Μ.Π.: Ἡ ἰδέα ἦρθε τὴν Ἐποχὴ τῆς μεγάλης ἀντιγραφῆς. Αὐτόν τὸν τίτλο ἔδωσα σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ κεφάλαια τοῦ βιβλίου. Ἀναφέρομαι σ’ ἐκείνη τὴ σχολικὴ χρονιά, πρὶν ἀρκετὰ χρόνια, ὅταν τὰ διδακτικὰ βιβλία δὲν εἶχαν φθάσει ἐγκαίρως στὰ σχολεῖα, καὶ τὸ ὑπουργεῖο μέσα στὸν πανικό του ὑπέδειξε ἀμέσως τὴ λύση. Φωτοτυπίες. Ἑκατοντάδες χιλιάδες φωτοτυπίες ποὺ πετάχτηκαν λίγο μετά, ἐν τῷ μέσῳ μιᾶς πρωτοφανοῦς οἰκονομικῆς καὶ ὄχι μόνο κρίσης. Γι’αὐτό καὶ στὸ βιβλίο ὑπάρχουν αὐτοί οἱ τίτλοι, Φωτοαντίγραφα, Ἀντίτυπα, Ἀρχέτυπα κτλ. Μοῦ εἶχε φανεῖ τόσο συγκλονιστικά τραγικὸ τὸ γεγονὸς ἐκεῖνο, ποὺ ἤθελα ὁπωσδήποτε νὰ γράψω γι’ αὐτό.
Πού γράψατε το βιβλίο σας;
Μ.Π.: Οἱ Ἀρχάριες ξεκίνησαν νὰ γράφονται στὴν τσαγιερία «Ζώγια» τῆς Θεσσαλονίκης, σὲ χαρτὶ καὶ μὲ πένα. Ἔγραφα ἐκεῖ καὶ τὸ βράδυ τὰ περνοῦσα στὸν ὑπολογιστή. Ἔτσι γράφτηκε τὸ μισὸ μυθιστόρημα καὶ τὸ ἕτερο μισὸ κατευθείαν στὸν ὑπολογιστή μου (διότι στὸ μεταξὺ συναταξιοδοτήθηκα κιόλας).
Πόσο χρόνο σάς πήρε η συγγραφή;
Μ.Π.: Ἀπὸ τὸ 2011 ὣς τὸ 2016.
Πώς θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας με δυο λόγια;
Μ.Π.: Εἶναι ἕνα θλιμμένο βιβλίο ὅπως θλιμμένη εἶναι ὅλη ἡ χώρα.
Θέλετε να μας δώσετε μια περιγραφή;
Μ.Π.: Ἐπειδὴ ὁ χρόνος εἶναι ὁ κινητήρας τῆς ἱστορίας καὶ ἡ ἱστορία πάντα μὲ συγκινεῖ, θέλησα νὰ ἀναπαραστήσω δύο ἐποχές, αὐτήν τῶν ἐτῶν 1950-1954 καὶ αὐτήν τῶν ἐτῶν 2010-2016, γιατὶ διαπίστωσα πολλὲς ὁμοιότητες μεταξύ τους, καὶ συνυποδηλωτικὰ οἱ φωτοτυπίες ποὺ προανέφερα ἔχουν κι ἐδῶ τὴ σημειολογία τους. Οἱ ἥρωες τοῦ μυθιστορήματος ζοῦν καὶ δροῦν σ’ αὐτές τὶς δύο περιόδους.
Τι αγαπήσατε περισσότερο σε αυτό το βιβλίο;
Μ.Π.: Ἀγάπησα τὴ ματιὰ τῆς νέας γυναίκας πάνω στὴ γερόντισσα. Καθὼς παρατηρεῖ τὰ γεράματα καὶ τὴ μοναξιά τους καὶ λυπᾶται γιὰ τὴ ζωὴ ποὺ φεύγει, ἀναρωτιέται πάνω στὴν δική της ζωὴ καὶ τὸν τρόπο ποὺ τὴν ζῆ.
Ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σας ήρωας και γιατί;
Μ.Π.: Δύσκολο νὰ τὸ πῶ… Τοὺς ἀγάπησα ὅλους, ἄλλους πιὸ πολὺ τοὺς συμπόνεσα. Αἰσθάνομαι μιὰ τρυφεράδα ἀπέναντι στὸν μικρὸ Σωκράτη, τὸ παιδὶ τοῦ 1950 ποὺ γίνεται συνετὸς μπροστὰ στὴ ζωή –τὴ δική του καὶ τῶν ἄλλων – τὸ 2000.
