Ένα γλυκόξινο μείγμα εκρηκτικής διάθεσης στο κλαμπ της Κυψέλης
Μια στάλα χαμόγελο στους βρώμικους δρόμους της νύχτας
Ο ντετέκτιβ Στάθης Παντελιάς αναλαμβάνει δύο διαφορετικές υποθέσεις
Να έχουν άραγε κάτι κοινό ή το μυαλό του επεξεργάζεται λάθος πληροφορίες;
Πίσω από το χαμόγελο της μοιραίας Φιλίππας κρύβεται ένας ολόκληρος κόσμος
Αν ο ντετέκτιβ διατηρήσει την ψυχραιμία του και δει καθαρά
Ίσως τα γεγονότα τον οδηγήσουν σε πέντε μέρες να λύσει το μυστήριο[1]
Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Κ.Μ.: Ένα παιχνίδι του νου, μια παράξενη ιστορία που μου εντυπώθηκε ξαφνικά και ήθελε να την περιγράψω. Μαζί με ερωτήματα, τύπου «τι θα γινόταν αν…», «πώς θα συμπεριφερόταν ο ήρωας αν…», «πώς θα μπορούσε να λυθεί λογικά μια τόσο περίπλοκη κατάσταση», «πώς να φτιάξω ένα αστυνομικό που ενώ αναφέρεις δυσάρεστα, να μπορείς και να χαμογελάσεις».
Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Κ.Μ.: Ευχάριστο.
Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
Κ.Μ.: Να ανακαλύψει τη δυσκολία που γεννά μια απλή γραφή, όπου πρέπει να περάσεις κάτι σύνθετο που όμως να φαίνεται απλό. Να φτιάξεις δηλαδή ένα pulp fiction χωρίς όμως να είναι trash. Χρησιμοποιώ τους αγγλικούς όρους, γιατί στα ελληνικά ηχεί διαφορετικά. Κάτι σαν το Λέμον πάι που ως Λεμονόπιτα θα μας έκανε να γελάμε στον τίτλο.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, που θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Κ.Μ.: Θα το πηγαίναμε όπου διαδραματίζεται η πλοκή του: Αττική, Κέντρο Αθήνας, Κολωνάκι, Κυψέλη, Πετράλωνα, Θησείο, Χαϊδάρι, Ραφήνα. Μέρες; Όσο διαρκεί η πλοκή του: 5 μέρες.
Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μία φράση/παράγραφο από το βιβλίο.
Κ.Μ.: «Καμιά φορά, μικρή, παίρνεις περισσότερα από ανθρώπους που γνώρισες ελάχιστα. Κι εσύ είσαι ένας από αυτούς. Ένας μικρός ξανθός άγγελος που φτύνει σποράκια σε δίκαιους και αδίκους. Δεν θα πετύχεις τίποτα έτσι! Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι, να το θυμάσαι».
Το αστυνομικό μυθιστόρημα της Κωνσταντίνας Μόσχου. Λέμον Πάι, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μ. Σιδέρη.
Διαβάζοντας από το οπισθόφυλλο:
Η κυρία μπήκε στο γραφείο μου στις 26 Μαρτίου, ώρα 9:13. Κάθισε στην πολυθρόνα απέναντί μου, άναψε τσιγάρο, έσκυψε προς το μέρος μου και είπε: «Νομίζω πως κάποιος με παρακολουθεί».
Τώρα θυμάμαι ακριβώς όσα συντελέστηκαν εκείνο το βράδυ. Όταν έσκυψε προς το μέρος μου, το μόνο που πρόσεξα ήταν το περίτεχνο ντεκολτέ της. Έμεινα για λίγο άφωνος. Συνειρμικά, έφερα στον νου μου την κλασική σκηνή του «Love Happy», με τη μοιραία Μέριλιν να περπατά λικνιστά μπροστά από τα γουρλωμένα μάτια του Γκράουτσο Μάρξ και να του μιλά με την παθιάρική της φωνή: «Θέλω να με βοηθήσεις… Νομίζω πως κάποιοι με ακολουθούν…»
«Αλήθεια;» της απαντά γοητευμένος εκείνος, «δεν μπορώ να καταλάβω γιατί».
Το τελευταίο εικοσιτετράωρο, η ίδια πελάτισσα τηλεφώνησε και μου ζήτησε τρομοκρατημένη να την επισκεφτώ στο διαμέρισμά της, στο Κολωνάκι. Κάτι κακό τής είχε συμβεί, μου είπε.
Έπρεπε λοιπόν να πάω. Για να διαπιστώσω τελικά πως το διαμέρισμα ήταν προφανώς ακατοίκητο, για όσο διάστημα τουλάχιστον μαρτυρούσε η σκόνη στην πόρτα της. Ή μήπως της είχε ήδη συμβεί αυτό το κακό για το οποίο με είχε προειδοποιήσει;
Η Κωνσταντίνα Μόσχου γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε γραφιστικά και σχέδιο. Εργάστηκε στον έντυπο καθημερινό και περιοδικό Τύπο στη διαφήμιση, στη σύνταξη και στην αρχισυνταξία, στη συγγραφή βιβλίων έρευνας για ένθετες εκδόσεις, στην επιμέλεια βιβλίων, στην επικοινωνία. Το ενδιαφέρον της στρέφεται προς τα περισσότερα είδη του γραπτού λόγου, γράφοντας μυθιστορήματα, διηγήματα, παιδικά, θεατρικά και ποίηση. Εκδοθέντα βιβλία της είναι: Ο Θησαυρός του Ποσειδώνα, Η Πόλη της Υδράηρας και Όσο υπάρχει Ανατολή. Συλλογικές εκδόσεις: Αγάπησα τον Δολοφόνο μου, Όλα για τη Ζωή μου, Ο Τόπος πρόδωσε τον Ένοχο και Θρύλοι του Σύμπαντος IV τόμος.
[1] Η Κωνσταντίνα Μόσχου συμπληρώνει την ακροστιχίδα του τίτλου του βιβλίου της. Η ακροστιχίδα είναι ένα παλαιό ποιητικό παιχνίδι στο οποίο τα αρχικά γράμματα των στίχων αν διαβαστούν από πάνω προς τα κάτω δίνουν μια λέξη ή φράση. Στην δική μου εκδοχή τα αρχικά γράμματα δίνουν τον τίτλο του έργου εκείνου που γράφει το παζλ και, εφόσον είναι ελεύθερος να συμπληρώσει τα αρχιγράμματα με όποιον τρόπο θέλει (μονολεκτικά, ποιητικά, περιγραφικά, κ.ο.κ. ακόμα και μονοσύλλαβα) ονόμασα την στήλη Ακρότιτλο. Περισσότερα σαν κι αυτό εδώ.
[1] Η Κωνσταντίνα Μόσχου συμπληρώνει την ακροστιχίδα του τίτλου του βιβλίου της. Η ακροστιχίδα είναι ένα παλαιό ποιητικό παιχνίδι στο οποίο τα αρχικά γράμματα των στίχων αν διαβαστούν από πάνω προς τα κάτω δίνουν μια λέξη ή φράση. Στην δική μου εκδοχή τα αρχικά γράμματα δίνουν τον τίτλο του έργου εκείνου που γράφει το παζλ και, εφόσον είναι ελεύθερος να συμπληρώσει τα αρχιγράμματα με όποιον τρόπο θέλει (μονολεκτικά, ποιητικά, περιγραφικά, κ.ο.κ. ακόμα και μονοσύλλαβα) ονόμασα την στήλη Ακρότιτλο. Περισσότερα σαν κι αυτό εδώ.