Μια περιπέτεια του Αντώνη Γιοφύρη
Γράφει ο Γιώργος Ζώτος
ΟΙΚΕΙΑ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ
16 Ιουλίου 16:55
Μπήκα μέσα έτοιμος να της τα πω ένα χεράκι. Η οικιακή βοηθός με άφησε να περιμένω πάνω από δέκα λεπτά και όσο περίμενα τόσο φούντωνα μέσα μου. Στο τέλος έκανε την εμφάνιση της η μαυρομαλλούσα χήρα. Φορούσε ένα άλλο πανάκριβο μαύρο φόρεμα, άλλα πανάκριβα μαύρα παπούτσια, όμως μάλλον το ίδιο μαύρο φουλάρι και είχε τον ίδιο κότσο στα μαλλιά της.
-Καλημέρα σας κύριε Γιολάρη, είπε μάλλον κακοδιάθετα.
Εντάξει αυτό ήταν. Ούτε τ’ όνομα μου ακόμα δεν μπορούσε να πει. Κόντεψα να την πιάσω απ’ τον λαιμό, όμως συγκρατήθηκα, φόρεσα ότι πιο ηλίθιο είχα σε χαμόγελο και είπα:
-Καλημέρα, το όνομα μου είναι Γιοφύρης, μπορείτε να με λέτε σκέτο Αντώνη αν σας δυσκολεύει.
-Μα έχετε παράξενο όνομα κύριε Αντώνη, ομολογουμένως!
-Ομολογουμένως! Συμφώνησα.
-Λοιπόν; Πείτε μου. Βρήκατε κάτι;
-Βρήκα… βρήκα ότι με κοροϊδεύετε κυρία Μαυρογένους.
Ύψωσα τη φωνή μου διακόπτοντας την:
-Δέχτηκα ότι η κουτσομπόλα γειτόνισσα δεν αναγνώρισε τη φωνή σας. Δέχτηκα ότι το ποτήρι με τα ίχνη από το κραγιόν σας ήταν από νωρίτερα ξεχασμένο εκεί ή μπορεί και να μην υπήρξε ποτέ, όμως τι έχετε να πείτε για τον ταξιτζή που σας μετέφερε από το σπίτι του Μάρκελλου εδώ, περίπου την ώρα του φόνου; Μήπως είναι κι αυτός κανένα πρεζόνι με καλπάζουσα φαντασία; Τι λέτε; Σας ακούω.
-Έσκυψε το κεφάλι, ξεφούσκωσε και το ξανασήκωσε κοιτώντας με στα μάτια. Σίγουρα δεν ήξερε να χάνει αυτή η γυναίκα και αυτή τη στιγμή μόλις είχε υποστεί συντριβή.
-Εντάξει κερδίσατε κύριε Αντώνη, παραδέχτηκε. Θα σας πω όλη την αλήθεια, μόνο που θα σας παρακαλούσα να μείνει μεταξύ μας, και θα καταλάβετε το γιατί.
Έκατσε στον καναπέ και με το χέρι της προέτρεψε κι εμένα να κάτσω. Εγώ αν και ήμουν έτοιμος να πανηγυρίσω για τον θρίαμβο μου, βούλιαξα μέσα στον καναπέ πράγμα που με χαλάρωσε απίστευτα, έκλεισα τα μάτια και περίμενα να ακούσω την ιστορία της ελπίζοντας να μην με πάρει ο ύπνος. Ξεκίνησε να μιλάει αρκετά σιγά σαν να μην είχε πάρει ακόμα την οριστική απόφαση να μου εκμυστηρευτεί τα πάντα, σιγά σιγά όμως δυνάμωνε τη φωνή της κι αυτό με ξυπνούσε κι εμένα σιγά σιγά:
-Ό,τι σας είπα μέχρι τώρα είναι αληθινό εκτός από το ότι χτες το βράδυ δεν ήμουν εκεί. Κατά τις 10:50 έλαβα μια κλήση στο κινητό μου από κάποιο κινητό με απόκρυψη. Ένας άντρας αν και δεν είμαι 100% σίγουρη γι' αυτό, με αλλοιωμένη ψιθυριστή φωνή μου είπε: «Πόσα ξέρεις για τον Μάρκελλο και τα ταξίδια του; Μόνο τα λεφτά σου θέλει. Ρώτα τον για το ταξίδι του στην Ουκρανία και την Όλγα που έφερε μαζί του» ή κάπως έτσι, δεν θυμάμαι ακριβώς τα λόγια του. Αν και δεν συνηθίζω να δίνω βάση σε ανώνυμα μηνύματα αυτό έδειχνε να ξέρει λεπτομέρειες, οπότε χωρίς να χάσω χρόνο πήρα τον Μάρκελλο αμέσως στο τηλέφωνο. Φαντάστηκα ότι θα είδατε την κλήση στο κινητό του και γι' αυτό σας είπα από την αρχή ότι τον πήρα κατά τις 11.
