Μια περιπέτεια του Αντώνη Γιοφύρη
Γράφει ο Γιώργος Ζώτος
Γράφει ο Γιώργος Ζώτος
ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΟΛΓΑΣ ΤΣΕΡΝΟΒΑ
16 Ιουλίου 01:09
Φανερά εκνευρισμένος μπήκα μέσα στο διαμέρισμα και πήγα προς την κουζίνα που ήταν το μόνο σίγουρο μέρος που μπορούσαμε να κάτσουμε.
-Σ’ ακούω, της είπα
-Τι;
-Εγώ προσπαθώ να σε βοηθήσω, άι γουόντ του χελπ γιου, δείχνοντας στο άι εμένα και στο γιου εκείνη, κι εσύ μου λες ψέματα είπα χτυπώντας το τραπέζι.
-Ντα! Είπε φοβισμένα.
-Ντα ε; Το παραδέχεσαι λοιπόν; Γιατί τόσα ψέματα;
-Τι λιες; Τι ψέματα;
-Χτες πήγες στο σπίτι Μάρκελλου. Ντα; Πήρες ταξί για σπίτι Μάρκελλου!
Μάλλον τώρα συνειδητοποίησε τι της έλεγα. Σταύρωσε τα χέρια μπροστά της, πήγε κάτι να πει, μάλλον το μετάνιωσε και σταμάτησε. Πήρα ανάσα εγώ πλέον για να μιλήσω όμως μ’ έκοψε με το χέρι της. Το είχε πάρει απόφαση φαίνεται και ξεκίνησε:
-Εγκώ κσσύπνησσα από ανταπάντητη, που πήρα, μα ντεν πρρρούλαβα ανταπαντήσει καταλλλαβαίνιεις;
-Ντα. Όταν σε πήρε τηλέφωνο ο Μάρκελλος λοιπόν, εσύ ξύπνησες όμως δεν πρόλαβες να ανταπ… να απαντήσεις.
-Ντα, μιτά από λίγκο εγκώ πήρρα τέλλεφον, ντες εντώ, 1 και 50 μινούτ, μου έδειξε την οθόνη του κινητού της πάλι, τουν πήρρα και Μαρτσέλλο σσήκωσσε και λλέει: Μι κτύπησσε. Ποιός; Ρρουτάω. Ηρρρώ λέει. Πονάει κεφάλι πολλλύ, λέει. Εγκώ λέω: είναι εκεί; Νιετ λέει. Τες να' ρτω; Νιετ, λέει πάλλι. Αργκά τώρρρα, λέει. Εγκώ όμως πήρρα τάξι να πάω Μαρτσέλο ντόμα. Στον ντρρόμο έπαιρρνα τέλεφον πολλά. Την πρρρούτη φορρρά κτύπησε λίγκο μα έκλεισσε, μιτά κλεισστό, ντεν κτυπούσσε. Μπήκα μέσσα σπίτι του. Είντα Μαρτσέλλο τέζα στο κρραβάτ. Τρουπ. Πολύ κρρροφ, κακ πα γκριέτσκι; Αίμα; Είχε ένα ματσέ… μαχαίρρρι, ντα; Καρντιά μέσσσα, κι έδειξε με το χέρι της στο στήθος της που ακριβώς ήταν το μαχαίρι.
Απορροφήθηκα με το θέαμα και για αρκετή ώρα φαίνεται ότι θαύμαζα, με ανοιχτό το στόμα, το σημείο που έδειχνε το χέρι της και όλη την γύρω περιοχή. Κάποια στιγμή με συνέφερε:
-Αντώνης; Ντεν κατάλλλαβες;
-Ε, ντα! Ντα! Απλά έβλεπα… Τέλος πάντων, έπιασες τίποτα όταν μπήκες μέσα;
-Έπιασα πόρτα, ντεν έπιασα τίποτα άλλο. Νιεεεε. Ντεν έκανα τίπουτα. Γκύρρισσα ντόμα, σπίτι, με πόντια.
-Φως; Είχε φως δωμάτιο; Της έδειξα την λάμπα που κρεμόταν πάνω απ’ το κεφάλι της.
-Ντα, λάμπα, όκι πάνω λάμπα, μικρό λάμπα.
-Μάλιστα! Γι' αυτό τον είδες απ’ έξω και δεν χρειάστηκε να μπεις στο δωμάτιο. Έτσι κι αλλιώς πάντως η αστυνομία δεν έχει τα αποτυπώματα σου, δεν υπάρχεις καν γι' αυτήν. Όμως αν σε πιάσουν βλέπω να σου τον φορτώνουν τον φόνο.
Ήταν φανερό ότι δεν κατάλαβε τίποτα από την τελευταία μου φράση και καλύτερα μάλλον. Δεν ξέρω γιατί αλλά ήταν η δεύτερη φορά που την πίστεψα.
Φεύγοντας από την Όλγα είχε ήδη πάει δύο. Ήθελα να περάσω από το μπαράκι που γλεντούσαν οι Καραπιπέρης και Μοντσενίγος για να βεβαιωθώ για το άλλοθι τους, όμως ήμουν πολύ κουρασμένος και δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να βγάλω κάτι μέσα στον χαμό που θα γινόταν αυτήν την ώρα. Γύρισα σπίτι και είπα να βάλω τα πράγματα σε μια τάξη πριν κοιμηθώ.
Σύμφωνα με την Πολυξένη, την Μαρία αλλά και τον ταξιτζή, η Ηρώ ήταν στο σπίτι του Μαστρογιάννη μέχρι τη 1:30.
Σύμφωνα με την Όλγα, ο ηθοποιός ζούσε ακόμα τουλάχιστον στη 1:50 που του μίλησε αλλά δεν ζούσε στις 2:30 που τον είδε νεκρό. Ήταν όμως έτσι τα πράγματα;
Η κρεβατοκάμαρα του θύματος όπως είπε και η Πολυξένη ήταν μακριά από τη δικιά της κρεβατοκάμαρα και αν και είμαι σίγουρος ότι είχε στήσει αυτί, δεν με πείθει ότι αναγνώρισε τη φωνή της Ηρούς. Η Μαρία απλά βρήκε ένα ποτήρι με το κραγιόν της Ηρούς στο κομοδίνο. Αν και δεν νομίζω να έκανε λάθος στο κραγιόν, το ποτήρι θα μπορούσε να βρίσκεται εκεί από την προηγούμενη μέρα. Τέλος ο ταξιτζής, είναι κατά τη γνώμη μου ο πιο αξιόπιστος μάρτυρας, μόνο και μόνο επειδή μετέφερε μια γυναίκα στο σπίτι της Μαυρογένους. Ακόμα κι αν κάποια το έστηνε όλο αυτό με σκοπό να ενοχοποιήσει την Μαυρογένους, θα το έκανε αφού βεβαιωνόταν πρώτα ότι ο Μαστρογιάννης είχε πεθάνει, πράγμα που δεν είχε γίνει.
Με όλες αυτές τις σκέψεις με πήρε ο ύπνος.
Copyright © Γιώργος Ζώτος All rights reserved