Μια περιπέτεια του Αντώνη Γιοφύρη
Γράφει ο Γιώργος Ζώτος
STUDIO DREAM FACTORY
16 Ιουλίου 20:21
Ο Μοντσενίγος με κοίταξε σαν να έβλεπε μια σφήκα πάνω στην φέτα με το μέλι του. Προσπάθησε να με αποφύγει, όμως δεν του άφησα περιθώρια για να το κάνει.
-Τι είναι ρε δημοσιογράφε; Τι χαμπάρια; Δεν έμαθες αρκετά; Θες κι άλλα;
-Τελικά έμαθα πολλά… Βρήκα και την Όλγα… είπα με νόημα. Πάμε κάπου να μιλήσουμε;
-Έλα στο γραφείο μου, είπε και προχώρησε μπροστά. Τον ακολούθησα κατά πόδας. Μ’ έβαλε να καθίσω σε μια καρέκλα μπροστά από το γραφείο του και μόλις έκατσε κι αυτός, με ρώτησε:
-Λοιπόν; Πού είναι το Ολγάκι;
-Σπίτι της, απάντησα. Θέλει όμως να γυρίσει στην πατρίδα της.
-Ναι ε; Δεν την σηκώνει το κλίμα εδώ; Κρίμα γιατί μπορούσε να εξελιχθεί, είχε όλα τα προσόντα.
-Υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα, συνέχισα χωρίς να του δίνω σημασία.
-Και ποιο είναι αυτό; Ρώτησε αδιάφορα.
-Δεν έχει διαβατήριο, είπα. Και δεν μπορεί να βγει από τη χώρα χωρίς διαβατήριο, μπορεί;
-Δεν νομίζω, συγκατένευσε κι εκείνος κοιτώντας το ταβάνι.
-Καλό θα ήταν λοιπόν για να είμαστε όλοι εντάξει να βρει το διαβατήριο της και σύντομα μάλιστα.
-Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί μου τα λες όλα αυτά, έκανε με δυσφορία κάποια στιγμή.
Έγειρα το σώμα μου όσο μπορούσα προς το γραφείο του και με ήρεμο τόνο του είπα:
-Φέρε μου το διαβατήριο της και όλα θα μείνουν μεταξύ μας. Οκ;
-Ποιος σου είπε ότι έχω εγώ το διαβατήριο της; Πας καλά;
Σηκώθηκε έξαλλος και στηρίχθηκε στο γραφείο με τα δυο του χέρια. Τα γυαλιά του είχαν φτάσει στην άκρη της μύτης του. Λίγο ακόμα και θα έπεφταν κάτω. Τα ‘πιασε και τα πέταξε στην άκρη με νεύρο.
-Υπάρχουν δύο λύσεις πρότεινα. Πρώτη: μου δίνεις το διαβατήριο, η Όλγα εξαφανίζεται στην πατρίδα της, εγώ κάνω την πάπια γιατί ομολογώ ότι έτσι κι αλλιώς δεν έχω στοιχεία να σε χώσω μέσα, κι εσύ δεν χάνεις παρά μία γκόμενα που έτσι κι αλλιώς ήταν χαμένη. Άσε που από στιγμή σε στιγμή η αστυνομία θα την αναζητεί για τη δολοφονία του Μάρκελλου και δεν νομίζω ότι θες να την βρούνε σε κάποια στέγη σου. Δεύτερη: Εγώ που όπως είπα, δεν έχω στοιχεία, βγάζω όλη τη δακρύβρεχτη ιστορία της στην εφημερίδα, η αστυνομία που έτσι κι αλλιώς την αναζητά θα σου γίνει στενός κορσές, κι εσύ θα πρέπει να δικαιολογήσεις τα αδικαιολόγητα. Μπορεί να μην πας για φόνο μέσα αλλά δεν νομίζω ότι η μαστροπεία είναι καλύτερη. Διαλέγεις και παίρνεις.
Δεν φάνηκε να το σκέφτεται πολύ, ίσως να μην το σκέφτηκε και καθόλου κι αυτό με ανησύχησε. Πήγε μέχρι την πόρτα, την άνοιξε και είπε:
-Περίμενε εδώ.
Περίμενα μετρώντας ως το τρία και μετά τον ακολούθησα. Ίσα που πρόλαβα να τον δω να μπαίνει φουριόζος στο γραφείο του Καραπιπέρη και να κλείνει την πόρτα με θόρυβο πίσω του.