Εδώ έκανα μια υποσημείωση στο μυαλό μου για να την ρωτήσω αργότερα για το κινητό. Εκείνη συνέχισε:
-Έκανε πως δεν ήξερε τίποτα και εκνευρισμένος μου έκλεισε το τηλέφωνο. Πήρα, χωρίς να το πολυσκεφτώ, αμέσως ταξί για εκεί. Έφτασα κατά τις δώδεκα, δώδεκα και κάτι, μέχρι να έρθει το ταξί και να πάω σπίτι του θα πέρασε τουλάχιστον μια ώρα. Τον βρήκα μόνο του στο σπίτι έτοιμο να κοιμηθεί, ίσως και να τον είχε πάρει ο ύπνος γιατί μόλις μπήκα φάνηκε ότι σηκωνόταν από το κρεβάτι. Η συζήτηση μας κάποια στιγμή ξεπέρασε τα όρια, και ομολογώ, ιδίως από τη δική μου πλευρά. Εν ολίγοις παραδέχτηκε ότι ξέρει μια Όλγα, Ουκρανή, αλλά δεν είχαν σχέση. Την έφερε απ’ την Ουκρανία στο τελευταίο ταξίδι του. Τον ρώτησα για ποιο λόγο την έφερε και μου είπε ότι έκανε εξυπηρέτηση σ' ένα φίλο. Μιλούσε λες και αναφερόταν σε σκύλο ή βαλίτσα. Μου έδωσε την εντύπωση ενός ανελέητου μαστροπού. Με εκνεύρισε απίστευτα. Έγινα έξαλλη. Του είπα ότι χωρίζουμε. Έδειξε να τρομάζει. Προσπάθησε να με πιάσει με το μαλακό, μου ζήτησε συγνώμη, δεν θα το ξανακάνει. Έχω κι εγώ όμως την ξεροκεφαλιά μου κύριε Αντώνη. Τον απείλησα ότι όχι μόνο θα χωρίσουμε αλλά θα τα πω και όλα στις εφημερίδες. A posteriori φάνηκε ότι εκείνη την ώρα έπρεπε να δώσω ένα τέλος. Όμως το τράβηξα το σκοινί. Του είπα ότι η καριέρα του θα τελείωνε εδώ. Mea culpa. Άρχισε να γίνεται επιθετικός, προσπάθησα να φύγω και μου έκλεισε τον δρόμο. Με είχε στριμώξει ανάμεσα στο κρεβάτι και τον τοίχο. Πίσω μου ήταν το κομοδίνο με ένα βαρύ κρυστάλλινο τασάκι. Ευτυχώς είχα προνοήσει και το είχα ήδη πιάσει χωρίς να το δει και το έκρυβα πίσω μου, καθώς προσπάθησα να του ξεφύγω. Τότε μ' έπιασε από τον λαιμό. Δεν ξέρω αν σας έχει τύχει ποτέ να βλέπετε ότι αυτός που αγαπούσατε ήταν ένα τέρας. Μέχρι και την ύστατη στιγμή πίστευα πως ήθελε απλά να με φοβίσει και θα λογικευόταν. Του έδωσα ένα χρονικό περιθώριο χωρίς να αντιδράσω καθόλου. Όταν όμως είδα ότι το σφίξιμο στον λαιμό συνέχιζε και όσο πήγαινε γινόταν όλο και πιο έντονο, τότε σήκωσα το τασάκι και το κατέβασα όσο πιο δυνατά μπορούσα στο κεφάλι του.