Τι προσφέρει αυτό το βιβλίο στον αναγνώστη, βιβλιόφιλο ή βιβλιοφάγο;
Μ.Π.: Αὐτό ἀπαιτεῖ μιὰ ἀπάντηση ποὺ δὲν θὰ μποροῦσα νὰ δώσω ἐγώ. Ξέρετε, τὰ βιβλία ἔχουν ἐπενέργεια πάνω μας ἀνάλογη μὲ τὶς εὐαισθησίες, τὰ βιώματά μας, τὴν ἀναγνωστικὴ πείρα μας, ἀνάλογα μὲ τὸ τί περιμένουμε ἀπὸ αὐτά. Μπορεῖ κάποιος νὰ τὸ ξεφυλλίσει ἁπλῶς ἢ νὰ τὸ διαβάσει μὲ προσοχή, ἢ νὰ κάνει αὐτό ποὺ λέμε μιὰ ἀνάγνωση καὶ μετὰ ἴσως τὸ καταχωνιάσει ἢ τὸ βάλει σ’ἔνα ράφι καταδικάζοντάς το στὴ σκόνη. Ἂν ἕνα βιβλίο ἔχει ἐνδιαφέρον γιὰ μᾶς, κάποτε ἐπιστρέφουμε σ’ αὐτό. Εἴτε ἁπλὸς εἴτε ὑποψιασμένος, εἴτε ἐπαρκὴς εἴτε ἀπαιτητικὸς ἀναγνώστης, βιβλιόφιλος ἢ βιβλιοφάγος εἶναι κανείς, ἂν αἰσθανθεῖ ὅτι ἕνα ἢ περισσότερα ἀπὸ τὰ θέματα ποὺ πραγματεύεται τὸ βιβλίο τὸν ἀφορᾶ προσωπικά, τότε θὰ θεωρήσω ὅτι ἄξιζε ὁ κόπος νὰ γραφεῖ.
Ποια είναι η μεγαλύτερη αγωνία σας;
Μ.Π.: Ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ ἀσημαντότητά του.
Φοβάστε...
Μ.Π.: Πολύ, γιὰ τὸν δρόμο ποὺ βαδίζουν οἱ κοινωνίες μας, οἱ ὁποῖες ἔχουν ξεστρατίσει ἀπὸ κάθε ἔννοια ἀνθρωπισμοῦ.
Αγαπάτε...
Μ.Π.: Τοὺς ταπεινοὺς ἀνθρώπους, τὰ ζῶα καὶ τὴ φύση.
Ελπίζετε...
Μ.Π.: Τὰ παιδιὰ ὅλου τοῦ κόσμου νὰ ζήσουν τὴ ζωή τους μὲ ἀγάπη, σωστὴ παιδεία καὶ ἀξιοπρέπεια.
Θέλετε...
Μ.Π.: Τόσα πολλὰ πράγματα…
Ποιοι αναγνώστες θα λατρέψουν αυτό το βιβλίο;
Μ.Π.: Δὲν εἶμαι καθόλου βέβαιη γι’ αὐτό. Ἂς εἶναι καλὰ ὅποιος δείξει συμπάθεια καὶ κατανόηση, ὥστε ἡ γράψασα νὰ ἀξιωθεῖ τὸν ἔλεον τοῦ ἀναγνώστη.
Γιατί πρέπει να το διαβάσουμε;
Μ.Π.: Τὸ ἂν πρέπει νὰ διαβαστεῖ, δὲν εἶμαι ἡ ἁρμόδια γιὰ νὰ τὸ πεῖ. Θὰ χαιρόμουν ἂν κάποιος τὸ πίστευε αὐτό, εἰλικρινά. Μποροῦν ὡστόσο ἄνετα ὅλοι οἱ ἐνήλικοι νὰ τὸ διαβάσουν, συμπεριλαμβανομένων τῶν ἐφήβων.
Πού/πώς μπορούμε να βρούμε το βιβλίο σας;
Μ.Π.: Ἀπευθυνόμενοι στὶς ἐκδόσεις Ἀνάτυπο, αὐτόν τὸν καιρὸ στὰ βιβλιοπωλεῖα γενικά, καὶ ἐπίσης μπορεῖτε νὰ τὸ ἀναζητήσετε στὶς δημόσιες βιβλιοθῆκες.