Δέκα δευτερόλεπτα αργότερα, η πόρτα άνοιξε πάλι και σχεδόν εκτοξεύτηκε η Νικόλ που φορούσε μόνο τα εσώρουχα της. Στο χέρι της κρατούσε όλα αυτά που κανονικά θα έπρεπε να φορούσε: μια άσπρη μπλούζα, μια κόκκινη φούστα, ένα μικρό ασημένιο τσαντάκι κι ένα ζευγάρι άσπρες γόβες. Έκατσε στον καναπέ που υπήρχε στον διάδρομο και βρίζοντας ξεκίνησε να ντύνεται. Έβαλε πρώτα τη φούστα, φόρεσε τα παπούτσια και τελευταία φόρεσε την μπλούζα της. Μόλις έβγαλε το κεφάλι της από την λαιμόκοψη με είδε απέναντι της! Έμεινε αποσβολωμένη με ανοιχτό το στόμα. Έβγαλα ένα πακετάκι τσίχλες από την τσέπη μου και της πρόσφερα:
-Τσιχλίτσα;
-Πήρε μία.
-Φχαριστώ.
-Λοιπόν Νικόλ, πως πάει η ζωή στο στούντιο;
-Σκατά! Είπε και σηκώθηκε να φύγει. Στα τρία βήματα γύρισε με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και με ρώτησε:
-Γνωριζόμαστε από κάπου;
-Δεν νομίζω, όμως επιτρέψτε μου να συστηθώ: Αντώνης Γιοφύρης, δημοσιογράφος.
-Νικόλ Χελιδόνη, ηθοποιός.
-Και εξαιρετική μάλιστα! Σας είχα δει στην ταινία την… αχ θυμίστε μου… αυτήν την… έπιασα το κεφάλι μου προσπαθώντας δήθεν να θυμηθώ την ταινία.
-Στο «Κραυγή στη λαϊκή»; Έκανε ενθουσιασμένη.
-Μα βέβαια, Ασφαλώς. Τι εκπληκτική ερμηνεία ήταν αυτή! Γοητευμένος δεσποινίς, είπα φιλώντας το χέρι της.
-Νομίζω ότι τα παραλέτε κύριε Αντώνη, παίρνοντας ένα συνεσταλμένο ύφος.
-Τα παραλέω; Δεσποινίς μου, ειλικρινά δεν χορταίνω να σας βλέπω σ’ αυτήν την ταινία. Συγχαρητήρια και πάλι. Εύγε! Και μιας και είμαι και δημοσιογράφος στον «Κουτσομπόλη» δώστε μου το τηλεφωνάκι σας να κανονίσουμε μια συνέντευξη για το LIFESTYLE. Τι λέτε;
-Αχ, καλέ και το έγραφε το ωροσκόπιο μου σήμερα «θα κάνετε μια καινούργια γνωριμία». Ορίστε, πάρτε μια κάρτα μου, έβγαλε μία από το τσαντάκι της και μου την έδωσε. Χάρηκα πολύ!
Η Νικόλ μπαινοβγαίνει στα γραφεία εδώ. Σκέφτηκα ότι θα ήταν καλό να είχα έναν σύμμαχο στο στούντιο που μετά και το σημερινό συμβάν θα ήταν απαγορευμένο για μένα.
Πάνω στην ώρα βγήκε και ο σκηνοθέτης κρατώντας ένα διαβατήριο. Μου το πέταξε στα χέρια, το άνοιξα, είδα τη φωτογραφία της Όλγας και το έβαλα στην τσέπη.
-Έξυπνη κίνηση, είπα.
-Κοίτα να μην σε ξαναδώ μπροστά μου, είπε τρίζοντας τα δόντια του.
-Εννοείται, του απάντησα. Παιδιά είμαστε;
Κατευθύνθηκα βιαστικά προς την πολυκατοικία της Όλγας γιατί φοβόμουν ότι ο Μπάκας δεν θα αργούσε να την ανακαλύψει.
Συνεχίζεται...
Η υπόθεση ξεκίνησε εδώ!
Copyright © Γιώργος Ζώτος All rights reserved
Κερδίστε το αστυνομικό που θέλετε!
Συμπληρώστε τη φόρμα κλικάρωντας το παρακάτω k και κερδίστε το αστυνομικό μυθιστόρημα της επιλογής σας! Παρακαλώ, σημειώστε τα ακόλουθα:
Διαβάστε τους όρους και κάθε άλλη σχετική πληροφορία με τις κληρώσεις, τα δώρα και τους τυχερούς εδώ. Η κλήρωση έχει προγραμματιστεί για τις 29 Μαρτίου 2018 (ημέρα δημοσίευσης του τελευταίου μέρους του αφηγήματος) και το βιβλίο που θα έχει επιλέξει ο τυχερός θα αποσταλεί ταχυδρομικά από το koukidaki. Για να μπείτε στην κλήρωση θα πρέπει και να έχετε μαντέψει σωστά τον δολοφόνο! Σε περίπτωση που αλλάξετε γνώμη μπορείτε να επιστρέψετε εδώ και να ξανασυμπληρώσετε τη φόρμα (η δεύτερη συμμετοχή σας θα ακυρώσει αυτόματα την πρώτη, κ.ο.κ.)
k
Καλή Τύχη!