Έβγαλε το φουλάρι που φορούσε και είδα τα εμφανέστατα σημάδια που είχαν αφήσει οι χερούκλες του Μάρκελου στον λαιμό της.
-Έκανα πολύ μεγάλη προσπάθεια να συνέλθω, όλο αυτό το διάστημα ο Μάρκελλος ήταν αναίσθητος στο πάτωμα. Κάπου εκεί προσπάθησα με τεράστια δυσκολία να καταπιώ μερικές γουλιές νερό από το ποτήρι που βρισκόταν στο κομοδίνο και που ο Μάρκελλος συνήθιζε να αφήνει δίπλα του πριν κοιμηθεί. Το άφησα πάλι εκεί, ένα δείγμα κι αυτό ότι δεν ήθελα να καλύψω τα ίχνη μου, μιας και ήταν ζωντανός. Εντέλει μάζεψα τα κομμάτια μου και έφυγα αφού σιγουρεύτηκα ότι ήταν ακόμα ζωντανός αν και ακόμα αναίσθητος. Σίγουρα πάντως δεν είχε κανένα μαχαίρι στην καρδιά όταν τον άφησα. Πήρα τηλέφωνο στη πιάτσα των ταξί κατεβαίνοντας και σε 5 λεπτά ήταν απ' έξω. Το ρολόι του χολ έδειχνε 2:15 όταν τελικά έφτασα σπίτι μου.
-Μάλιστααααα, είπα τραβώντας την τελευταία συλλαβή. Τώρα συμφωνούν και το γκντουπ και το κρατς και το γκούχου γκούχου της κυρά Πολυξένης, σκέφτηκα.
-Αυτή είναι όλη η αλήθεια, πιστέψτε με. Φαντάζεστε τι πλήγμα θα ήταν αυτό για την οικογένεια μου αν έβγαινε στις εφημερίδες. Κι έπειτα, ο μνηστήρας μου είναι νεκρός πια. Δεν είναι ανάγκη να κηλιδωθεί η υστεροφημία του.
-Ίσως να είναι για να αποκαλυφθεί και η υπόλοιπη σπείρα. Δεν δρούσε μόνος του ξέρετε.
-Πείτε μου εσείς νεαρέ μου, ποιος είναι ο ένοχος, κι εγώ υπόσχομαι να φροντίσω να μείνει εις το παρασκήνιον η σκοτεινή όψις του, ευτυχώς παρολίγον, γαμπρού μου.
Η φωνή ακούστηκε από πίσω μου. Γύρισα απότομα και είδα δυο ζωηρά μάτια πάνω από ένα τεράστιο κάτασπρο μουστάκι να με κοιτάνε εξονυχιστικά. Αν είχα έστω και την παραμικρή απορία από ποιον πήρε την γαμψή μύτη η κόρη Μαυρογένους, διαλύθηκε αμέσως. Ο στρατηγός σκέφτηκα και σηκώθηκα αμέσως. Φορούσε μια σκούρα πράσινη ρόμπα που ελάχιστα από κάτω άφηνε να φανεί ένα σκούρο πράσινο παντελόνι πυτζάμας και καφέ παντόφλες. Αυτοπαρουσιάστηκε στέκοντας προσοχή:
-Στρατηγός Περικλής Μαυρογένους!
