Tσεκούρι.
Κατέβαζε το τσεκούρι ξανά.
Πολλές φορές.
Η ασχήμια και η οργή, στο πρόσωπο του τρομακτική.
Κατέβαζε το τσεκούρι και αποκεφάλιζε τα προβλήματα του, τις ενοχές και τα αγκάθια έσταζαν το αίμα από το κεφάλι του.
Άκουγε τον ήχο από το τσεκούρι του πάνω στο ξύλο να καρφώνεται και ανατρίχιαζε.
Το ένιωθε να κατεβαίνει με ορμή, να χώνεται στη σάρκα και να το απολαμβάνει.
Αυτό όμως που τον έκανε να τρελαίνεται ήταν όταν αποκολλούσε το μέταλλο από το ξύλο για να συνεχίσει τη κίνηση ξανά.
Ψηλά στον αέρα.
Και πάλι κάτω.
Το σπίτι του ήταν στο δάσος ξεχασμένο, σε μια καλύβα, ερείπιο, αυτός ζούσε σαν αγρίμι και χόμπι του ήταν... το κυνήγι.
Πήγαινε κοντά στη λεωφόρο και παραμόνευε.
Μερικές φορές περίμενε στον δρόμο καθιστός και ριχνόταν σε όποιον έδειχνε ενδιαφέρον να τον πάρει για ωτοστόπ.
Με την τεράστια δύναμη του, τους τράβαγε δίπλα από το δρόμο και χανόταν μέσα στα χωράφια από τα καλαμπόκια σε δευτερόλεπτα.
Τρέχοντας με το θύμα του στην πλάτη ανάσαινε βαριά και κάθε του ανάσα ηχούσε σα το τσεκούρι ρυθμικά που σηκώνεται και πέφτει.
Τα καλαμπόκια έκλειναν πίσω του ένα-ένα και του προσέφεραν φυσικό καμουφλάζ συνωμοτώντας στο έγκλημα.
Βγαίνοντας από το χωράφι με τα καλαμπόκια, το τοπίο άνοιξε διάπλατα και μία καλύβα τους καλωσόρισε.
Μπροστά της υπήρχε ένας κορμός δέντρου κομμένος στη βάση του.
Ήταν σκούρο κόκκινος από αίμα που είχε στεγνώσει για τα καλά και είχε απορροφηθεί στο ξύλο γίνοντας ένα με αυτό.
Όταν άφησε το θύμα κάτω ήθελε να απολαύσει τη στιγμή της αφύπνισης του άτυχου νεαρού, τη στιγμή που θα ένιωθε ελεύθερος, τότε που θα άνοιγαν οι ουρανοί και θα έπαιρναν την ψυχή επάνω.
Ο νέος όταν άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε γύρω, είδε όμορφα σύννεφα στον ουρανό να περνάνε και τον αέρα να τον φυσά γλυκά.
Πήγε να κάνει μία κίνηση ελευθερίας, αλλά μάταια, καθώς ένιωσε τα χέρια του δεμένα πίσω του.
Άρχισε να φωνάζει μα κανείς δεν ανταποκρινόταν μέσα στην ερημιά.
Μύρισε τον κορμό που το κεφάλι του ήταν ακουμπισμένο και κατάλαβε ότι αυτό που μύριζε ήταν αίμα.
Τότε η καρδιά του χτύπησε ακόμα πιο δυνατά.
Κοίταξε μία στιγμή στον ουρανό σε μία προσπάθεια να βρει την ελπίδα και κάποια στιγμή προσευχήθηκε να είναι όνειρο αυτό που βλέπει καθώς μια φιγούρα σκίασε τον ήλιο και τα όνειρά του.
Ο Ήλιος κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα και οι σκιές βύθισαν την περιοχή στο σκοτάδι.
Είπε πάτερ ημών…
Και κάθε φορά που το έλεγε έβλεπε μία λάμψη στον ουρανό.
Μία λάμψη από το Θεό που επιτέλους είχε ακούσει την προσευχή του και θα έδινε τέλος στο μαρτύριο του.
Σαν ένας κύκλος που δε λέει να κλείσει, χτυπά ξανά, τόσο δυνατά που το τσεκούρι περνάει τον λαιμό με τη μία για να καρφωθεί στον κορμό, τόσο βαθιά που φτάνει απευθείας στην κόλαση. Το μόνο ευχάριστο που θυμάσαι, είναι τον ήλιο να αντικρούει το μέταλλο κάνοντας το να λαμπυρίζει στον ουρανό.
Ο δρόμος με τα αμάξια.
Μερικοί άνθρωποι πηγαίναν στη δουλειά τους, άλλοι είχαν πάρει και τα παιδιά τους μαζί, κάποιοι ήταν σκυθρωποί ενώ άλλοι ήταν χαρούμενοι.
Σαν σκιές από την προηγούμενη ζωή, περιφερόντουσαν, μη έχοντας συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε και ότι ήταν νεκροί.
Ένα φως από κερί τρεμόπαιζε σε μία καλύβα πέρα από τα καλαμπόκια δίπλα από τον δρόμο και προσέλκυε το μαύρο των ανθρώπων που είχαν παραμείνει σκιές.
Οι λαμπτήρες από τα αυτοκίνητα έσβηναν, καθώς η μπαταρία τελείωνε.
Οι ιδιοκτήτες άφηναν τα αμάξια, που μία ζωή είχαν πασχίσει να τα αποκτήσουν και χωρίς να πουν λέξη χανόντουσαν στα καλαμπόκια λες και κάτι τους τραβούσε.
Πέρα από τον δρόμο με τα παρατημένα αμάξια, το μόνο ζωντανό σε εκείνη την περιοχή ήταν αυτό που περιπλανιόταν ανάμεσα στα καλαμπόκια.
Το θρόισμα του ανέμου.
Το συνοδευτικό κολάζ δημιουργήθηκε από τμήματα πίνακα της Michelle Dunn που βρέθηκε σε αυτή τη σελίδα.
Μέρος δεύτερο
Μέρος τρίτο
Μέρος δεύτερο
Μέρος τρίτο