Πού μπορούμε να βρούμε εσάς;
Μ.Π.: Σίγουρα μὲ βρίσκετε μέσα στὰ γραπτά μου καὶ ἡ ἐπικοινωνία εἶναι μᾶλλον ἐξασφαλισμένη! Ἀλλὰ βέβαια χῶρος ἐργασίας εἶναι καὶ τὸ σπίτι μου, ἡ δημοτικὴ βιβλιοθήκη τῆς Ἐθνικῆς Ἀμύνης στὴ Θεσσαλονίκη, μπορεῖτε ἐπίσης νὰ μὲ βρεῖτε στὶς διευθύνσεις ηλεκτρονικοῦ ταχυδρομείου, στὸ facebook κ.ἀ.
Ποιο χρώμα τού ταιριάζει;
Μ.Π.: Τὸ χρῶμα τοῦ ἐξωφύλλου ταιριάζει στὴ θεματολογία τοῦ βιβλίου κι εὐχαριστῶ τὸν Δημήτρη Στεργιάννη τῶν ἐκδόσεων Ἀνάτυπο ποὺ τὸ φιλοτέχνησε. Νομίζω πὼς το φαιὸ ταιριάζει πολὺ στὸ κλίμα καὶ τὰ συναισθήματα ποὺ κυριαρχοῦν.
Ποια μουσική;
Μ.Π.: Ἡ Σαραμπάντε τοῦ Χαῖντελ.
Ποιο άρωμα;
Μ.Π.: Τοῦ λεμονιοῦ μόλις τὸ ἀποσποῦμε ἀπὸ τὸ κλαδὶ τοῦ δέντρου.
Ποιο συναίσθημα;
Μ.Π.: Τὸ μελαγχολικό.
Αν δεν ήταν βιβλίο, τι θα μπορούσε να είναι;
Μ.Π.: Κινηματογραφικὴ ταινία χωρὶς εὐτυχισμένο τέλος.
Αν δεν ήσασταν συγγραφέας τι θα μπορούσατε να είστε;
Μ.Π.: Ὑπῆρξα γιὰ πολλὰ χρόνια ἐκπαιδευτικὸς καὶ χάρη σ’ αὐτό τὸ ἐπάγγελμα συνειδητοποίησα τὴν μεγάλη σημασία ποὺ ἔχουν τὰ παιδιὰ στὴ ζωή μας καὶ πόσα πολλὰ μποροῦν νὰ μάθουν σ’ ἐμᾶς τοὺς μεγάλους. Μετὰ ἀπ’αὐτά, ἢ ἰσάξια μ’ αὐτά, μᾶλλον θὰ μποροῦσα καὶ θὰ ἤθελα νὰ ἐργάζομαι ὡς κτηνίατρος, ἢ νὰ δουλεύω σὲ ζωολογικὸ κῆπο, ἢ σὲ θερμοκήπιο μὲ ὅλα τὰ εἴδη τῶν φυτῶν καὶ τῶν ἀνθέων.
Ποιον συγγραφέα διαβάζετε ανελλιπώς;
Μ.Π.: Τὸν Ζοζέ Σαραμάνγκου.
Σας έχει επηρεάσει άλλος συγγραφέας στον τρόπο που γράφετε ή σκέφτεστε ή ζείτε; Ποιος/ποιο βιβλίο;
Μ.Π.: Ὅλοι οἱ συγγραφεῖς ποὺ θαυμάζω μ’ἔχουν ἐπηρεάσει καὶ εἶναι πολλοί, τὸ ἴδιο καὶ τὰ καλὰ βιβλία, ποὺ εἶναι ἐπίσης πολλὰ γιὰ νὰ τὰ ἀπαριθμήσω ἐδῶ. Αὐτοί ὅμως ποὺ κατευθύνουν τὴ γραφή, τὴ σκέψη καὶ (προσπαθῶ ὅσο μπορῶ) τὸν τρόπο ζωῆς μου ἦσαν ἡ Μαργκερὶτ Γιουρσενάρ (γιὰ τὸν τρόπο ζωῆς της), ὁ Τζιουζέπε Τομάζο ντὶ Λὰ Μπεντούζα (γιὰ τὴν σοφία του πάνω στὴν τραγικότητα καὶ στὰ γυρίσματα τῆς ζωῆς), ὁ Θουκυδίδης, ὁ Διονύσιος Σολωμός, ὁ Ἀνδρέας Κάλβος καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Γιὰ τοὺς τέσσερις τελευταίους δὲν χρειάζεται νὰ μπῶ σὲ λεπτομέρειες. Εἶναι γιὰ μένα οἱ φωτεινοὶ φάροι ποὺ μοῦ δείχνουν τὸν δρόμο καὶ στὰ χνάρια τους θὰ ἤθελα πάντα νὰ βαδίζω.