Η κόρη πήγε να κάνει τις συστάσεις:
-Μπαμπά, είναι ο ντετέκτιβ που σου είπα, ο κύριος…
-Αντώνης Γιοφύρης, πρόλαβα πριν με βαφτίσει πάλι κι εγώ δεν ξέρω πως, και στάθηκα κι εγώ προσοχή, μάλλον αδέξια. Είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε που ήμουν φαντάρος.
Πήγε σε μια πολυθρόνα και κάθισε βγάζοντας από την τσέπη του μια πίπα που την έβαλε στο στόμα χωρίς να την ανάψει.
-Να επαναλάβω κι εγώ αυτό που προ ολίγου ειπώθηκε από το στόμα της θυγατρός μου: Απαιτείται διακριτικότητα εις το έπακρον, νεαρέ μου. Δε δύναται το όνομα των προγόνων μου να λασπωθεί εξ… εξαιτίας μιας… πώς να τη χαρακτηρίσω; Μιας επιπολαιότητας της θυγατρός μου…
-Μπαμπά σε παρακαλώ, πετάχτηκε η κόρη Μαυρογένους.
-Καλώς, ομολογώ ότι θα μπορούσα να εκφραστώ πιο κομψά όμως ουδεμία διαφορά θα υπήρχε εις το αποτέλεσμα, αυτό καθαυτό.
-Κύριε Μαυρογένους, οφείλω να σας πω ότι βρίσκομαι πολύ κοντά στη λύση του μυστηρίου, είπα με μια σχετική έπαρση. Και η αλήθεια είναι ότι όσο πλησιάζω προς αυτήν τόσο ανακαλύπτω πράγματα που αν έρθουν στο φως, θα φέρουν σε πολύ δύσκολη θέση πολλά εξέχοντα μέλη της κοινωνίας μας, ενώ πάλι φαίνεται να μένουν ατιμώρητοι κάποιοι άλλοι επειδή δεν υπάρχουν στοιχεία.
-Τούτο ακριβώς σας επισήμανα εξαρχής αγαπητέ μου. Καλό θα ήτο οι ατιμώρητοι να τιμωρηθούν και όσοι ήρθαν εις την δύσκολην θέσην της σπιλώσεως να το ξεπεράσουν ως επί το πλείστον ανωδύνως, είπε ο μπαμπάς.
-Αυτό δεν θα είναι και τόσο εύκολο, είπα. Όσο η αστυνομία ψάχνει, το πιθανότερο κατά την άποψη μου είναι να καταλήξει σε λάθος ένοχο.
-Άφησε την αστυνομία σε μένα. Αλήθεια, ο Μπάκας ασχολείται με την υπόθεση;
-Μάλιστα στρατηγέ μου!
-Καλώς! Θα αναλάβω προσωπικώς να τον ειδοποιήσω ούτως ώστε να μην εμπλακεί εις τα πόδια σου, τουναντίον, να σε βοηθήσει εις τον μέγιστον βαθμόν.
Θυμήθηκα τα τελευταία λόγια του Μπάκα: «Αυτός είναι ικανός να σε στείλει στην Γουαδελούπη και να λες ευτυχώς που σε συμπάθησε». Χαμογέλασα ικανοποιημένος και συνέχισα:
-Θα ήθελα όμως κι εγώ να κάνω μερικές ακόμα ερωτήσεις στην κ… θυγατέρα σας πριν αποχωρήσω, στρατηγέ μου, για να ολοκληρώσω την εικόνα που έχω.
-Ασφαλώς, προχωρήστε νεαρέ μου, θεωρήστε με ως απόντα. Είπε και βγάζοντας έναν αναπτήρα από την τσέπη της ρόμπας του άναψε την πίπα του βγάζοντας πολλά μικρά σύννεφα καπνού.
Γύρισα προς την Ηρώ και τη ρώτησα:
-Δεσποινίς, μου είπατε ότι πήρατε τον Μάρκελλο στο τηλέφωνο το βράδυ του φόνου. Σε ποιο κινητό τον πήρατε;
-Στο καρτοκινητό του, το άλλο είναι της δουλειάς του και δεν το σηκώνει πάντα. Μα γιατί ρωτάτε;
-Όταν λέτε το καρτοκινητό του, εννοείτε το…
Έβγαλα το κινητό μου και έψαξα το νούμερο που είχα αποθηκεύσει με το όνομα: Μάρκελλος Όλγας. Της το διάβασα.
