφτά πάνω του κι είδα πως ήταν σκεπτικός. Μάλλον με παρακολουθούσε οπότε συνέχισα: «Έλεος πρέπει να έχουμε, κόρη μου, για τους ναυαγούς της ζωής {..} Εγώ τον συγχώρεσα! Τα παιδιά του όμως όχι {…} Τους εξήγησα μύριες φορές πως όταν φιλοξενείς την κακία μέσα σου, είναι σαν να κρατάς φυλακισμένο ένα φαρμακερό φίδι. Κάποτε θα σπάσει τα δεσμά και θα σου επιτεθεί.» Σκέφτηκα πως όσες φορές κι αν διαβάσω τα βιβλία της Αλκυόνης πάντα θα χάνομαι μέσα στις σελίδες τους όπως την πρώτη φορά και πως πάντα θα ανακαλύπτω καινούρια σημεία για να σταθώ παραπάνω… άραγε μεταφέρω και στον μικρό μου αναγνώστη αυτήν τη λατρεία; Μα ναι, είμαι σίγουρη καθώς μου γνέφει να συνεχίσω… «Ενώ μιλούσε κι έλαμπαν τα καταγάλανα μάτια του, ξαφνικά, σα να φούσκωναν οι θάλασσες μέσα τους. Σα να τις απειλούσε ένα υπόγειο άγριο κύμα, που δεν έφτανε στην ακτή για να ξεσπάσει. Για λίγο αυτό. Για δευτερόλεπτα. Κι ύστερα πάλι οι θάλασσες μέρευαν κι ο ήλιος ανάτελλε κι έλαμπε και σκορπούσε χρυσάφια στο βλέμμα του.» Η Αλκυόνη σε γεμίζει πάντα ποίηση, τα λόγια της σε ταξιδεύουν κι άλλες φορές είναι χάδια στο πρόσωπο σαν ελαφρό δροσερό αεράκι κι άλλοτε σου γρατζουνάνε την ψυχή τόσο όσο… τόσο όσο να γεννηθούν τα συναισθήματα που θα σε βγάλουν στην ακτή. Δεν ξέρω πόσο βαθιά φτάσανε στον μικρό ψευτάκο αλλά σίγουρα τον συνεπήραν. «Άργησα πολύ να καταλάβω πως όσο γυρνάς γύρω από την πληγή σου, όσο τη χαϊδολογάς, νομίζοντας ότι θ’ απαλύνεις τον πόνο, τόσο βαθαίνει η πληγή. Ώσπου, στο τέλος, χάνεσαι μέσα της. Γίνεσαι πληγή!» Τον είδα να σηκώνεται από τη θέση του και να έρχεται ακριβώς δίπλα μου. «Μου αρέσει πολύ όπως γράφει! Είναι παραμυθένια!» Χαμογέλασα με την παρομοίωση και τον ενθουσιασμό του. Η ζωή έχει στιγμές παραμυθένιες και τα βιβλία της Αλκυόνης είναι γεμάτα ζωή… Σκέφτηκα να κλείσω τα αποσπάσματα εκείνη τη στιγμή λοιπόν έτσι …παραμυθένια!
«Να! Κοίτα ένα μεγάλο γλαροπούλι.{…} Θέλεις να στείλεις ένα μήνυμα σε κάποιον που αγαπάς; {..}Ναι. Θέλω να’ ρθει σ’ εσένα τις ώρες που θα σε πνίγει η μοναξιά και να σου πει πως θα’ μαι πάντα δίπλα σου, όποτε με χρειαστείς. Και ότι θα σου έχω πάντα έτοιμο ένα παραμύθι για να σε κάνω να ονειρευτείς.»
Ο Κακός Λύκος πέρασε χαμογελώντας από απέναντι, έβγαλε το καπέλο του και υποκλίθηκε!
Υ.Γ.: Η Αλκυόνη Παπαδάκη είναι η αγαπημένη μου συγγραφέας. Ήταν λοιπόν μεγάλη χαρά και συγκίνηση να ετοιμάσω αυτήν τη βιβλιοπαρουσίαση κι ευχαριστώ το ΚΟΥΚ-Λ-ΙΔΑΚΙ μου για την υπέροχη φιλοξενία. Φυσικά τα όσα έγραψα είναι πολύ λίγα μπροστά στο μεγαλείο της γραφής, της ποίησης και της ψυχής των βιβλίων της. Την ευχαριστούμε τόσο πολύ γι αυτά που μας έχει προσφέρει! Καλοτάξιδο να είναι και πάντα επιτυχίες στις εκδόσεις Καλέντης.
Η επιλογή του ακούσματος είναι σήμερα του αδερφού μου και νομίζω πως έκανε μια γάντι-επιλογή! Να μου επιτρέψετε να του το αφιερώσω παραμυθοφίλοι μου!
Soul Asylum - Runaway Train
Το μυθιστόρημα της Αλκυόνης Παπαδάκη, Μια ατέλειωτη φυγή, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καλέντης. Περισσότερα θα βρείτε εδώ.
Στην περίληψη λέει μεταξύ άλλων:
Το ημερολόγιο μιας γυναίκας, η διαδρομή της, με τις ιστορίες προσώπων που έγιναν σταθμοί στη ζωή της. Ιστορίες ανθρώπινες και αληθινές.
Όχι να φεύγω γι' άλλους τόπους. Από την ίδια τη ζωή μου να φεύγω. Να ρίχνω τα «στοπ» στον δρόμο μου. Να γκρεμίζω τις πινακίδες που σηματοδοτούσαν διαδρομές. Να πατάω στις διαχωριστικές γραμμές. Ν' αψηφώ τα όρια της ταχύτητας. Να φεύγω χωρίς προορισμό. Μια φυγή μέσα στην ίδια τη φυγή.
Σα να με κυνηγούσε πάντα ο εαυτός μου. Και μόλις έβρισκα ένα ξέφωτο, να πάρω μια ανάσα, βρε αδερφέ, να στήσω μια σκηνή να ξαποστάσω, βαρούσε ο συναγερμός μέσα μου και με ξεκούφαινε.
Φεύγοντας, άφησα πίσω μου πολλά σκουπίδια.
Άφησα όμως, στη φούρια μου, και πράγματα πολύ σημαντικά.
Κάτι κοσμήματα, ας πούμε, ακριβά, που κάποιοι μου είχαν χαρίσει για να στολίσω την ψυχή μου...
Οι πλαγιογραμμένες φράσεις είναι αποσπάσματα του βιβλίου.