Οι ήρωές σας μπορούν να σας κατευθύνουν ή εσείς και μόνο ορίζετε τη συνέχεια και τις τύχες τους;
Μ.Π.: Συχνὰ γράφοντας ἔχω τὴν αἴσθηση ὅτι τὸ πραγματικὸ καὶ τὸ φανταστικὸ ὁρίζουν τὸ παιχνίδι ἀλλάζοντας διαρκῶς τοὺς ρόλους μεταξύ τους. Στὰ πρῶτα στάδια φαίνεται νὰ ὁρίζει τὰ πάντα ὁ ἀφηγητής, ἀλλὰ τάχιστα εἶναι οἱ ἥρωες ποὺ ἀναλαμβάνουν τὴ σκυτάλη καὶ καθορίζουν τὴ συνέχεια. Ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτό καὶ ὕστερα, μποροῦν νὰ ἀλλάξουν τὴν ἴδια τὴν κατεύθυνση τῶν πραγμάτων. Ἕνα παράδειγμα γιὰ τὸ θέμα αὐτό καὶ μὲ ἴσως πληρέστερη ἀπάντηση θὰ ἐντοπίσετε πρὸς τὸ τέλος τοῦ κεφαλαίου Ἐργάτες Τοῦ Κόσμου ἢ Καλμαλίνη μέσα στὸ βιβλίο.
Τι χρειάζεται κάποιος για να γράψει; Φαντασία ή εμπειρία;
Μ.Π.: Γιὰ νὰ γράψει κάποιος, χρειάζεται νὰ διαβάσει προηγουμένως πολύ. Τὰ ἄλλα δύο ἕπονται, ἀλλὰ ἔρχονται, καὶ τὶς περισσότερες φορὲς τὸν ἀνταμείβουν.
Τι καθορίζει την επιτυχία σε ένα βιβλίο;
Μ.Π.: Πραγματικὰ δὲν ξέρω τι εἶναι αὐτό τὸ μαγικὸ «κάτι» ποὺ κάνει ἕνα βιβλίο ξεχωριστὸ στὰ μάτια κριτικῆς καὶ ἀναγνωστῶν, ὥστε νὰ μὴν ἔχει ἀνάγκη οὔτε διαφήμισης, οὔτε ἔξωθεν καλῶν μαρτυριῶν. Σήμερα γίνεται λόγος γιὰ ἐπιτυχίες βιβλίων μὲ βάση τὶς πωλήσεις, τὶς βραβεύσεις, τὶς παρουσιάσεις, τὸν ἀριθμὸ τῶν μεταφράσεων, τὶς δημόσιες σχέσεις τοῦ συγγραφέα κτλ. Αὐτά προσμετρῶνται στὴν ἐπιτυχία ἑνός βιβλίου, ὅμως πρέπει καὶ νὰ συμφωνήσουμε σὲ κάποια ἀπὸ ὅλους ἀποδεκτὰ κριτήρια μὲ βάση τὰ ὁποῖα ἕνα βιβλίο θεωρεῖται ἐπιτυχημένο ἢ ὄχι. Νομίζω πάντως ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς βασικότερους παράγοντες ἐπιτυχίας ἑνός βιβλίου εἶναι αὐτός ποὺ μπορεῖ καὶ νὰ τὸ καταδικάσει στὴ λήθη, ὁ χρόνος καὶ μόνον αὐτός. Ὁ χρόνος πιστοποιεῖ καὶ τὴν ἀξία τοῦ βιβλίου, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἐπιτυχία ὅπως κι ἂν τὴν ἐννοοῦν, ἂν τὴν εἶχε ἢ δὲν τὴν εἶχε.
Τι την αποτυχία;
Μ.Π.: Γιὰ μένα ἀποτυχημένο βιβλίο εἶναι τὸ πρόχειρα γραμμένο βιβλίο, ἢ τὸ βιβλίο κατὰ παραγγελίαν, ὅταν γράφεται κατ’ ἐντολὴν καὶ σὲ καθορισμένα χρονικὰ πλαίσια. Γιατὶ σ’ αὐτήν τὴν τελευταία περίπτωση καταργεῖται ἡ ἐλευθερία, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πεμπτουσία τῆς δημιουργίας. Ὡς ἔργο τῆς τέχνης τοῦ λόγου, τὸ βιβλίο δὲν μπορεῖ νὰ γράφεται καθ’ ὑπαγόρευση, δὲν γνωρίζει περιορισμούς, κι ὁ συγγραφέας του μοχθεῖ γιὰ νὰ τὸ γράψει. Ὁ Ἐλύτης ἔλεγε ὅτι ἡ εὐκολία ἦταν τὸ κόκκινο πανί του…
Η βιβλιοφαγία είναι/μπορεί να γίνει κατάχρηση;
Μ.Π.: Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν εἰκόνα ποὺ δίνει στοὺς ἄλλους ὁ «βιβλιοφάγος». Ὁ κυριολεκτικὸς βιβλιοφάγος εἶναι ἐπικίνδυνος γιὰ τὸν ἀνθρώπινο πολιτισμό. Μοῦ θυμίζετε τώρα τὸν Κανέττι, ποὺ ὁ ἥρωάς του κατηγορεῖτο ὅτι ἔτρωγε τὰ βιβλία, δηλαδή τὰ μασοῦσε καὶ τὰ κατάπινε. Ὁ μεταφορικὸς βιβλιοφάγος, ὅπως τὸν λέμε, ἐπειδὴ διαβάζει συνεχῶς, δὲν ξέρω ἂν ὁδηγεῖται σὲ κάποιου εἴδους κατάχρηση κι ἂν αὐτή βλάπτει τὸν ἴδιο στὰ μάτια μας. Ἐμᾶς σίγουρα δὲν μᾶς βλάπτει.