-Ναι αυτό. Το άλλο το έχει κυρίως για τη δουλειά του και μερικές φορές το έχει κλειστό.
Έψαξα πάλι στις επαφές μου στο όνομα Μάρκελλος κινητό. Αυτό ήταν το τηλέφωνο που μου είχε δώσει ο Μπάκας. Της διάβασα και αυτόν τον αριθμό.
-Ναι αυτό είναι το κανονικό, της δουλειάς του εννοώ.
-Θυμάστε όταν τον αφήσατε που βρίσκονταν τα κινητά του;
Έκανε μια προσπάθεια να σκεφτεί χωρίς ωστόσο να έχει επιτυχία.
-Έχω την εντύπωση ότι όταν έφευγα είχα δει και τα δύο κάπου. Δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά όμως. Δυστυχώς η παρατηρητικότητα δεν είναι κάτι που με διακρίνει. Λυπάμαι.
-Δεν πειράζει, είπα και συνέχισα. Του είχατε δανείσει κάποιο χρηματικό ποσό; Σας είχε ζητήσει να του δανείσετε κάποιο ποσό;
-Αν εννοείτε κάποιο σημαντικό ποσό, όχι. Δεν του είχα δανείσει. Μικροποσά μόνο, που σίγουρα δεν θα στοιχήσουν ούτε σ’ εμένα ούτε στην οικογένεια μου.
Σ’ αυτό το σημείο κοίταξε το παράθυρο καθώς ήξερε ότι τα μάτια του πατέρα της ήταν καρφωμένα πάνω της. Βιάστηκα να συνεχίσω:
-Το φως στο δωμάτιο του Μαστρογιάννη ήταν αναμμένο;
-Το πορτατίφ ήταν αναμμένο σίγουρα αλλιώς δεν θα βλέπαμε τίποτα καθώς η λάμπα του δωματίου είχε καεί αρκετές μέρες πριν και το μόνο φως που υπήρχε στο δωμάτιο ήταν αυτό.
-Μάλιστα. Έμαθα ότι ο Μάρκελλος παραλάμβανε κάτι δέματα, ακόμα κι εδώ, από κάποιον Πολύστροφο, είναι αλήθεια;
-Γενικά αυτός ο Πολύστροφος είχε πολλά πάρε-δώσε με τον μνηστήρα μου. Δεν θυμάμαι όμως για κανένα πακέτο. Πάντως είμαι σίγουρη ότι κι αυτό θα το δικαιολογούσε ως σπάνιο νόμισμα της συλλογής του.
Ο στρατηγός είχε σηκωθεί αφήνοντας ένα σύννεφο καπνού πίσω του και μονολογούσε:
-Ακόμα κι εδώ ο κίναιδος; Ακόμα και μες το σπίτι μου!
Σηκώθηκα κι εγώ και τους ευχαρίστησα για όλα όσα έκαναν για μένα. Ο στρατηγός σε στάση προσοχής μου έδωσε να καταλάβω ότι βασίζεται σε μένα ενώ η κόρη με ξεπροβόδισε στην εξώπορτα.
-Καληνύχτα, της είπα, κατεβαίνοντας τα μαρμάρινα σκαλιά.
-Γιο μαν, άκουσα πίσω μου.
Σήκωσα το δεξί μου χέρι κάνοντας το σήμα της νίκης και συνέχισα να κατεβαίνω τα σκαλιά χαμογελώντας.
Με το θάρρος που μου έδινε η κουβέντα μας με τον στρατηγό αποφάσισα να περάσω από το στούντιο να τα πούμε ένα χεράκι με το δίδυμο της ακολασίας.
Copyright © Γιώργος Ζώτος All rights reserved