Ποιον τίτλο βάζετε στο βιβλίο της ζωής σας;
Μ.Π.: Δύσκολη ἡ ἀπάντηση… Πρέπει νὰ σκεφθῶ. Ὅποιον τίτλο κι ἂν ἀποφασίσω νὰ δώσω στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς μου, θὰ εἶναι πρόχειρος, μιᾶς καὶ ἡ ζωὴ εἶναι τόσο σύντομη καὶ ἀβέβαιη… Ἀλλὰ εἴπαμε ὅτι κάτι ποὺ εἶναι γραμμένο πρόχειρα εἶναι ἀποτυχημένο. Ἐκ τοῦ προχείρου λοιπὸν, ἕνας τίτλος θὰ ἦταν «Σὰν πολὺ πῆρες ἑαυτήν στὰ σοβαρά». Καλὸς τίτλος θὰ ἦταν ἐπίσης «Αὐτό τὸ ἔργο πρέπει νὰ τὸ ξαναδῶ». Πάντα μὲ τὴν προοπτικὴ νὰ τὸν ἀναθεωρήσω, καὶ μὲ τὸν κίνδυνο νὰ ἀποκαλύψω τὶς σοβαρὲς ἀντιφάσεις μου, γιατὶ μέσα σ’ αὐτές εἶναι βουτηγμένος ὅποιος ἐπιθυμεῖ νὰ (καὶ θεωρεῖ ὅτι) ὑπηρετεῖ τὴν Τέχνη.
Οἱ Ἀρχάριες εἶναι ἕνα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα ὅπου δύο εποχές, 1950-1954 καὶ 2010-2016, αντιπαρατίθενται καὶ παρουσιάζουν ὁμοιότητες καὶ διαφορὲς ποὺ συμπληρώνουν κενά, ἐξηγοῦν διαπορήσεις, ἀλλὰ καὶ γεννοῦν νέα ἐρωτηματικά. Οἱ ἥρωες προσπαθοῦν νὰ ἐπιβιώσουν στὴν ἱστορική, πολιτική, κοινωνικὴ καὶ ψυχαναλυτικὴ συγκυρία ποὺ τοὺς πιέζει, τοὺς συνθλίβει, κάποτε τοὺς ἀλλοτριώνει. Κινδυνεύοντας νὰ ἡττηθοῦν, προσπαθοῦν ἐντούτοις ν’ ἀντιμετωπίσουν τὴν κατάσταση ποὺ προκάλεσαν οἱ μεταπολεμικὲς κρίσεις τῆς δεκαετίας τοῦ ’50 καὶ ἡ σημερινή. Μέσα από διαφορετικὲς ἀφηγήσεις καὶ ἀναφορὲς στὸ παραμύθι (: τὴν παραμυθία), ζητήματα ὅπως αὐτό τοῦ ἐργατικοῦ κινήματος, τῶν σχέσεων δασκάλου-μαθητῆ, τοῦ φόνου (ἑκούσιου – ἀκούσιου), τῆς αὐτοδικίας, ἀλλὰ καὶ πανανθρώπινα, ὅπως τὰ γηρατιά, ὁ ἔρωτας, ὁ θάνατος διατρέχουν τὶς σελίδες του περνώντας ἀπὸ τὴ μιὰ ἐποχὴ στὴν ἄλλη, ὅπου τὸ χθὲς καὶ τὸ σήμερα διαπλέκονται σὲ μιὰ ἀναπαράσταση ποὺ ἐπιχειρεῖ τὴν κατανόηση τῆς πραγματικότητας τοῦ κόσμου μας.